Μια θυμωμένη και κατακερματισμένη κοινωνία αναζητά μέλλον όχι απλώς αφήγημα
Το μεγάλο στοίχημα για τον δημοκρατικό χώρο είναι να μπορέσει να δώσει σε μια θυμωμένη και κατακερματισμένη κοινωνία μια αίσθηση καλύτερου μέλλοντος και προοπτικής
Μία από τις ενοχλητικές -σχεδόν υποτιμητικές για την πολιτική- έννοιες στο τρέχον πολιτικό λεξιλόγιο είναι αυτή του αφηγήματος, που υποτίθεται ότι πρέπει να προτείνουν τα κόμματα στην κοινωνία για να μπορέσουν να προσελκύσουν ψηφοφόρους.
Μόνο που εάν το καλοσκεφτούμε είναι σαν να λέμε ότι οι πολιτικοί πρέπει να πουν στους πολίτες μια ιστορία.
Και καταλαβαίνει εύκολα κανείς ότι με τη διήγηση μιας ιστορίας, ενίοτε ενός παραμυθιού, προφανώς και οι πολίτες ούτε θα εμπνευστούν, ούτε θα κινητοποιηθούν.
Γιατί οι πολίτες δεν είναι ανόητοι. Καταλαβαίνουν πότε αυτό που τους προτείνουν είναι απλώς ένα επικοινωνιακό τέχνασμα και πότε είναι κάτι ουσιαστικό.
Και αυτή τη στιγμή αυτό που τους λείπει είναι η ουσία.
Γι’ αυτό και όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε όλη την Ευρώπη βλέπουμε την ίδια κρίση της δημοκρατικής πολιτικής.
Γιατί οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν προτείνεται στην πραγματικότητα μια αξιόπιστη εναλλακτική.
Στην καλύτερη των περιπτώσεων αυτό που τους προτείνεται είναι μία ή δύο παραλλαγές του υπάρχοντος συστήματος, δηλαδή κόμματα που τους λένε «τα πράγματα επί της ουσίας θα μείνουν ως έχουν» και από εκεί και πέρα διάφορες παραλλαγές «ψήφου διαμαρτυρίας».
Άντε σε κάποιες χώρες με μακρά παράδοση πολυκομματικών κυβερνήσεων συνεργασίας να μπορούν να διαλέξουν και κάποιο κόμμα «ειδικού σκοπού» που θα εκπροσωπήσει κάποιο ιδιαίτερο αίτημα ή ζήτημα, από τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου, μέχρι τα δικαιώματα των ζώων.
Και γι’ αυτό σε όλη την Ευρώπη ο χώρος που περνάει κρίση είναι ο δημοκρατικός χώρος, αυτός που θα εκπροσωπούσε τη μεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώματα.
Γιατί τα κεντροδεξιά κόμματα, όπως και τα κόμματα του – ακραίου – Κέντρου, στην πραγματικότητα απλώς λένε να μην αλλάξουν τα πράγματα. Να διατηρηθεί το καθεστώς του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού». Γι’ αυτό και υποστηρίζουν ότι είναι τα «σταθερά χέρια στο τιμόνι» και οι δυνάμεις που «ξέρουν να κυβερνούν». Γιατί σε τελική ανάλυση πολιτική κάνει ο «αυτόματος πιλότος» των αγορών.
Όμως, αυτό που λείπει και το οποίο θα έδινε άλλη δυναμική στις δημοκρατικές διαδικασίες είναι ένας πολιτικός χώρος που θα έλεγε «τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς», να υπάρχει περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και ένα αίσθημα ασφάλειας.
Ωστόσο, έχουν αποτύχει σε αυτό οι δυνάμεις που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι σε θέση να προτείνουν μια δημοκρατική και προοδευτική εναλλακτική.
Γι’ αυτό σηκώνουν κεφάλι οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς, οι οποίες ενώ επίσης αυτό που πρεσβεύουν είναι «τα πράγματα να μείνουν ως έχουν», μπορούν ταυτόχρονα να προσφέρουν «εχθρούς» σε ένα κλίμα κοινωνικού κανιβαλισμού, στοχοποιώντας τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους «διαφορετικούς».
Όλα αυτά ισχύουν σε μεγάλο βαθμό και στη χώρα μας.
Γιατί εάν κοιτάξουμε προσεκτικά το κοινωνικό τοπίο, θα διαπιστώσουμε τα ακόλουθα: από τη μία υπάρχει μια ισχυρή μειοψηφία που επιθυμεί να μείνουν τα πράγματα ως έχουν γιατί πολύ απλά αισθάνεται καλά στη σημερινή συνθήκη.
Δεν λέω ότι δεν έχει παράπονα ή ότι είναι ευτυχισμένη, αλλά κρίνει ότι όντως τα πράγματα κινούνται στη σωστή κατεύθυνση.
Αυτή είναι σήμερα η κοινωνική βάση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριακού Μητσοτάκη.
Αποτελεί το ένα τρίτο της κοινωνίας και έχοντας μεγαλύτερη πολιτική αυτοπεποίθηση – αν και όχι τόσο μεγάλη αν κρίνουμε από τις ευρωεκλογές – μπορεί να είναι πολιτικά κυρίαρχη.
Αλλά δεν παύει να είναι η ισχυρή μειοψηφία του ενός τρίτου.
Γιατί υπάρχει και η υπόλοιπη κοινωνία. Και εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Εκεί βρίσκονται όλοι οι άνθρωποι για τους οποίους το γεγονός ότι η Ελλάδα, όπως υπολόγισε και το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, έχει σε μονάδες αγοραστικής δύναμης το χαμηλότερο μέσο ημερομίσθιο στην ΕΕ και τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του πραγματικού εισοδήματος στην Ευρώπη στην περίοδο 2019-2023 (-8,3%) δεν είναι απλώς ένα στατιστικό δεδομένο.
Είναι η οδυνηρή πραγματικότητα που βιώνουν. Και ενώ βγάζουν όντως περισσότερα χρήματα σε σχέση με προηγούμενα χρόνια ταυτόχρονα νιώθουν ότι οικονομικά δεν βγαίνουν. Ότι τα λεφτά τελειώνουν πριν τελειώσει ο μήνας. Ότι μπορεί να χρειαστεί να κάνουν λιγότερες διακοπές. Ότι το να περάσει το παιδί τους στο πανεπιστήμιο σε άλλη πόλη μπορεί να είναι οικονομικός εφιάλτης. Ότι τους διώχνουν από το σπίτι που νοικιάζουν γιατί δεν μπορούν να αντέξουν τα σημερινά ενοίκια.
Το αποτέλεσμα είναι αυτό το κομμάτι της κοινωνίας να ακούει διαρκώς για βελτίωση οικονομικών δεικτών και για «αναβάθμιση της Ελλάδας» από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, αλλά οι ίδιοι να μην βλέπουν πραγματική βελτίωση στη ζωή τους.
Και αυτά την ώρα που η ανασφάλεια εντείνεται και για σειρά άλλων λόγων. Γιατί βλέπουν την κλιματική καταστροφή να εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο. Γιατί καταλαβαίνουν ότι ο κόσμος γίνεται πιο διαιρεμένος και άρα ο πόλεμος προοπτική πιο πιθανή και κοντινή. Γιατί το πέρασμα από την «αναιμική ανάπτυξη» στην βαθιά κρίση κάποιες στιγμές είναι πολύ πιο γρήγορο από όσο φαντάζονται οι κυβερνήσεις.
Και μπορεί αυτή η κοινωνία σε κάποιες στιγμές να δείχνει ότι το μόνο που τη νοιάζει είναι να «περνάει καλά», εάν κανείς χαζέψει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όμως στην πραγματικότητα αυτό είναι απλώς ένας ψυχολογικός μηχανισμός άμυνας για την ανασφάλεια και την ανησυχία που τη διακατέχει.
Και γι’ αυτό όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε μια κοινωνία θυμωμένη. Με έναν θυμό βουβό αρκετές φορές που δεν ξέρεις πότε και πώς θα εκραγεί.
Όμως, είναι και μια κοινωνία κατακερματισμένη περισσότερο παρά ποτέ.
Το βλέπει κανείς και στις μετρήσεις της κοινής γνώμης, το διαπιστώνει και στα αποτελέσματα των εκλογών. Υπάρχει η αποχή, υπάρχει αριστερόστροφη διαμαρτυρία, υπάρχει και δεξιόστροφη, υπάρχουν τα κινήματα που επιμένουν, π.χ. της νεολαίας, υπάρχει και το «τίποτα δεν γίνεται».
Αυτός ο θυμός αυτή τη στιγμή παραμένει χωρίς εκπροσώπηση.
Και αυτό δεν είναι παράλογο: από τη φύση του ο θυμός δεν μπορεί εύκολα να συγκροτήσει σχέση εκπροσώπησης, γιατί του λείπει το θετικό στοιχείο, η άλλη προοπτική.
Και το 2010-12 η ελληνική κοινωνία ήταν εξαιρετικά οργισμένη. Μόνο που τότε μαζί με τον θυμό πίστεψε ότι μπορούσε να υπάρξει και προοπτική χωρίς μνημόνια. Υπήρξε δηλαδή και ελπίδα.
Αυτό σήμερα λείπει. Και αυτό είναι το μεγάλο έλλειμμα των κομμάτων που βρίσκονται στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο.
Γιατί το να κάνεις απλώς πολιτικό λόγο τη διαμαρτυρία των ανθρώπων, δεν σημαίνει ότι διαμορφώνεις μια εναλλακτική προοπτική.
Αυτό προϋποθέτει συλλογική σκέψη, μελέτη, γνώση, προτάσεις συγκεκριμένες και κυρίως εφικτές.
Και όταν λέω εφικτές, δεν εννοώ αλλαγές μικρής κλίμακας.
Μιλώ για μεγάλες ανατροπές, με σχέδιο όμως για το πώς θα γίνουν.
Πάνω από όλα με ένα σχέδιο για την αναδιανομή του πλούτου.
Γιατί κακά τα ψέματα: χωρίς αναδιανομή του πλούτου, βελτίωση της κατάστασης της μεγάλης πλειοψηφίας δεν θα έρθει.
Μόνο που αυτό θέλει σωστή επεξεργασία και στρατηγικό σχέδιο. Και σαφή απόδειξη ότι θα υπάρξει ένας τρόπος διακυβέρνησης που θα το κάνει πράξη.
Κοντολογίς όλα αυτά που σήμερα λείπουν από τα κόμματα του δημοκρατικού χώρου.
Και που δείχνουν ότι δεν χρειάζεται απλώς «ενότητα» ως άθροισμα, αλλά συνδιαμόρφωση ενός κοινού πεδίου που θα μπορεί να γεννά πολιτικές. Να προσελκύσει δυνάμεις από την έρευνα αλλά και την επιχειρηματικότητα, να αξιοποιήσει γνώση, να επεξεργαστεί τακτικές, να χτίσει μια άλλη διεκδικητική συνείδηση μέσα στην ίδια την κοινωνία, ώστε να πάψει να είναι η κοινωνία μειωμένων προσδοκιών που είναι σήμερα.
Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει ο δημοκρατικός χώρος να προσφέρει εναλλακτική και εφικτή πρόταση για ένα καλύτερο μέλλον, άρα μια πραγματική ελπίδα στην κοινωνία και όχι απλώς ένα προεκλογικό αφήγημα.
Και κάνοντας αυτό θα δίνει σχήμα και ενότητα στην κοινωνία, θα την κάνει πραγματικά κοινότητα και όχι σύνολο από μερικότητες. Γιατί σήμερα τα πράγματα είναι πιο κοντά σε αυτό που κυνικά έλεγε κάποτε η Θάτσερ: «δεν υπάρχει αυτό που λέγεται κοινωνία».
Γιατί μόνο σε μια τέτοια συνθήκη κοινού μέλλοντος μπορεί να ριζώσει, να βρει ακροατήριο, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει μια εναλλακτική δημοκρατική προοπτική.
Και αυτό σημαίνει ότι στις διεργασίες ανασύνθεσης του δημοκρατικού χώρου, που ήδη έχουν ξεκινήσει, ανεξαρτήτως των προθέσεων των όποιων επιτελείων, αυτό που θα μετρήσει θα είναι ακριβώς η πρόταση και ικανότητα όποιου τη διατυπώνει να δίνει εχέγγυα ότι μπορεί να την κάνει και κυβερνητική πράξη.
Και τότε ο κατάλογος των επιλογών περιορίζεται δραστικά…
- Συρία: Η Τουρκία θα κάνει «οτιδήποτε χρειαστεί» για την ασφάλειά της διαμηνύει ο Φιντάν
- Ντόναλντ Τραμπ: Διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
- Viral: Η μαγεία ήταν ο λόγος σύλληψης δύο ατόμων στη Ζάμπια – Τι ορίζει ο νόμος
- Μάλι: Περισσότεροι από 20 άμαχοι σκοτώθηκαν από τζιχαντιστές σε χωριά της περιφέρειας Μοπτί
- Συρία: Το Ιράν ζητά την διερεύνηση της δολοφονίας εργαζομένου στην πρεσβεία του στη Δαμασκό
- Νότια Αφρική: Σεισμός 5,3 Ρίχτερ έπιασε τους κατοίκους στον ύπνο – Αισθητός στο Κέιπ Τάουν