Σήμερα συμπληρώνονται 12 χρόνια από το θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ στην εκλογική αναμέτρηση του 2009.

Στις 4 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς ο Γιώργος Παπανδρέου είχε αποσπάσει το 43,92% (!) των ψήφων, είχε κατατροπώσει τον τελούντα ήδη υπό κατάρρευση Κώστα Καραμανλή και είχε στείλει στα έδρανα της αντιπολίτευσης τη ΝΔ, η οποία γιόρταζε μάλιστα εκείνη την ημέρα τα 35α γενέθλιά της.

Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε άραγε να φανταστεί το πώς θα εξελίσσονταν έκτοτε τα πράγματα για τον έναν εκ των δύο κυρίαρχων κομματικών σχηματισμών της Μεταπολίτευσης;

Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει την εκλογική καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ, την ουσιαστική εξαΰλωσή του ως κόμματος εξουσίας, και μάλιστα σε μια περίοδο κατά την οποία ο μεγάλος αντίπαλός του κατόρθωσε να ανασυνταχθεί μετά την καταιγίδα των μνημονίων και να επανέλθει πανηγυρικά στην εξουσία;

Ασφαλώς, η ερμηνεία τής εκ διαμέτρου αντίθετης πορείας των δύο κομμάτων που κυβέρνησαν σχεδόν εξ ολοκλήρου τη χώρα από το 1974 έως το 2015 δεν είναι ένα ζήτημα που ανάγεται στη σφαίρα της μεταφυσικής.

Τουναντίον, υπάρχουν —κατά την άποψή μου— συγκεκριμένοι λόγοι για την υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ σε μονοψήφια εκλογικά ποσοστά μετά το 2015, για τη μετατροπή του σε ένα κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης με πολύ περιορισμένη δυναμική.

Κατ’ αρχάς, το ΠΑΣΟΚ θεωρήθηκε —και εξακολουθεί να θεωρείται— από τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων και των Ελληνίδων υπεύθυνο για τη λαίλαπα των μνημονίων σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τη ΝΔ. Το εάν αυτό ανταποκρίνεται ή όχι στην πραγματικότητα είναι ένα άλλης τάξεως ζήτημα, που δεν είναι δυνατόν να αναλυθεί στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Το βέβαιο όμως είναι ότι η εδραία αυτή πεποίθηση προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό την εκλογική συντριβή τού πάλαι ποτέ κραταιού Κινήματος.

Κατά δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ υπήρξε κατ’ ουσίαν ένα προσωποπαγές κόμμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με την προσωπικότητα και την ακτινοβολία του Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι πανθομολογούμενο ότι ουδείς από τους διαδόχους του κατάφερε να εκφράσει και να εμπνεύσει το περίφημο «όλον ΠΑΣΟΚ» με τον τρόπο που το έκανε ο γεννήτοράς του: ούτε ο Κώστας Σημίτης, που κυβέρνησε τη χώρα επί δύο τετραετίες αξιοποιώντας στην πραγματικότητα παγιωμένους μηχανισμούς πολιτικοοικονομικής εξουσίας και –κυρίως— την πολιτική κληρονομιά του Ανδρέα, ούτε ο ίδιος ο γιος του ιδρυτή του Κινήματος, μολονότι είχε το προνόμιο να φέρει το όνομά του, ούτε πολύ περισσότερο ο Ευάγγελος Βενιζέλος και η Φώφη Γεννηματά σε χαλεπούς —είναι η αλήθεια— για τη χώρα και το Κίνημα καιρούς.

Πέραν τούτων, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε σε πλήρη αμηχανία την προηγούμενη δεκαετία, όταν τα οικονομικά δεδομένα στη χώρα μας άλλαξαν άρδην. Και τούτο, διότι η δραματική αυτή μεταβολή των οικονομικών δεικτών κατέστησε αδήριτη ανάγκη την εγκατάλειψη του πασοκικού —για να είμαστε δίκαιοι, και νεοδημοκρατικού σε μεγάλο βαθμό— μοντέλου για τη νομή της εξουσίας, τις πελατειακές σχέσεις, την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα κ.λπ. Από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να προσαρμοστεί εγκαίρως στα νέα δεδομένα και να διατυπώσει ένα πειστικό εναλλακτικό σχέδιο για τη διακυβέρνηση της χώρας, η ταχεία συρρίκνωσή του ήταν μια αναπόδραστη συνέπεια.

Τέλος, στην εκλογική και δημοσκοπική απίσχνανση του ΠΑΣΟΚ έχει συντελέσει, όπως φανερώνουν όλες ανεξαιρέτως οι έρευνες της κοινής γνώμης, και η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο πρωθυπουργός, με το μετριοπαθή λόγο του και τα συνεχή ανοίγματά του προς όμορους πολιτικούς χώρους, έχει καταφέρει να προσεταιριστεί πολιτικά στελέχη και απλούς πολίτες που παραδοσιακά ανήκαν στο ΠΑΣΟΚ. Η κυριαρχία Μητσοτάκη στη λεγόμενη μεσαία τάξη, που αποτελούσε διαχρονικά τη ραχοκοκαλιά του ΠΑΣΟΚ, καθώς και στους κεντρογενείς ψηφοφόρους, στερεί από το Κίνημα το ζωτικό χώρο του, το οξυγόνο που του είναι απαραίτητο, ώστε να λυτρωθεί από την πολιτική ασφυξία των τελευταίων ετών.

Άρθρο του υπογράφοντος, δημοσιευθέν στο in στις 4 Οκτωβρίου 2021.


[…] Ένα άλλο σημείο που αξίζει εν προκειμένω να αναφερθεί είναι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ως ηγέτης κόμματος και πρωθυπουργός όχι μόνο είχε εξουσίες χωρίς προηγούμενο, αλλά επίσης βρέθηκε σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον που του παρείχε σημαντικές ευκαιρίες για ριζικές μεταρρυθμίσεις – ιδιαίτερα στον τομέα της δημόσιας διοίκησης και της κομματικής πολιτικής. Πράγματι, αν στον οικονομικό τομέα το πεδίο ελιγμών του Παπανδρέου ήταν κάπως περιορισμένο εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που ακολούθησε το 1974, στον τομέα της πολιτικής οργάνωσης βρέθηκε σε μια στρατηγική και εξαιρετικά εύπλαστη κατάσταση που έμοιαζε πολύ με εκείνη του Βενιζέλου στον Μεσοπόλεμο.

[…]

Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ βλέπουμε και πάλι μια εκ θεμελίων ανανέωση προσώπων στο πολιτικό προσκήνιο και μια αξιοσημείωτη μετάβαση προς μαζικά κόμματα με ακόμη ευρύτερη βάση. Μέσα σε αυτό το ραγδαία μεταβαλλόμενο διαρθρωτικό πλαίσιο, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως παντοδύναμος ηγέτης του πρώτου μη κομμουνιστικού μαζικού κόμματος στην Ελλάδα, είχε τη δυνατότητα να αναδιαμορφώσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα καταπολεμώντας τα προδικτατορικά πελατειακά/ρουσφετολογικά χαρακτηριστικά του και θεσμοθετώντας μια μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μέσα στην οποία τα κόμματα θα μπορούσαν να υιοθετήσουν πολιτικές και αρχές οργάνωσης ίσης αντιμετώπισης των πολιτών και η κρατική μηχανή θα μπορούσε να γίνει λιγότερο πολιτικοποιημένη, δεσποτική και διεφθαρμένη.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου όχι μόνο δεν κατόρθωσε να αρπάξει αυτή την ευκαιρία, αλλά, αντιθέτως, φρόντισε ώστε το μετασχηματισμένο πολιτικό σύστημα να διατηρήσει, σε οξύτερη μορφή, ορισμένα από τα χειρότερα χαρακτηριστικά του προδικτατορικού πολιτικού τοπίου. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο η δημόσια διοίκηση έγινε περισσότερο παρασιτική, πολιτικοποιημένη και διεφθαρμένη, αλλά επίσης το παραδοσιακό ρουσφέτι που βασιζόταν στους τοπικούς πάτρωνες αντικαταστάθηκε από μια πιο συγκεντρωτική και λαϊκιστική μορφή πατρωνείας που βασιζόταν στα κομματικά στελέχη τα οποία αντλούσαν τη δύναμή τους από το χάρισμα του ηγέτη.

Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την πρόθεση να καταργήσει το πλουραλιστικό κοινοβουλευτικό σύστημα και να εγκαθιδρύσει στη χώρα κάποιας μορφής δικτατορία βοναπαρτικού τύπου, όπως συχνά ισχυρίζονταν οι δεξιοί επικριτές του. Νομίζω ότι ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου ούτε οι στενοί συνεργάτες του είχαν σοβαρά διανοηθεί κάτι τέτοιο […].

Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Ανδρέας Παπανδρέου υιοθέτησε την κλασική παράδοση των ελλήνων πολιτικών που θέλει να θυσιάζονται τα πάντα στον βωμό της πολιτικής επιβίωσης και των στενών κομματικών συμφερόντων. Με δεδομένες τις χωρίς προηγούμενο εξουσίες του, χρησιμοποίησε τη μαζική οργάνωση του κόμματός του κατά τέτοιον τρόπο που η μετάβαση στη μαζική πολιτική χαρακτηρίστηκε από μια περισσότερο διεφθαρμένη και δεσποτική κρατική μηχανή και από κόμματα που αντικατέστησαν το αποκεντρωμένο πελατειακό σύστημα με μια συγκεντρωτικότερη και μαζικότερη πατρωνεία. Με άλλη ορολογία, την αναπόφευκτη μετάβαση προς τη μαζική πολιτική χαρακτήρισε η μεταστροφή από πελατειακές σε λαϊκιστικές μορφές ρουσφετολογικών πρακτικών. Υπ’ αυτή την έννοια, χάθηκε η ευκαιρία για πραγματικό εκσυγχρονισμό «δυτικού τύπου».

Θα μπορούσε βεβαίως να υποστηρίξει κανείς ότι, αν ο Ανδρέας Παπανδρέου απέτυχε να μεταστρέψει το ελληνικό πολιτικό σύστημα από ρουσφετολογικές (particularistic) προς περισσότερο καθολικές (universalistic) μορφές οργάνωσης, το ίδιο είχε συμβεί με τον Βενιζέλο στον Μεσοπόλεμο. Η διαφορά όμως έγκειται στο ότι ο δεύτερος, στην προσπάθειά του να εκσυγχρονίσει/εκδυτικοποιήσει το φιλελεύθερο κόμμα του και γενικότερα το κομματικό σύστημα, συνάντησε την πείσμονα αντίδραση ισχυρών τοπικών προυχόντων, τους οποίους δεν μπορούσε να αγνοήσει ή να παρακάμψει. Αντίθετα, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε σοβαρή αντίδραση από τα στελέχη του και υπ’ αυτή την έννοια είχε πολύ ευρύτερο πεδίο ελιγμών. Με άλλα λόγια, το κύριο εμπόδιο στον πολιτισμό εκσυγχρονισμό ήταν ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πράγματι ποτέ δεν προσπάθησε σοβαρά να ορθολογικοποιήσει το κράτος ή να μειώσει τα ρουσφετολογικά χαρακτηριστικά του κομματικού συστήματος.

Αποσπάσματα από άρθρο που έφερε τον τίτλο «Ανδρέας Παπανδρέου: Η ανατομία μιας αποτυχίας» και είχε δημοσιευτεί στο in στις 23 Ιουνίου 2022.

Το κείμενο, που είχε συνταχθεί το 1993 από τον Νίκο Μουζέλη, ομότιμο καθηγητή Κοινωνιολογίας LSE και συγγραφέα, ήταν —κατά τη διατύπωση του ιδίου— μια «ψυχρή» ανάλυση της οκταετίας της σοσιαλιστικής διακυβέρνησης τη δεκαετία του ’80.


Θανάσης Λάλας: Η εφηβεία της δημοκρατίας μας ήταν το ΠΑΣΟΚ του ’81;

Θεόδωρος Πάγκαλος: Ναι, αποτέλεσε ο Παπανδρέου ένα είδος εφηβείας. Και όταν λέω εφηβεία, εννοώ αυτό που παθαίνει κανείς στην εφηβεία…

Θ. Λ.: Τι παθαίνει κανείς στην εφηβεία;

Θ. Π.: Στην αρχή νομίζεις ότι έχεις μπροστά σου, ας πούμε, τρεις, τέσσερις, δέκα δρόμους, για να πούμε έναν μετριοπαθή αριθμό… Ως συνήθως λοιπόν κάθε έφηβος θέλει να κάνει κάτι πολύ καλό επαγγελματικά, να του δώσει φήμη και δόξα, να ζήσει περιπέτειες, καλή ζωή, με γυναίκες πολλές και άντρες αντιστοίχως. Η εφηβεία επομένως είναι ένα δέντρο με πολλά κλαδιά που όλα οδηγούν στο όνειρο. Αρχίζουμε λοιπόν και κλαδεύουμε, κλαδεύουμε κλαδιά, ώσπου να μείνουν δύο δρόμοι, δύο κλαδιά, όπου μπορούμε ανεμπόδιστα να σκαρφαλώσουμε και να φτάσουμε στο όνειρο, στην κορυφή! Αυτό τελικά είναι η ζωή… Η ζωή δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε ονειρεύεσαι, αλλά κάτι συγκεκριμένο, το εξής «ένα»! Εγώ λοιπόν νομίζω ότι το ’81, όταν ήρθε το έτερον ήμισυ του ελληνικού λαού στην εξουσία, που ήταν χρόνια στο περιθώριο, πέρασε ένα πρώτο στάδιο εφηβείας ως το 1985, όπου ονειρευόταν τα πάντα, ήθελε να αλλάξει τα πάντα, να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα! Είμαι από αυτούς που θεωρούν ότι ο Παπανδρέου το ’81 πραγματικά πίστευε ότι στην Ελλάδα θα δημιουργούσαμε μια πρωτόγνωρη εμπειρία, πρωτοφανή παγκοσμίως, όπου θα γίνονταν ουσιαστικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, θα άλλαζε η νοοτροπία των ανθρώπων και από εκλογική αναμέτρηση σε εκλογική αναμέτρηση ο νέος άνθρωπος θα ψήφιζε να μην αυξηθεί το ατομικό του εισόδημα, αλλά να αυξηθούν οι κοινωνικές παροχές… (γέλια).

Θ. Λ.: Πίστευε δηλαδή ο Ανδρέας Παπανδρέου στην «ουτοπία»;

Θ. Π.: Εγώ νομίζω ναι… Πίστευε στην ουτοπία ειλικρινά. Δηλαδή κάπου ήθελε να κάνει μια σοσιαλιστική επανάσταση μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Αυτό βέβαια δεν είχε γίνει πουθενά ως τότε…

Θ. Λ.: Τι είναι αυτό που κάνει έναν έξυπνο άνθρωπο, όπως ήταν αναμφίβολα ο Ανδρέας Παπανδρέου, να πιστεύει σ’ αυτή την ουτοπία; Η ουτοπία να γίνεται γι’ αυτόν πίστη;

Θ. Π.: Κι εγώ το πίστευα τότε… Βέβαια πίστευα ότι μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά διατηρώντας και κάποιες αμφιβολίες. Ο Παπανδρέου ήταν…

Θ. Λ.: …απόλυτος!

Θ. Π.: Όχι ακριβώς. Δεν έκανε δεύτερες σκέψεις όπως εγώ. Εγώ είχα περάσει την κομμουνιστική εμπειρία, είχα προσγειωθεί στην πραγματικότητα έχοντας σχέσεις με τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού τότε, αλλά, παρ’ όλα αυτά, στις καλές μου στιγμές, όταν ήθελα να νιώσω ευτυχής, πίστευα ό,τι πίστευε και ο Παπανδρέου.

Θ. Λ.: Πότε αρχίσατε να νιώθετε ότι όλα αυτά ήταν μια ουτοπία, ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θα γινόταν;

Θ. Π.: Όταν πήραμε την εξουσία το ’81. Πέσαμε μέσα στον ωκεανό της ελληνικής πραγματικότητας. Ρουσφέτια, μικροσυμφέροντα, συντεχνίες… Τίποτε το ιδιαίτερο, απλώς όλα αυτά που συγκροτούν την πραγματικότητα. Δεν είναι αποκρουστική η ελληνική πραγματικότητα, απλώς είναι σκληρή, όπως κάθε φορά η πραγματικότητα. Εμείς κάναμε προσπάθειες τότε να δώσουμε, για παράδειγμα, δύο επιχειρήσεις στους εργαζομένους, να δώσουμε τη δυνατότητα μιας αυτοδιαχείρισης, με διευθυντικά στελέχη που όριζε το κράτος, αλλά που στην πραγματικότητα ήταν υπό τον έλεγχο των εργαζομένων. Τελικά οι εργαζόμενοι σκόρπισαν την επιχείρηση. Με άλλα λόγια, άρχισαν χωρίς έλεγχο να δίνουν στους εαυτούς τους υπερωρίες που δεν δούλευαν, σταμάτησαν να πηγαίνουν στην ώρα τους, έριξαν κάθετα την παραγωγικότητα. Τελικά τα διέλυσαν όλα… Λήστεψαν την ίδια τους την επιχείρηση, έκλεβαν την ίδια τους την τσέπη!

Θ. Λ.: Φοβερή απογοήτευση, ε;

Θ. Π.: Έτσι είναι τελικώς οι άνθρωποι… Το λάθος, το μεγαλύτερο λάθος, είναι να πιστέψεις ότι ο άνθρωπος αλλάζει… Δυστυχώς δεν αλλάζει ο άνθρωπος από τίποτε, ούτε από τους μεγάλους κοινωνικούς πειραματισμούς ούτε από τις επαναστάσεις! Και αν ο άνθρωπος αλλάζει, αν το δεχτούμε, αλλάζει με φοβερή καθυστέρηση σε σχέση με τα συντελεσθέντα γύρω του.

Θ. Λ.: Πείτε μου άλλο ένα συμπέρασμα στο οποίο έχετε καταλήξει από αυτή την εμπειρία σας με το ΠΑΣΟΚ κυβέρνηση το ’81.

Θ. Π.: Ο μέσος άνθρωπος σκέφτεται πάντα με όρους του παρελθόντος και όχι του μέλλοντος! Ο μέσος άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει άλμα στο μέλλον. Βλέπει το παρελθόν του μόνο και συγκρίνει το «τώρα» με το «χθες». Αυτή είναι η λειτουργία του!

Απόσπασμα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Θεόδωρος Πάγκαλος στον Θανάση Λάλα και στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 20 Απριλίου 1997.


Δύσπεπτη η αλήθεια σε μια κοινωνία ευεπίφορη στους μύθους και την ουτοπία, όπως είναι η ελληνική. Τι λέτε;