To να γράψεις κάτι για τον Μάνο Χατζιδάκι είναι σαν να επιχειρείς να χωρέσεις όλες τις θάλασσες του κόσμου σ’ ένα μικρό μπουκάλι. Κάποτε είχαν πει για τον Κλάους Νόμι, τον Γερμανό λυρικό τραγουδιστή που έφυγε από AIDS στις αρχές της δεκαετίας του 80, πως «ήταν από έναν άλλο κόσμο, όχι απ’ αυτόν».

Νομίζω ότι το ίδιο ταιριάζει γάντι και στην περίπτωση του Μάνου Χατζιδάκι. Γράφω αυτές τις γραμμές και στα ηχεία ακούγεται ο «Νυχτερινός Περίπατος» από τον δίσκο «Δεκαπέντε Εσπερινοί» και δεν μπορώ παρά ν’ αναρωτιέμαι: Πόσο μεγάλος καλλιτέχνης ήσουν ρε άνθρωπε, που μέσα σε λιγότερο από τρία λεπτά οι νότες σου ξεχείλισαν και μας έλουσαν με όλο αυτό το συναίσθημα της θλίψης, της μελαγχολίας, της προσμονής; Πώς πέτυχες αυτή τη γλυκόπικρη γεύση που ανατριχιάζει το κορμί σαν τη γεύεται και φέρνει δάκρυα στα μάτια;

Η μουσική του Χατζιδάκι γεννάει ιδέες, εικόνες, συναισθήματα, σε πλημμυρίζει από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Τώρα παίζει στα ηχεία το «Βαλς των Χαμένων Ονείρων», πομπώδης τίτλος με τόσο λιτή αλλά και συνάμα τόσο μεθυστική μελωδία. Πόση ομορφιά και πόση πίκρα μπορεί να κρύβει μέσα του ένας δημιουργός; Πόσες δοκιμασίες πρέπει να περάσει μέχρι η νότα να γραφτεί στο χαρτί, να ακουστεί δειλά για πρώτη φορά στο πιάνο, να γίνει ένας ολόκληρος, θαυμαστός κόσμος;

Θυμάμαι τον εαυτό μου πριν από μερικά χρόνια, στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου Αγία Όλγα. Η μητέρα μου έλιωνε από τον καρκίνο και εκείνες οι ώρες της αναμονής μέχρι να τελειώσει ήταν ότι χειρότερο έχω περάσει στη ζωή μου. Παρέα μου ήταν τότε τα τραγούδια και οι μουσικές του Μάνου. Κι όσο κι αν προσφέρονται θυμάμαι τον εαυτό μου να παραμένει ακλόνητος, να μην κυλάει ούτε ένα δάκρυ για τον επικείμενη απώλεια.

Ξεψύχησε δύο μήνες αργότερα. Θυμάμαι, εντελώς ασυναίσθητα κάποια στιγμή έβαλα να ακούσω το «Όταν Έρχονται τα Σύννεφα». Με πήραν και με σήκωσαν, όπως ακριβώς τη μητέρα που είχε φύγει.

Στο έργο του Χατζιδάκι, κυρίως στα ορχηστρικά, θα ακούσεις και Ρότα και Μορικόνε και Λεγκράν, ηχητικά στίγματα απ’ όλους αυτούς τους μεγάλους συνθέτες της γενιάς του. Την ίδια ώρα και στα δικά τους έργα θα διακρίνεις τον Μάνο. Ο ένας έκοβε κι ο άλλος έραβε κι εμείς ακούμε.

Πραγματικά δεν μπορώ να φανταστώ τι είδους καριέρα θα έκανε σε κάποια άλλη χώρα. Να μην ξεχνάμε πως μιλάμε για τον άνθρωπο, τον καλλιτέχνη που αρνήθηκε να παραλάβει το Όσκαρ για τα «Παιδιά του Πειραιά», την ώρα που άλλοι στη θέση του θα έκαναν κωλοτούμπες για μια τέτοια τιμή. Ίσως πάλι, να είναι αυτός εδώ ο τόπος που τον έκανε να μεγαλουργήσει. Με τους καημούς και τους έρωτες του, με την Ιστορία και το ταμπεραμέντο του, με τα δάκρυα και τις χαρές του, τη λεβεντιά και τα κρίματά του.

Η Ελλάδα του Μάνου είναι εκείνη που θα θέλαμε όλοι να ζούμε. Κρύβεται στις παρτιτούρες του, ανθίζει στις μελωδίες του, χορεύει σε έντεκα όγδοα και αυτοσχεδιάζει για το παρόν και το μέλλον της, που περιπλανιέται σαν Αερικό στην Οδό των Ονείρων της.

Ευχαριστούμε που υπήρξες, υπάρχεις και θα υπάρχεις γλυκέ μας, αγαπημένε Μάνο.