«Η Ανούκ Εμέ σε αφήνει αναστατωμένο και μπερδεμένο μέχρι θανάτου»
«Είναι σταρ πολύ απλά επειδή είναι εκπληκτικά φωτογενής, εκπληκτικά προκλητική», είχε πει κάποτε ο Φελίνι για τη σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιό, η οποία συνδέεται με την Ελλάδα μέσω του γάμου της με τον πρωτοποριακό σκηνοθέτη Νίκο Παπατάκη και φυσικά την κόρη της, Μανουέλα Παπατάκη.
«Μπορείτε να αντιληφθείτε την πραγματική ομορφιά σε ένα άτομο μόνο καθώς μεγαλώνει» θα πει η Ανούκ Εμέ (Anouk Aimée) για μοιραστεί μια ακόμα σκέψη της: «Η κοσμική αναταραχή δεν είναι τόσο συγκινητική όσο ένα μικρό παιδί που συλλογίζεται το θάνατο ενός σπουργιτιού στη γωνία ενός αχυρώνα».
Σε μια ανύποπτη στιγμή θα εξομολογηθεί: «Κάποιοι προσεύχονται να παντρευτούν τον άνδρα που αγαπούν, η δική μου προσευχή διαφέρει κάπως. Προσεύχομαι ταπεινά στον ουρανό να αγαπώ τον άνδρα που παντρεύομαι».
Η Ανούκ Εμέ, η αινιγματική πρωταγωνίστρια του «Ένας άνδρας και μια γυναίκα» του Κλοντ Λελούς, ξεχώρισε μέσω των απεικονίσεων της γοητείας και του καπρίτσιου, κυρίως στο «Ντόλτσε Βίτα» του Φεντερίκο Φελίνι, ενώ έγινε ηγετική φυσιογνωμία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου τη δεκαετία του 1960 –ιδίως της νουβέλ βαγκ.
Πέθανε στις 18 Ιουνίου στο σπίτι της στο Παρίσι. Ήταν 92 ετών. Η κόρη της, Μανουέλα Παπατάκη, ανακοίνωσε τον θάνατό της στο Instagram.
Άπιαστη βασίλισσα, αρχιέρεια της θηλυκότητας
Κόρη ηθοποιών, η Ανούκ Εμέ έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στα 14 της χρόνια και παρέμεινε -σε επτά δεκαετίες και περισσότερες από 80 ταινίες- μια μαγευτική, αινιγματική παρουσία στην οθόνη.
«Είναι σταρ πολύ απλά επειδή είναι εκπληκτικά φωτογενής, εκπληκτικά προκλητική», είχε πει κάποτε ο Φελίνι. «Ανήκει στο μεγάλο, μυστηριώδες πάνθεον του κινηματογράφου με αυτό το πρόσωπο που έχει τον ίδιο ιντριγκαδόρικο αισθησιασμό με εκείνο της Γκάρμπο, της Ντίτριχ ή της Κρόφορντ, αυτών των μεγάλων, άπιστων βασιλισσών, αυτών των αρχιερέων της θηλυκότητας. Η Ανούκ Εμέ αντιπροσωπεύει τον τύπο της γυναίκας που σε αφήνει αναστατωμένο και μπερδεμένο – μέχρι θανάτου».
Ο Ζακ Ντεμί και ο Κλοντ Λελούς ήταν ανάμεσα στους σκηνοθέτες που γοητεύτηκαν από τη λεπτή αριστοκρατική ομορφιά της και τα καστανά μάτια που έμοιαζαν σα να βγήκαν από πίνακα του Μοντιλιάνι μεταδίδοντας πόνο, σαρκικότητα και μια βασανιστική αδιαφορία.
Σαρώνει κυριολεκτικά η εικόνα της στην ταινία με μαύρο κοκτέιλ φόρεμα, σηκωμένα μαλλιά και σκούρα γυαλιά ηλίου τη νύχτα
Μια συβαρίτισσα με μαζοχιστικά γούστα
Στο «La Dolce Vita» του Φελίνι, το 1960, ήταν μια πλούσια, βαριεστημένη, νυμφομανής κοσμική κυρία που αποπλανεί έναν αρθρογράφο κουτσομπολιών, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και κάνουν έρωτα στο διαμέρισμα μιας πόρνης.
