Όσο και αν έγιναν τεράστιοι οι σημερινοί πόλεμοι από απόψεως αριθμού και μηχανικών μέσων, με άλλα λόγια όσο και αν εμίκρυνεν η εντύπωσις των παλαιοτέρων διά της ποσοτικής και της τεχνικής συγκρίσεως, είνε αναμφισβήτητον ότι το ναπολεόντειον έπος προκαλεί τη φαντασία περισσότερον από τας μάχας του Δεκατέσσερα (σ.σ. 1914, έτος ενάρξεως του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου). Απόδειξις ότι γίνονται ανάρπαστα όλα τα βιβλία που αφιερώνουν τόσον συχνά οι ιστορικοί εις τους θρόνους του Βοναπάρτη ο Ντιμίτρυ Μερέζκοφσκι τα αναβιβάζει συνολικώς σε σαράντα χιλιάδας τόμους όπως συνέβη με το περίφημον ημερολόγιον του Καβαλιέ Μέρσερ (σ.σ. Alexander Cavalié Mercer, 1783-1868, αξιωματικός του Βασιλικού Πυροβολικού της Μεγάλης Βρεταννίας), «λοχαγού του βασιλικού πυροβολικού της βρεττανικής μεγαλειότητος» τον Ιούνιον του 1815, που εξεδόθη κατ’ αυτάς. Ζητείται εις τα παρισινά βιβλιοπωλεία πιο πολύ από τας εκδόσεις που αναφέρονται στον παγκόσμιο πόλεμο.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.5.1933, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πρόκειται πράγματι περί ενός ιστορικού δοκουμέντου από τα γραφικώτερα, μολονότι μη συνθετικού, διότι ο συγγραφεύς, σύμφωνος κατά τούτο με τον Στένταλ, φρονεί ότι ένας αξιωματικός, δρων διαρκούσης της μάχης, δεν μπορεί να αντιληφθή τα γεγονότα παρά μόνον εφ’ όσον συμβαίνουν μπροστά στη μύτη του. Λοχαγός, όπως είπομεν, του πυροβολικού, εις την φρουράν του Κόλσεστερ, εστάλη με τα κανόνια του στο Βέλγιο την 5ην Απριλίου 1815. Αργότερα έλαβε μέρος στο Βατερλώ, έπειτα διέσχισε το Βορρά της Γαλλίας και έμεινε στρατοπεδευμένος εις τα περίχωρα του Παρισιού, μαζί με τας νικητρίας δυνάμεις των συμμάχων, ως το Σεπτέμβριο. Κατ’ αυτό το διάστημα εσημείωνε ημέρα με την ημέρα ό,τι έπεφτε στο μάτι του, με την αυστηρότερη ευσυνειδησία, τόσο που να ζητή συγγνώμην από τον αναγνώστη εάν αντιληφθή καμμία ασάφεια εις την περιγραφή των γεγονότων μεταξύ 18 και 21 Ιουνίου, καθορίζων ότι, επειδή ήτο τρομερά κουρασμένος, διέκοψε προς στιγμήν την αφήγησιν. Το έργον διαιρείται σε δύο μεγάλα κεφάλαια, το γενικώτερα περιγραφικόν και το καθαρώς στρατιωτικόν. Εις το πρώτον περιγράφει τα τοπία, σκηνάς πανδοχείων, τη ζωή των Γάλλων αγροτών, τα ήθη των, τα φορέματά των, την τροφή των, τα παρισινά βουλεβάρτα και τη λαϊκή κίνησι. Το δεύτερο, το οποίον και θα συνοψίσωμεν, έχει σχέσι με το Βατερλώ.


Ο συγγραφεύς τονίζει την καταπληκτικήν έλλειψιν ενότητος εν τη διοικήσει του αγγλικού στρατού, όπου υπηρέτει με την ίλην του. Διαρκώς εχρειάζετο να ζητά διαταγάς, που άλλοτε του τας ηρνούντο, το δε χειρότερο, όταν του της έδιδον, ήσαν ελλιπείς και αντιφατικαί. Διηγείται πώς αντίκρυσε για πρώτη φορά τον Ναπολέοντα, «αυτόν τον ισχυρό άνθρωπο του πολέμου, την απαράμιλλη στρατιωτική μεγαλοφυΐα, που είχε γεμίση τον κόσμο με τη φήμη του». Ήτο το πρώτο χάραμα της αυγής. Βρέχει. Γύρω από τον Μέρσερ και τους πυροβολητάς του, ένα σύνταγμα αγγλικού πεζικού, εν αναπαύσει, καθαρίζει τα όπλα του και ετοιμάζει τη σούπα, περιμένοντας με αδιαφορία τη στιγμή που θα έμπαινε στη σύγκρουσι. Το πρωί περνά με αψιμαχίες μερικού ενδιαφέροντος και με διαρκείς μετακινήσεις. Το ντουφεκίδι ως τόσο εξακολουθεί. Ο ουρανός ήτο φορτωμένος βαρειά σύννεφα, πελώριες απομονωμένες κηλίδες με χρώμα μελανιού, έτοιμες να ξεσπάσουν. Αυτό εσκοτίδιαζε τη θέσι των Άγγλων, που ευρίσκοντο από κάτω ακριβώς, ενώ ο απέναντι λόφος ο κατειλημμένος από το γαλλικό στρατό έλαμπε μέσα στον ήλιο. Εκείνη τη στιγμή επρόβαλε καβαλλάρης ο Ναπολέων, ανεβαίνοντας με καλπασμό, ολομόναχος. Αλλά αμέσως κατόπιν ακολούθησαν πολλοί άλλοι καβαλλαραίοι, με τις σιλουέττες τους καθαρά σχεδιασμένες στο φως. «Ο αυτοκράτωρ», τονίζει ο συγγραφεύς, «τώρα που τον έβλεπα μπροστά μου, είχε μία ύψιστη, ασύγκριτη μεγαλοπρέπεια».


Η μπόρα αποτόμως μεγαλώνει, ο ουρανός αστράφτει, οι βροντές καλύπτουν την αντήχησι των κανονιών. Οι Γάλλοι προχωρούν ακράτητοι, ενώ η σύγχυσις γίνεται ολοένα μεγαλύτερη από τη μεριά των Άγγλων. Ο πανικός αρχίζει να σπρώχνη προς τις Βρυξέλλες τα συμμαχικά στρατεύματα. Οι στρατιώτες του Μπρουνσβίκ περιμένουν πίσω από τα άλογα την ίλη του Μέρσερ που υποχωρεί. Κι’ όλοι κυττάνε με τρόμο, πιστεύοντας πως θα τους παρασύρη το ιππικό του αυτοκράτορος.


Ο συγγραφεύς, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο, αφού εχτύπησε τους γρεναδιέρους της φρουράς, με επί κεφαλής τον Νέυ, δεν ομιλεί παρά μόνον για ό,τι προσωπικώς αντελήφθη από τη θέσι του. Έτσι δεν αναφέρει τας άλλας διακυμάνσεις της μάχης του Βατερλώ, ούτε την αποφασιστική επέμβασι του Μπλούχερ.


Ο Alexander Cavalié Mercer

Η περιγραφή της συγκρούσεως με τους γρεναδιέρους του Νέυ είνε δραματική. «Αληθινά μεγάλο και επιβλητικό θέαμα» γράφει. «Η φάλαγξ διοικείτο αυτή τη φορά από έναν αξιωματικό με μεγαλοπρεπή στολή και το στήθος γεμάτο παράσημα (τον Νέυ), του οποίου οι απότομες ρωμαλέες χειρονομίες έκαναν μια παράξενη εντύπωσι μπροστά στην επισημότητα που εχαρακτήριζε την κίνησι των στρατιωτών. Τους άφησα να ζυγώσουν ως 60 ή 80 γυάρδες και τότε έδωσα τη διαταγή. Πυρ! Το αποτέλεσμα ήτο φοβερό. Η πρώτη γραμμή εσωριάσθη ολόκληρη σχεδόν, ενώ οι μύδροι εθέριζαν τη φάλαγγα κατά μήκος. Το χώμα, ήδη σκεπασμένο από κορμιά, έγινε τώρα αδιαπέραστο. Και όμως αυτοί οι αφοσιωμένοι Γάλλοι πολεμισταί επάλευαν πάντα με λύσσα, ζητώντας να πέσουν επάνω μας».


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.5.1933, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Επακολουθεί η καταστροφή, έπειτα η τραγική νύχτα. Την επομένην ο Μέρσερ επεσκέφθη το Ουγκομόν, σπαρμένο πτώματα. Βγαίνοντας ευρήκε έναν Βετεράνο με πυκνή γκρίζα γενειάδα και με ύφος λαβωμένου λιονταριού. Ανήκε στην ένδοξη φρουρά του αυτοκράτορος. Με τόνα χέρι έκαμε μιλώντας μια κίνησι, γιατί το άλλο βρισκότανε κομμένο κατά γης, στο πλευρό του. Μ’ όλους τους αφάνταστους πόνους, εξακολουθούσε να φωνάζη, εξορκίζοντας τους συναδέλφους του να κάνουν υπομονή και να μη χάσουν τίποτε από το κουράγιο τους μπροστά στους Άγγλους. Ο συγγραφεύς ένοιωσε τη βαθύτερη ευλάβεια προς τη γενναιότητα. Του έδωσε φρέσκο νερό και τον εβεβαίωσε πως θα τον περισυλλέξουν το ταχύτερον μαζί με τους άλλους τραυματίες. Με το κομμένο του χέρι και με την επική του έκφρασι εσυμβόλιζε μέσα στο ματωμένο λεκανοπέδιο όπου έδυσεν ο ήλιος του Βοναπάρτη, το θρύλο της αυτοκρατορικής φρουράς.

*Κείμενο για τη μάχη του Βατερλώ, που έφερε τον τίτλο «Αι αναμνήσεις ενός Άγγλου από το Βατερλώ» και είχε δημοσιευτεί στο φύλλο του «Ελευθέρου Βήματος» με ημερομηνία 25 Μαΐου 1933.


Η επική σύγκρουση, που έλαβε χώρα στις 18 Ιουνίου 1815, σηματοδότησε την οριστική ήττα του αυτοκράτορα της Γαλλίας, Ναπολέοντος Βοναπάρτη, και έβαλε τέλος στον αποκαλούμενο Μεγάλο Πόλεμο της Ευρώπης, τον πόλεμο μεταξύ της Γαλλίας και των γειτόνων της, που είχε ξεσπάσει το 1792 και επέπρωτο να διαρκέσει, με σύντομα διαλείμματα υφέσεως, σχεδόν ένα τέταρτο αιώνος.


Το περίφημο Βατερλώ, τοποθεσία του κεντρικού Βελγίου, νοτίως των Βρυξελλών, αποτέλεσε το πεδίο όπου έμελλε να κορυφωθούν οι άγριες και αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις που πραγματοποιήθηκαν στα βελγικά εδάφη από τις 16 έως τις 18 Ιουνίου 1815, στο πλαίσιο της ταχύτερης (με διάρκεια μόλις τεσσάρων ημερών) και πλέον καθοριστικής –όπως αποδείχθηκε– από όλες τις ναπολεόντειες εκστρατείες.