Τυπική περίπτωση «οργανικού διανοούμενου» του συντηρητικού χώρου υπήρξε ο Κ. Τσάτσος. Παρότι διέθετε αξιοζήλευτη και δυσεύρετη παιδεία, η πρωτοτυπία του έργου του δεν είναι ανάλογη αυτής. Θιασώτης του γερμανικού ιδεαλισμού, προσπάθησε να ερμηνεύσει διά τούτου την εξέλιξη του νεοελληνισμού.


Στον «Διάλογο για την ποίηση» με τον Γ. Σεφέρη, έθεσε ως κριτήριο της τέχνης την ελληνικότητα. Όμως, η έννοια την οποία επεξεργάστηκε δεν είχε καμία σχέση με τους καθημερινούς νεοέλληνες. Περισσότερο ανταποκρινόταν στην εικόνα που είχε για την Ελλάδα η ιδεοκρατούμενη Δύση. Έτσι, ενώ ο Γ. Σεφέρης αναφερόταν «στον καημό της Ρωμιοσύνης», ο Κ. Τσάτσος κατασκεύασε ένα προκρούστειο σχήμα, ώστε να πείσει ότι η Ελλάδα και πνευματικά ανήκει στην Δύση. Ό,τι έρχεται από την Ανατολή, για τον Τσάτσο, είναι καταδικαστέο, ακόμη και αν πρόκειται για τον Ντοστογιέφσκυ. Υπήρξε αντιμοντερνιστής, διότι μονότροπα αρνείται οποιαδήποτε έστω επαφή με τον υπερρεαλισμό ή τον υπαρξισμό, και αντιπαραδοσιακός, διότι αντιμετώπισε την παράδοση τελείως εξωτερικά. Έγραψε: «Δεν χρειαζόμαστε ήρωες σαν του Ντοστογιέφσκυ ή του Γκόρκυ ή του Αντρέιεφ, παρ’ όλη τους την ασύγκριτη ηθική ωραιότητα. Ρωμαίους συγκλητικούς χρειαζόμαστε και Αθηναίους πολίτες σαν εκείνους που εχάραξε ες αεί ο Επιτάφιος του Θουκυδίδη» («Ελληνική Πορεία», εκδόσεις Εστία, σ. 42).


Θεωρεί τον κομμουνισμό ότι ξεπήδησε από τον ρομαντισμό των Γερμανών, του Ντοστογιέφσκυ ή του Τολστόη. Βεβαίως, είναι περίεργο πως χωρά η ανατολική ορθοδοξία μέσα στην ιδεοκρατία και στον ρωμαϊκό δικανισμό του.

Ο Τσάτσος ταυτίστηκε με το μετεμφυλιακό κράτος και προσπάθησε να το στηρίξει θεωρητικά. Αλησμόνητη υπήρξε η απαγόρευση της παράστασης «Όρνιθες» από τον Κ. Κουν, διότι δεν συμφωνούσε με τα γερμανικά ακαδημαϊκά πρότυπα. Ταύτισε δε την αριστερά με το σλαυϊκό πνεύμα, αν και τούτο αναπτύχθηκε στα πνευματικά εδάφη της ανατολικής χριστιανοσύνης. Πράγματι, κράτησε κριτικές αποστάσεις από τον καπιταλισμό σαν τυπικός συντηρητικός.


Ο Κ. Τσάτσος υπήρξε δυτικο-κεντρικός. Χωρίς μάλιστα να δείξει το ίδιο ενδιαφέρον για όλες τις πλευρές της Ευρώπης. Έρχεται στην Ελλάδα βλέποντας τους Ρωμιούς με καχυποψία, όπως έκανε κάθε φιλόδοξος δυτικοσπουδαγμένος νέος από την εποχή του Κοραή, και γίνεται ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της δεξιάς ιδεολογίας.


Η παράταξή του τον τίμησε πολλαπλώς. Το έργο του, ογκώδες, δεν βρήκε διαδόχους, διότι ο νεοφιλελευθερισμός που διαδέχθηκε τον συντηρητισμό έχει πολύ περισσότερο περιορισμένα ενδιαφέροντα. Όμως, αυτό που απουσίασε απο το έργο του είναι το βαθύ άγγιγμα της νεοελληνικής ζωής, το περίσσευμα εμπειρίας που αισθανόμαστε να δονεί τα κείμενα του Παπαδιαμάντη ή του Σεφέρη ή του Ρίτσου ή του Καπετανάκη, και το οποίο σπανιότατα, δυστυχώς, συναντούμε σε γραπτά ακαδημαϊκών.

*Κριτικό κείμενο του οικονομολόγου Σπύρου Α. Κουτρούλη για τον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Έφερε τον τίτλο «Η ελληνικότητα ενάντια στην Ρωμιοσύνη» και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Νέα Κοινωνιολογία» το φθινόπωρο του 1997 (τεύχος 24).

Ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος (1899-1987) υπήρξε διαπρεπής νομικός, φιλόσοφος, συγγραφέας και πολιτικός ανήρ.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.6.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ως κορυφαίος διανοούμενος και υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ιδέας, ο Τσάτσος συνέγραψε πλήθος επιστημονικών πραγματειών, νομικών και φιλοσοφικών συγγραμμάτων, καθώς και λογοτεχνικών έργων.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 20.6.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στις 19 Ιουνίου 1975, ημέρα Πέμπτη, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εξελέγη από τη Βουλή Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, με 210 ψήφους επί 295 παρόντων βουλευτών (65 ψήφοι δόθηκαν στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και 20 ψηφοδέλτια βρέθηκαν λευκά). Διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας έως το Μάιο του 1980.

Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος διά χειρός Μιχάλη Βαφειάδη (πηγή: «Ταχυδρόμος», 1.12.1988).