Σαρώνει κυριολεκτικά η εικόνα της στην ταινία με μαύρο κοκτέιλ φόρεμα, σηκωμένα μαλλιά και σκούρα γυαλιά ηλίου τη νύχτα – μια συβαρίτισσα με μαζοχιστικά γούστα, με τα γυαλιά της να κρύβουν ένα μαυρισμένο μάτι.
Τρία χρόνια αργότερα, με τα καστανόξανθα μαλλιά της έντονα κουρεμένα, η Ανούκ Εμέ ξανασυνδέθηκε με τον Φελίνι για το «8½» , υποδυόμενη τη ζηλιάρα και πικρόχολη σύζυγο ενός σκηνοθέτη (πάλι του Μαστρογιάνι) που βρίσκεται σε καλλιτεχνική και προσωπική κρίση. Η ταινία θεωρείται ευρέως ως το αυτοβιογραφικό αριστούργημα του Φελίνι, απέσπασε το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και χάρισε την αίγλη της Εμέ στα μάτια των εραστών της τέχνης.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Δεχόταν ρόλους αδιακρίτως
Έπαιξε τον ομώνυμο ρόλο στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ζακ Ντεμί, «Λόλα», το 1961, υποδυόμενη μια γοητευτική αλλά όχι και τόσο φωτεινή χορεύτρια, η οποία χαρίζει ελεύθερα τη γοητεία της, ενώ η αγνή καρδιά της παραμένει πιστή στον πρώτο έρωτα που την άφησε έγκυο.
Η ταινία απέτυχε να βρει μεγάλο κοινό, ακόμη και στη Γαλλία, αλλά ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου Dilys Powell κατέκλυσε την Εμέ με υπερθετικά σχόλια για τον ρόλο της, εστιάζοντας στην «εξαίσια ερμηνεία της μια ζωογόνα, ηλεκτρική, ευάλωτη, εξαιρετικά αισθησιακή ύπαρξη».
Παρ’ όλο το ταλέντο της, φάνηκε να δέχεται ρόλους αδιακρίτως, από μια βαρετή και ανικανοποίητη καλλονή στην καλοδεχούμενη γαλλική κωμωδία «Ο Τζόκερ», του Φιλίπ Ντε Μπροκά, το 1960 μέχρι την ακολασία της βασίλισσας των Σοδόμων στο αναιμικό βιβλικό θέαμα «Σόδομα και Γόμορρα», του Ρόμπερτ Όλντριτς, το 1962.
Δείτε το βίντεο
Μια βουβή σχέση
«Πραγματικά δεν μου αρέσει να δουλεύω», εξήγησε στην Copley News Service το 1967, προσθέτοντας: «Έχω κάνει κακές ταινίες όταν χρειαζόμουν χρήματα για να ζήσω καλά και να είμαι άνετα. Αλλά αν είμαι άνετη, δεν θα κάνω μια κακή ταινία για να πάρω περισσότερα χρήματα».
Ο Κλοντ Λελούς ήταν ένας ελάχιστα γνωστός σκηνοθέτης όταν γοήτευσε την Εμέ για να γυρίσει το «Ένας άντρας και μια γυναίκα», το 1966, μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού για την οποία κανείς -κυρίως ο σκηνοθέτης και η πρωταγωνίστριά του- δεν είχε καμία εμπορική προσδοκία.
Το ρομαντικό δράμα αφορούσε δύο χήρους γονείς, μια βοηθό στα κινηματογραφικά γυρίσματα (η Ανούκ Εμέ) και έναν οδηγό αγώνων αυτοκινήτου (ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν), οι οποίοι διεξάγουν μια σχεδόν βουβή σχέση με φόντο βόλτες στην παραλία στο ηλιοβασίλεμα και συναντήσεις που γυρίζονται μέσα από ομίχλη στα παρμπρίζ.
Υιοθέτησε το όνομα του χαρακτήρα της σε εκείνη την ταινία, Ανούκ, και σύντομα πρόσθεσε το Εμέ (που μεταφράζεται ως «αγαπημένη»)
Η Ανούκ Εμέ με τον Πιερ Μπαρού στα Όσκαρ το 1967
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Σνόμπαρε το Χόλιγουντ
Η ταινία ήταν μια απλή ιστορία αγάπης, που διηγούνταν με παραληρηματικά στροβιλισμένη κάμερα και μια αγιοποιημένη μουσική samba από τον Φρανσίς Λαι. Έγινε μια παγκόσμια επιτυχία, μια πολιτιστική λυδία λίθος και η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της καριέρας της ηθοποιού.
Παρόλο που η κριτική τη χλεύασε ως μελό, κέρδισε το μεγάλο βραβείο στις Κάννες και το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Η Ανούκ Εμέ ήταν υποψήφια για το Όσκαρ καλύτερης ηθοποιού, αλλά έχασε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;». Παρ’ όλα αυτά, το «Ένας άντρας και μια γυναίκα» έβαλε την Εμέ σε τροχιά προς το χολιγουντιανό στερέωμα, το οποίο σύντομα εγκατέλειψε.
Ζήτησε από τον ατζέντη της να την απομακρύνει από το ρομαντικό θρίλερ «Υπόθεση Τόμας Κράουν», το οποίο έγινε τεράστιο σουξέ με τον Στιβ Μακ Κουίν και τη Φέι Ντάναγουεϊ, ώστε να γυρίσει ένα φανταστικό δράμα με τίτλο «Μια Νύχτα ένα Τρένο», του 1968, με τον Αντρέ Ντελβό, έναν Βέλγο σκηνοθέτη που θαύμαζε. «Αρνήθηκα κάτι πολύ μεγάλο για να κάνω αυτή τη βελγική ταινία», δήλωσε αργότερα στον τηλεοπτικό παρουσιαστή Τσάρλι Ρόουζ. «Αλλά δεν το μετάνιωσα».
Η Μανουέλα Παπατάκη με τον πατέρα της, Νίκο
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Εμέ θα πει «αγαπημένη»
Η Nicole Françoise Florence Dreyfus γεννήθηκε στο Παρίσι στις 27 Απριλίου 1932. Ο πατέρας της, Henry Murray (πρώην Henri Dreyfus), ήταν ηθοποιός και παραγωγός και η μητέρα της, Geneviève Sorya, ήταν ηθοποιός.
Σπούδασε χορό στην Όπερα της Μασσαλίας και διακρίθηκε στην ιππασία σε σχολή στο Σάσεξ της Αγγλίας. Έκανε το ντεμπούτο της στην οθόνη όταν ο σκηνοθέτης Henri Calef την εντόπισε έξω από έναν κινηματογράφο και την προσέλαβε για έναν μικρό ρόλο στο ρομαντικό μελόδραμα «La maison sous la mer» («Το σπίτι κάτω από τη θάλασσα», 1947).
Υιοθέτησε το όνομα του χαρακτήρα της σε εκείνη την ταινία, Ανούκ, και σύντομα πρόσθεσε το Εμέ (που μεταφράζεται ως «αγαπημένη») μετά από πρόταση δύο πρώτων θαυμαστών της, του συγγραφέα-σκηνοθέτη Μαρσέλ Καρνέ και του ποιητή και σεναριογράφου Ζακ Πρεβέρ.
Οι γάμοι της με τον «αναρχικό κοσμοπολίτη» σκηνοθέτη Νίκο Παπατάκη, τον βιομήχανο Έντουαρντ Ζίμερμαν, τον ιδιοκτήτη νυχτερινών κέντρων στο Παρίσι, τον τραγουδοποιό Πιερ Μπαρού και τον Βρετανό ηθοποιό Άλμπερτ Φίνεϊ κατέληξαν σε διαζύγιο
Μαμά και κόρη, Ανούκ Εμέ και Μανουέλα Παπατάκη
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Το ενδιαφέρον της για την υποκριτική μειώθηκε μετά τη γέννηση της κόρης της
Ο Πρεβέρ της έγραψε έναν πρώιμο πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Οι εραστές της Βερόνας» (1949), για μια τραγική ερωτική σχέση που ανθίζει ανάμεσα σε δύο νέους σε ένα κινηματογραφικό πλατό (ο άλλος ήταν ο Σερζ Ρετζιανί) κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».
Η ταινία της έριξε τα φώτα της πρώτα αχνά φώτα της διασημότητας και την οδήγησε σε συμπρωταγωνιστικό ρόλο με τον Τρέβορ Χάουαρντ σε ένα βρετανικό αστυνομικό δράμα, τη «Χρυσή Σαλαμάνδρα» του 1950. Όμως το ενδιαφέρον της για την υποκριτική μειώθηκε μετά τη γέννηση της κόρης της, Μανουέλας Παπατάκη, το 1951.
Οι γάμοι της με τον «αναρχικό κοσμοπολίτη» σκηνοθέτη Νίκο Παπατάκη, τον βιομήχανο Έντουαρντ Ζίμερμαν, τον ιδιοκτήτη νυχτερινών κέντρων στο Παρίσι, τον τραγουδοποιό Πιερ Μπαρού και τον Βρετανό ηθοποιό Άλμπερτ Φίνεϊ κατέληξαν σε διαζύγιο. Η κόρη της, η οποία έκανε καριέρα μοντέλου, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, είχε γίνει ένα από τα λαμπερά πρωτοσέλιδα των εγχώριων περιοδικών της δεκαετίας του ‘80 όταν παντρεύτηκε τον ηθοποιό Μιχάλη Μανιάτη.
Με την Όντρεϊ Χέπμπορν το 1985
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«Για τον Φελίνι θα έκανα τα πάντα»
Η Ανούκ Εμέ θυμόταν την τηλεφωνική συνομιλία της με τον Φελίνι, ο οποίος την προσέγγισε για την Ντόλτσε Βίτα αφού είδε μια φωτογραφία της σε ένα περιοδικό: «Μοτ είπε, ‘Σου αρέσει ο ρόλος; Θέλεις το ρόλο; Ωραία. Αντίο».
Τον περιέγραψε ως μια ανεξιχνίαστη ιδιοφυΐα που έδινε ελάχιστες οδηγίες. «Η πρώτη εβδομάδα ήταν τρομερή» είπε στους Los Angeles Times. «Ήμουν φοβισμένη. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Αλλά ήταν ένας μάγος». Και πρόσθεσε: «Για τον Φελίνι θα έκανα τα πάντα. Μέχρι και τις βλεφαρίδες μου έκοψα γι’ αυτόν στο ‘8½’».
Αφού η Εμέ παντρεύτηκε τον Φίνεϊ, το 1970, είπε ότι σκόπευε να εγκαταλείψει την υποκριτική. Αλλά αγχώθηκε καθώς ο γάμος της άρχισε να καταρρέει. Ο βιογράφος του Φίνεϊ, ο Γκάμπριελ Χέρσμαν, σημείωσε ότι η μανία του ηθοποιού για τις γυναίκες και η βαριά κατανάλωση αλκοόλ, καθώς και οι ανασφάλειες και η πτητικότητα της Εμέ, ήταν σημαντικοί παράγοντες για την πτώση της σχέσης τους. Έζησε ένα love affair με τον Ράιαν Ο’Νιλ πριν επιστρέψει πιο ζωηρά στον κινηματογράφο, πάλι.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ζούσε για την αποπλάνηση
Κέρδισε το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στο Φεστιβάλ των Καννών για τη σκοτεινή κωμωδία «Ένα άλμα στο σκοτάδι» (1980), υποδυόμενη την ασταθή αδελφή ενός νευρικού νομικού (του Μισέλ Πικολί). Το 2002, της απονεμήθηκε τιμητικό Σεζάρ, το υψηλότερο κινηματογραφικό βραβείο της Γαλλίας, για το έργο της ζωής της.
Η κομψή εκλέπτυνσή της την έκανε μούσα του σχεδιαστή μόδας Emanuel Ungaro τη δεκαετία του 1980, και φωτογραφήθηκε από τον Αμερικανό φωτογράφο μόδας, Χερμπ Ριτς, το 1995 για μια διαφημιστική καμπάνια της Donna Karan.
«Την ημέρα που δεν θα αποπλανήσεις -δεν έχει να κάνει με το κρεβάτι ή τον έρωτα, αλλά με τη γοητεία- είσαι νεκρός», δήλωσε στην εφημερίδα Sydney Morning Herald. «Λατρεύω την κάμερα, τη λατρεύω, έχουμε μια έντονη σχέση. Αυτό είναι το σημείο όπου έρχεται η αποπλάνηση».
*Με στοιχεία από washingtonpost.com
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις