Μανόλης Αναγνωστάκης – Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ, το θέμα είναι τώρα τι λες
Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής που πίστευε βαθιά ότι «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις, να μην τις παίρνει ο άνεμος» κάποια στιγμή αναρωτήθηκε «τώρα τι λες;» ενώ γνώριζε καλά ότι και η σιωπή είναι μια μορφή έκφρασης.
«Αρνούμαι τον όρο “στρατευμένη τέχνη”» είχε δηλώσει ο Μανόλης Αναγνωστάκης στον συγγραφέα Κώστα Λογαρά, τον Απρίλιο του 1979, στην τελευταία του ραδιοφωνική συνέντευξη, στον Φάρο 9,85 της Πάτρας.
«Για μένα, φασιστικό είναι ένα πράγμα μονάχα, το να ταπεινώνεις τον άλλον. Ένας καλλιεργημένος άνθρωπος δεν είναι οπωσδήποτε ανώτερος από έναν λαϊκό άνθρωπο, ο οποίος έχει μια φυσική έμφυτη καλλιέργεια» είχε ξεκαθαρίσει τότε ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής, ενώ δυο χρόνια πριν, την Τετάρτη 23 Μαρτίου 1977, στις 8 μ.μ., στη σειρά των εκδηλώσεων «Συζητήσεις με λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης», ο Μάριο Βίττι, ο Ιταλός ερευνητής της νέας ελληνικής φιλολογίας, παρουσίασε τον Μανόλη Αναγνωστάκη, στην παλιά αίθουσα της Τέχνης, της οδού Κομνηνών –ο ποιητής είχε παραμείνει απολύτως πιστός στις θέσεις του.
«Δε συμπαθώ καθόλου τον Μπρεχτ»
Στο αφιέρωμα «Μανόλης Αναγνωστάκης» του περιοδικού Αντί το 1993, ο Μάριο Βίττι αναφέρθηκε σ’ εκείνη την ομιλία του στη Θεσσαλονίκη κι έδωσε κάποιες διευκρινίσεις. Ακούγοντας τη μαγνητοταινία της εκδήλωσης που του παρέδωσε ο Μωρίς Σαλτιέλ, διαπίστωσε ότι κάπως ενοχλήθηκε ο Αναγνωστάκης με ορισμένες συσχετίσεις.
Συγκεκριμένα, για τις συγγένειες με τον Μπρεχτ, ο ποιητής αντέτεινε: «Δε συμπαθώ καθόλου τον Μπρεχτ». Και σχετικά με το χαρακτηρισμό που του αποδιδόταν διευκρίνισε ρητά: «Η ποίησή μου ποτέ δεν υπήρξε στρατευμένη».
Επειδή το θέμα συζητιόταν πολύ τότε, ο Μανόλης Αναγνωστάκης επέμεινε στη βασική του αντίρρηση: «Δεν αποδέχομαι σε καμιά περίπτωση την έννοια στρατευμένος. Ο όρος έχει μέσα του κάτι το καταπιεστικό, το υποχρεωτικό, το αγκαζάρισμα, έναν προγραμματισμό, ότι δηλαδή κάτι γράφεται κατόπιν εντολής ή οδηγίας ή ντιρεκτίβας. Αυτό το πράγμα δεν ισχύει σε καμιά περίπτωση για μένα. Άλλωστε, έχω γράψει τόσο λίγα ποιήματα ενώ υπήρχαν τόσο πολλές ευκαιρίες. Πάντως, απορώ γιατί ένας που ειλικρινώς κατέχεται από το πάθος των ιδεών και το πάθος της πολιτικής δεν αποτελεί μέρος αλλά είναι η ζωή του η ίδια, γιατί ο άνθρωπος αυτός να θεωρηθεί υποτιμητικά στρατευμένος».
«Γράφω ποιήματα άνετα και αναπαυτικά για όλες τις λογοκρισίες. Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σαπίλα ή καθάρματα ή πουλημένοι»
«Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω τι θα πει ερασιτεχνία όταν μιλάμε για ποίηση»
«Μέσα σε αυτό το βιβλίο μου υπάρχουν όλα κι όλα 88 ποιήματα» θα σχολιάσει ο ίδιος ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην εκπομπή της ΕΡΤ «Παρασκήνιο» το 1983. «Από το 1941 έως το 1971, δηλαδή μέσα σε ένα διάστημα τριάντα χρόνων. Αν προσθέσουμε και μερικά ποιήματα που έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά, ο αριθμός μόλις και μετά βίας γίνεται 100 ποιήματα. Είναι πολύ λίγα. Τι είναι αυτό τώρα; Ερασιτεχνία είναι;» αναρωτιέται ο ίδιος ο ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς on camera.
«Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω τι θα πει ερασιτεχνία όταν μιλάμε για ποίηση» θα υπερθεματίζει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο οποίος δε δέχτηκε, όπως φαίνεται, καμία ταμπέλα, καμία κατηγοριοποίηση, ήταν λεύτερος.
«Γράφω ποιήματα άνετα και αναπαυτικά για όλες τις λογοκρισίες. Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σαπίλα ή καθάρματα ή πουλημένοι. Εκλέγω σε πάσα περίπτωση την αρμοδιότερη λέξη. Αυτή που λέμε ποιητική: στιλπνή, παρθενική, ιδεατώς ωραία» περιγράφει με νοήματα την υψηλή αισθητική της ύπαρξής του, ενώ πίστευε βαθιά ότι «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος».
«Ειλικρινά θαυμάζω και σέβομαι τους πολυγράφους ποιητές, τους χαλκέντερους, τους αφοσιωμένους στην ποίηση, αυτούς που όλα θέλουν να τα κάνουν ποίηση, αλλά ομολογώ ότι κάπου δεν με συγκινούν. Όχι επειδή δεν πιστεύω ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν ποίηση, δεν υπάρχουν ποιητικά και αντιποιητικά θέματα, αλλά δεν πιστεύω ότι ο ποιητής μπορεί να συγκινείται εξίσου απ’ όλα» ξεκαθαρίζει ο ποιητής.
«Όταν αρχίσαμε ορισμένοι νέοι να ενδιαφερόμαστε για τη λογοτεχνία και για την τέχνη γενικότερα η Θεσσαλονίκη ήταν πραγματικά μια έρημη χώρα»
«Θεωρώ τον εαυτό μου και μια παρέα φίλων μου ότι ευτυχήσαμε»
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 10 Μαρτίου του 1925, όπου σπούδασε ιατρική. Αδελφή του ήταν η θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη. Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, όπου σώζεται το σπίτι του πατέρα του Ανέστη και του θείου του Χρήστου, σπουδαίων Θεσσαλονικέων ιατρών, των οποίων ο πατέρας τους Εμμανουήλ Ανεστ. Αναγνωστάκης ήταν δάσκαλος Ρουστίκων και εισαγγελέας εφετών. Ο άλλος παππούς του Ιωάννης Κασιμάτης ήταν βουλευτής του Ελευθερίου Βενιζέλου.
«Όταν αρχίσαμε ορισμένοι νέοι να ενδιαφερόμαστε για τη λογοτεχνία και για την τέχνη γενικότερα, στο γυμνάσιο, λίγο πριν από τον πόλεμο, δηλαδή παιδιά ακόμα (1938, 1940), η Θεσσαλονίκη ήταν πραγματικά μια έρημη χώρα» θα πει ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε εκείνη την κουβέντα του με τον Μάριο Βίττι, το 1077, στη Θεσσαλονίκη.
«Όπως το γράφει ο Βαφόπουλος στην αυτοβιογραφία του, αν και γι’ αυτόν το 1940 δεν ήταν έρημη χώρα γιατί ήταν ήδη αρκετά μεγάλος και είχε προλάβει να συνδεθεί με ορισμένους κύκλους. Για μας τους πολύ νέους δεν υπήρχε άνθρωπος να καθίσουμε να συζητήσουμε, δεν υπήρχε τίποτα. Θεωρώ τον εαυτό μου και μια παρέα φίλων μου ότι ευτυχήσαμε, όντας μαθητές σ’ ένα σχολείο όπως το Πειραματικό τότε.
»Βρέθηκαν καθηγητές σαν τον Μπότσογλου, τον Μιχαλόπουλο, τον μακαρίτη Θέμελη, τον Γιάννη Αναστασιάδη. δεν ήταν όλοι τους φιλόλογοι αλλά είχαν μια τέτοια κουλτούρα, υπήρχε ένα τέτοιο πνευματικό κλίμα που ευνοούσε αντί για έκθεση να γράφουμε ένα ποίημα ή έναν θεατρικό διάλογο. Αυτή η ευνοϊκή κατάσταση παρουσιαζόταν μόνο στο Πειραματικό».
Δείτε απόσπασμα από την εκπομπή «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ, το 1983
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιουνίου 2005
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«Η διαμόρφωση του λεγόμενου κλίματος της Θεσσαλονίκης»
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Τη διετία 1943-1945 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Ξεκίνημα, που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
«Τι ερημιά υπήρχε από την πνευματική πλευρά στη Θεσσαλονίκη» συνεχίζει ο ποιητής στην ίδια κουβέντα με τον Βίττι, το 1977. « Μια διάλεξη, μια έκθεση ζωγραφικής ή μια παράσταση ήταν μεγάλο γεγονός που το συζητούσαμε 15-20 μέρες και προγραμματίζαμε πώς θα πάμε να την παρακολουθήσουμε στο θέατρο Διονύσια. Όλα αυτά έπαιζαν κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση του λεγόμενου κλίματος της Θεσσαλονίκης.
»Σε κάποια ενδοστρέφεια, σε μια απομόνωση από τον περίγυρο ο οποίος ήταν οπωσδήποτε σε χαμηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι ήταν στην Αθήνα ή σε μια πιο προηγμένη πόλη της Ευρώπης. Εγώ προσωπικά ήρθα σε πνευματική επαφή, κουβεντιάσαμε για ποιητές και συγγραφείς, δεκαοχτώ χρονών και πλέον, δηλαδή σε πολύ μεγάλη ηλικία».
«Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ΄ όνειρο / Όμως ποιος δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πλήγωσαν τα χρόνια μας»
Ανάμεσα στην ιατρική και την ποίηση -πάντα
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Ήταν ενταγμένος για κάποια χρόνια στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του, το 1968, εντάχθηκε στην πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού. Κατά την επταετή Χούντα ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση, ενώ το 1984 υπήρξε υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Ελληνικά, Διάλογος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Ο Αιώνας μας και Θούριος, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων.
Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού, Η Συνέχεια (1973).
Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ΄ όνειρο / Όμως ποιος δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πλήγωσαν τα χρόνια μας / Ποιος δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο / Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους / όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ΄ άναμμα της σάρκας /Ξέρεις πια πως ξεχάσαμε τ΄ αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους / Ξέρεις πως θά ΄ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας / Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας νά ΄ναι κανείς ν΄ ακούσει την αγωνία της φωνής μας / Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούργια, κι όμως γιατί ν΄ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία; Και μένουμε δυο νικημένοι μ΄ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα. (Εποχές, 1945)
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Αντί επιλόγου
«Και η σιωπή ορισμένες φορές και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι κι αυτή μια έκφραση» επισήμανε ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην εκπομπή «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ, το 1983. Κάτι που επιβεβαίωσε και με το τόσο μεστό και νομοτελειακό ποίημά του, «Στόχος» του 1970.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις