Μαξίμ Γκόρκι: Ο συνήγορος των δυστυχισμένων στο μεγάλο δράμα της ζωής
Μια μεγάλη, μια γενναία καρδιά
- Σοκ στην Πάρο: Άγρια επίθεση ανήλικων με μαχαίρι σε βάρος δύο ανδρών
- «Υπάρχει θέμα» με το «De Grece» – Πυρά κομμάτων με το επίθετο που διάλεξαν οι Γλύξμπουργκ
- Βίντεο ντοκουμέντο λίγο μετά τη δολοφονία της Ράνιας στην Κρήτη - «Σκότωσα τον πατέρα μου» έλεγε ο δράστης
- «Συνεργαζόταν με Τούρκους για να με σκοτώσουν» - 10 μέρες σχεδίαζε τη δολοφονία του 52χρονου ο δράστης
Ο Μάξιμος Γκόρκυ, ο μεγάλος Ρώσσος συγγραφεύς, απέθανε. Εσταμάτησε μια μεγάλη, μια γενναία καρδιά. Γιατί ο Γκόρκυ επόνεσε τους δυστυχισμένους και καταφρονεμένους αυτού του κόσμου, συνεμερίσθη την ζωήν των, και το έργον του, εις τας ενδοξοτέρας σελίδας του, από την ζωήν των είνε εμπνευσμένον.
Το πραγματικόν όνομα του μεγάλου συγγραφέως που έσβυσε ήταν Αλέξης Μαξίμοβιτς Πέσκωφ. Γκόρκυ είνε ένα ψευδώνυμον, που εις την ρωσσικήν σημαίνει «πικρός». Και η έννοια του ψευδωνύμου εκφράζει όλην την στάσιν που ο συγγραφεύς προσέλαβε στα προβλήματα της ζωής, μέσα εις μίαν κοινωνίαν αδικίας και κατατυραννήσεως, όπως ήταν η κοινωνία εις την τσαρικήν Ρωσσίαν. Ο Γκόρκυ, «πικρός», ήθελε να είνε ο συγγραφεύς για την κοινωνία της αδικίας και του κνούτου. Εγεννήθη την 16/28 Μαρτίου του 1868 εις Νίζνι Νοβγορόδ. Συνεπώς ο Γκόρκυ απέθανεν εις ηλικίαν εξήντα οκτώ ετών. Δεν πρόκειται βεβαίως περί εξαιρετικής μακροβιότητος. Αλλά όταν ληφθή υπ’ όψιν ότι ο Γκόρκυ ήταν φυματικός, ένας άρρωστος άνθρωπος, καταντά κατόρθωμα ότι συνετηρήθη έως αυτό το όριον η χαμηλωμένη φλόγα μιας παθιασμένης ζωής.
«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 19.6.1936, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Γκόρκυ ήταν ένας αγωνιστής: αγωνίσθηκε κατά της αρρώστιας, όπως αγωνίσθηκε σ’ όλη του την ζωή. Το έργον του είνε τόσον ολίγον φιλολογία! Είνε θρεμμένο από τη ζωή του και από τους αγώνες του για ν’ αναδειχθή και να φθάση. Γιατί ο Γκόρκυ ήταν ένας αυτοδημιούργητος. Εις το μεγάλο έργον του υπάρχει και ένα είδος αυτοβιογραφίας του: εκεί μαθαίνουμε πώς αγωνίσθηκε ένα φτωχό, ορφανό παιδί του ρωσσικού λαού, για να φωτισθή το ίδιο και να φωτίση τους άλλους. Γρήγορα ο Γκόρκυ έχασε τους γονείς του. Μεγάλωσε στο φτωχικό του παππού και της γιαγιάς του, και υπάρχουν στην αυτοβιογραφία του σελίδες αθάνατες, αφιερωμένες στη γρηά του την μάμμη. Δεν ήταν ούτε δέκα ετών, όταν άρχισε την βιοπάλη του. Από τότε, από την στιγμή που προσεκλήθη ως μαθητευόμενος εις το μαγαζί ενός τσαγγάρη, άρχιζε γι’ αυτόν —και για τον κόσμο εις τον οποίον θα την προσέφερε μια ημέρα ως ανεκτίμητον δώρον— η αποθησαύρισις όλων εκείνων των εντυπώσεων από την ζωή και τις τραγικές πάλες της, εντυπώσεων που εξερράγησαν ύστερα εις το καταπληκτικόν έργον που δόξασε το όνομα του Γκόρκυ και θα το καταστήση αθάνατον.
Άρχιζεν η μεγάλη περιπέτεια του ανθρώπου του οποίου αυτή η ζωή είνε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Ο μικρός προλετάριος αφίνει σε λίγο το τσαγγαράδικο, προσλαμβάνεται ως μικρός υπηρέτης για τα θελήματα σ’ ένα γραφείο, δουλεύει με τους ψαράδες του Βόλγα, γίνεται αχθοφόρος σ’ ένα λιμάνι, έρχεται εις επαφήν με πρόσωπα και πράγματα της ρωσσικής ζωής, βλέπει από κοντά την δυστυχία, συμπαθεί τους δυστυχισμένους, και χωρίς να το καταλαβαίνη η φλογερά, η αδάμαστος ψυχή του επαναστατεί και εξεγείρεται κατά της αδικίας. Ένας από τους συντρόφους του των πρώτων ετών της βιοπάλης ήταν και ο Σαλιάπιν, ο μετέπειτα διάσημος Ρώσσος βαθύφωνος. Δούλευαν και οι δυο τους στα ψαράδικα του Βόλγα, τραγουδούσαν μαζί τα τραγούδια με τα οποία οι ψαράδες του Βόλγα εξέφραζαν τους καϋμούς των, ήσαν μέλη μιας χορωδίας. Κάποτε νόμισαν πως θα βελτίωναν την τύχη τους παρουσιαζόμενοι σ’ ένα διαγωνισμό κάποιας μουσικής ακαδημίας, που ζητούσε καλλιφώνους νέους: τους έβαλαν να τραγουδήσουν. Η φωνή του Γκόρκυ εκρίθη καλλίτερη. Ο Σαλιάπιν, που επέπρωτο να δοξασθή μια ημέρα για την φωνή του, απερρίφθη! Αλλά το μελόδραμα δεν ήταν ο προορισμός του Γκόρκυ, ενώ, όπως απεδείχθη ύστερα, ήταν ο προορισμός του Σαλιάπιν. Την φωνή του ο Γκόρκυ θα την κρατούσε, για να την υψώση ως συνήγορος των δυστυχισμένων στο μεγάλο δράμα της ζωής. Ήταν ο ίδιος ένας δυστυχισμένος, ένας βασανισμένος προλετάριος. Εγνώρισε την φτώχεια, την στέρησι και την πείνα. Και επί πλέον την πείναν του πνεύματος — την δίψα της μαθήσεως. Γιατί αυτός ο φτωχός προλετάριος, που δεν είχε τα μέσα ούτε στο σχολειό να πάη, είχε πνευματικές ανησυχίες. Διάβαζε τις νύχτες, μορφωνόταν μόνος του. Η πρώτη βιβλιοθήκη στάθηκε γι’ αυτόν μια φτωχή κάσσα που μύριζε ψαρίλα, και μέσα εις την οποίαν εφύλαγε τα λιγοστά βιβλία του ένας ψαράς του Βόλγα, ένας πρώην υπαξιωματικός, ονόματι Μιχαήλ Σμούρι, που εκείνη την εποχήν είχε προσλάβη τον Γκόρκυ ως βοηθόν του. Ο Σμούρι εξετέλει κυρίως χρέη μαγείρου για τα πληρώματα μιας ομάδος αλιευτικών πλοιαρίων, με τα οποία συνειργάζετο. Αυτός ο Σμούρι, που μαγείρευε για να φάνε οι ψαράδες, έγινεν αφορμή, με τα λίγα βιβλία που είχε στην κάσσα του, να εξασφαλίση την πρώτη πνευματική του τροφή ο Γκόρκυ.
«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 19.6.1936, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Έτσι διάβασε Γκόγκολ, Νεκράσωφ, βίους αγίων, λαϊκά μυθιστορήματα, αλλά και σοβαρώτερα ιστορικά συγγράμματα. Τα βιβλία τού απεκάλυψαν νέους, πλατύτερους ορίζοντας. Η σκληρή βιοπάλη του δεν τον άφινε να πάρη ούτε αναπνοή. Επέρασε και αυτός, όπως όλοι οι βιοπαλαισταί, που ξεκινούν από το τίποτα, από μια φάσι μεγάλης κρίσεως. Ήρθε στιγμή που τα είδε όλα μαύρα. Ήτο τότε δέκα εννέα ετών. Απεπειράθη ν’ αυτοκτονήση. Η σφαίρα που φύτευσε στα στήθη του διέτρησε τον πνεύμονά του. Αυτό στάθηκε αφορμή του στηθικού νοσήματος που βασάνισε τον Γκόρκυ έως τις τελευταίες ημέρες του βίου του και που τον έφερε πλησιέστερα προς τους δυστυχείς. Η πρώτη φιλολογική εκδήλωσις του Γκόρκυ χρονολογείται από το 1892. Το έτος εκείνο εδημοσιεύθη το πρώτον του διήγημα, το «Μακάρ Τσούντρα», αληθής αποκάλυψις. Ο Γκόρκυ είχε πλέον πείραν της ζωής. Στα χρόνια που εν τω μεταξύ είχαν κυλίση, είχε συμπληρώση τον πνευματικό του εφοδιασμό· χάρις εις την υποστήριξι του δικηγόρου Λακν είχε μορφωθή, και είχε λάβη μέρος εις τους πρώτους πολιτικούς αγώνας, συνδεθείς με τους επαναστατικούς κύκλους που πολεμούσαν το τσαρικό καθεστώς. Χωρίς να σταματήση την επαναστατική του δράσι ο Γκόρκυ, συμπληρώνοντας διαρκώς την μόρφωσί του, αφωσιώθη εις την φιλολογίαν. Η κριτική τον ανεγνώριζεν ως τον ανατέλλοντα αστέρα των ρωσσικών γραμμάτων.
Το 1898 ο Γκόρκυ είχε πια επιβληθή. Τα διηγήματα που εξέδωσε το έτος εκείνο επωλήθησαν εντός ενός έτους εις εκατό χιλιάδας αντίτυπα. Το έργον του ενεθουσίαζεν ιδιαιτέρως την επαναστατικήν ρωσσικήν νεολαίαν που, όταν ο συγγραφεύς μετέβη το 1899 εις την Πετρούπολιν, τον υπεδέχθη με ενθουσιασμόν και τον ανευφήμησεν ως πνευματικόν αρχηγόν της. Η φήμη του Γκόρκυ είχεν αρχίση να περνά τα όρια της Ρωσσίας. Πολλά έργα του μετεφράσθησαν εις τας κυριωτέρας ευρωπαϊκάς γλώσσας. Ο Γκόρκυ είχεν αρχίση να επηρεάζη, εύρισκεν ήδη μιμητάς. Το 1902 η Ακαδημία των Επιστημών τον εξέλεγεν επίτιμον μέλος της. Κατόπιν όμως της πληροφορίας της αστυνομίας ότι επρόκειτο περί επαναστάτου συγγραφέως, ο τσάρος ηρνήθη να εγκρίνη την εκλογήν του. Η άρνησις ίσως να ήταν υπολογισμένη, προς εξαγοράν του συγγραφέως. Αλλ’ ο Γκόρκυ δεν ήταν από εκείνους που συνθηκολογούν. Θα ήταν το ίδιο ως ν’ απεκήρυσσε την έως τότε ζωήν του, αν άφινε να καμφθή. Έμεινε πιστός στις ιδέες του.
Εσυνέχισε τους αγώνας του. Στην επανάστασι του 1905 συνελήφθη και εγκαθείρχθη. Μπροστά στις διαμαρτυρίες που κατέφθαναν από όλα τα σημεία του πολιτισμένου κόσμου, οι τσαρικοί δήμιοι ηναγκάζοντο να του ανοίξουν τας πύλας της φυλακής. Το επόμενον έτος, επειδή από τις κακουχίες της φυλακής είχε κλονισθή η υγεία του, ανεχώρησε στο εξωτερικόν, πήγε ν’ αναζητήση την γιατριά στον ήλιο της Ιταλίας. Αλλ’ ούτε εις το εξωτερικόν ο επαναστάτης συγγραφεύς, που εν τω μεταξύ είχε συνδεθή και με τον Λένιν, κατέθεσε τα όπλα. Η τσαρική κυβέρνησις τον εκήρυξε πολιτικόν εξόριστον. Τότε ο Γκόρκυ εγκατεστάθη εις την νησίδα Κάπρι, έξω από την Νεάπολιν. Εσυνέχισε την συγγραφικήν δράσιν του, παρ’ όλον ότι εβασανίζετο από την κατηραμένην ασθένειαν: την φυματίωσιν. Εις την Ρωσσίαν της Επαναστάσεως η ηθική επιρροή του ήταν μεγάλη.
*Κείμενο για τον Μαξίμ Γκόρκι, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» την επαύριον του θανάτου του, την Παρασκευή 19 Ιουνίου 1936.
Ο συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι (Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ, το πραγματικό του όνομα), μείζων εκπρόσωπος της ρωσικής λογοτεχνίας, γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου (16 με το παλαιό ημερολόγιο) 1868 και απεβίωσε στις 18 Ιουνίου 1936.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις