Ένας μύθος ξεκάθαρα ελληνικός είναι αυτός της Σοφίας Θανοπούλου. Ταλαντούχα, εργατική, χαρισματική προσωπικότητα, σπάνια καλλιτεχνική φύση και άνθρωπος ιδιαίτερης ευαισθησίας και ήθους, όπως αποκαλύπτεται μέσα από τα ημερολόγια που άφησε πίσω της –αποσπάσματα από τα οποία συγκεντρώθηκαν το 2005 στην ειδική έκδοση με αφορμή την έκθεση που είχε αφιερώσει σε εκείνη το Μουσείο Μπενάκη– ταυτίστηκε με τη χρυσή εποχή της Μυκόνου.

Η Σοφία Θανοπούλου με μια από τις χαρακτηριστικές της δημιουργίες.

Έγινε γνωστή ανά την υφήλιο χάρη στις μαγικές δημιουργίες της, που ενθουσίασαν τα μέλη του διεθνούς jet set, την Τζάκι Κένεντι, την Μπεγκούμ Αγά Χαν και ιερά τέρατα της Τέχνης όπως ο Μoρίς Μπεζάρ, η Μαργκό Φοντέιν ή ο Γιάννης Τσαρούχης…

Σχεδιάζοντάς τα περίφημα κοσμήματα της.

«Κάθε μαντίλα, κάθε εσάρπα, κάθε μπλούζα, κάθε τσάντα, κάθε κολιέ, κάθε καρφίτσα ή δαχτυλίδι είναι ένα έργο τέχνης βγαλμένο από τα χέρια της με υλικά του τόπου, χάνδρες, κοχύλια, βότσαλα πολύτιμα, κοράλλια, ιππόκαμπους, πράγματα μοναδικά, λαμπερά, εντυπωσιακά, πολύτιμα, μπαρόκ και τόσο θεατρικά, που θα τα ζήλευε και ένας Κοκτό, αλλά όχι αυθαίρετα. Πάντα εμπνευσμένα από την παράδοση της λαϊκής Τέχνης κα με το πιο λεπτό γούστο, άξια να στολίσουν και τις μεγαλύτερες βιτρίνες του Παρισιού».

Έτσι συνοψίζει μέσα σε λίγες γραμμές ο Γάλλος ακαδημαϊκός Τιερί Μολνιέ το έργο που άφησε πίσω της η δημιουργός.
«Στην Αθήνα, όσον αφορά τη ζωγραφική, εγώ είμαι ο μεγάλος καλλιτέχνης, μα σε αυτό που κάνετε εσείς, δεν υπάρχει ισάξιός σας», της είχε πει κάποτε ο Γιάννης Τσαρούχης…

Η Σοφία Θανοπούλου γεννήθηκε στο Ροστόβ της Ρωσίας το 1908. Ο πατέρας της ήταν έμπορος σιτηρών, η μητέρα της, Μαρουλίνα, είχε καταγωγή από τη Μύκονο.

Η οικογένεια άφησε τη Ρωσία λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση και βρέθηκε στον Πειραιά, στην Τερψιθέα. Η Σοφία Θανοπούλου πέρασε τα παιδικά της καλοκαίρια στην Αίγινα, τη Μύκονο και στην ακτή της Καστέλας, βουτώντας στο βυθό και θαυμάζοντας την ομορφιά του, που τόσο θα την επηρέαζε όταν δεκαετίες αργότερα θα καταπιανόταν με το κόσμημα.

Παντρεύτηκε τον Φώτη Ισαακίδη και απέκτησαν μια κόρη, τη Μαρλένα, ο γάμος όμως κατέληξε σε διαζύγιο το 1940. Έτσι, μεγάλωσε μόνη την κόρη της, ενώ τα χρόνια της Κατοχής και αυτά που ακολούθησαν ήταν ιδιαίτερα σκληρά, γεμάτα στερήσεις, τις οποίες η Σοφία Θανοπούλου ξεπέρασε με εργατικότητα, στωικότητα και αξιοπρέπεια. Άρχισε να φτιάχνει παπούτσια, πρώτα για την ίδια και ύστερα…

«Μια μέρα, εξαντλημένη, αδέκαρη και απελπισμένη, χωρίς τίποτα να έχω σκεφτεί προηγουμένως», γράφει, «τα βήματά μου με οδήγησαν στην οδό Κριεζώτου, στην πόρτα του καταστήματος της Νίνα Πέιν. Δεν τη γνώριζα προσωπικά. Δεν ξέρω τι με έσπρωξε και πού βρήκα το θάρρος, αλλά έβγαλα από το ταγάρι μου ένα ζευγάρι παντόφλες που είχα φτιάξει σε βελούδο και άλλο ένα σε χρώμα λαδί. “Κυρία Πέιν, μου επιτρέπετε να εκθέσω τις παντόφλες μου στη βιτρίνα σας;”. Έγινε μια μεγάλη σιωπή. Ύστερα, μου έκανε μερικές ερωτήσεις και στο τέλος μου είπε: “Κι εγώ, παιδί μου, βρέθηκα μόνη με δύο παιδιά. Θα σε βοηθήσω. Εγώ δεν θέλω τίποτα, κανένα κέρδος…”».

“Το μαγαζάκι της Μαρουλίνας”

Οι δημιουργίες της, ευρηματικές, έκαναν εντύπωση. Αντλούσε έμπνευση από τη λαϊκή παράδοση, τα υλικά της ελληνικής γης.
«Την άνοιξη του 1945, θυμάμαι, στην αρχή της οδού Σκουφά ένας γάιδαρος φορτωμένος με λαχανικά είχε στολίδι στο μέτωπό του ένα χαϊμαλί κεντημένο με κοχύλια, άσπρα γουρουνάκια της Μπαρμπαριάς τα λένε, και χρωματιστά φουντάκια από μαλλί. Στη μέση είχε ένα καθρεφτάκι. Ρώτησα το γυρολόγο γιατί τον είχε στολίσει έτσι.

-Βασκαντήρα είναι, να μη μου τον βασκάνουνε, γιατί είναι όμορφος!

-Και πού τους πουλάνε τους βασκαντήρες;

-Κάτω στην Ερμού, στα σαμαράδικα.
Συνέχισα το δρόμο μου, κατέβηκα συλλογισμένη μέχρι το Μοναστηράκι και μπήκα στην Πανδρόσου, εκεί όπου υπάρχουν ένα σωρό περίεργα μαγαζιά και μάντρες. Εκεί έφτιαχναν τότε σαμάρια για γαϊδούρια, καλάθια και κοφίνια, πούλαγαν βοτάνια, ξύλα, κάρβουνα και παλιοσίδερα. Μπήκα σ’ ένα σαμαράδικο, αλλά δεν είχα χρήματα να πληρώσω για το χαϊμαλί. Εκείνος ο καλός άνθρωπος μου έδειξε πώς να φτιάξω ένα και για λίγες δραχμές μού έδωσε πετσί, μαλλί και μια χούφτα χάντρες. Πού να ’ξερε τότε τι δρόμο μού άνοιγε…

Αυτή η δουλειά μού άνοιξε το δρόμο για ζώνες και τσάντες. Η γνωριμία μου με αυτά τα απλά υλικά με οδήγησε σιγά – σιγά στο αληθινό κόσμημα.
Μια μέρα έδειξα στη Νίνα Πέιν ένα ζευγάρι σχοινένια πέδιλα που είχα φτιάξει και είχαν βγει πολύ όμορφα. Είχαν πολλή δουλειά και τα έδινα ακριβά.
“Αποκλείεται να πουληθούν”, μου είπε, αλλά μόλις ακούμπησα τα παπούτσια στη βιτρίνα μπήκε αμέσως μία πελάτισσα.

Τι είναι αυτά; – με ρώτησε.

-Πέδιλα.

-Παράξενα είναι, πόσο κάνουν

-Μία λίρα χρυσή – απάντησα.

-Μου παίρνετε μέτρα;

Η Τζάκι (με την αδελφή τη Λη) στη Μύκονο με περιδέραιο της Σοφίας Θανοπουλου. (Getty Images/Ideal Image)

Η Νίνα Πέιν έμεινε άναυδη! Μια λίρα χρυσή ήταν τότε φοβερή τιμή. Έτσι άρχισα να δουλεύω και να παίρνω παραγγελίες».
Μέχρι και η τότε πριγκίπισσα Φρειδερίκη είχε αγοράσει ένα ζευγάρι.

Κατόπιν άρχισε να συνεργάζεται με τον οίκο υψηλής ραπτικής Γεωργαντά, τον Patou της Ελλάδας, όπως τον αποκαλούσαν. Οι δημιουργίες της κέρδισαν τις δύσκολες πελάτισσες της εποχής, ενώ σε ένα μαντίλι που είχε σχεδιάσει άφησαν την υπογραφή τους όλοι οι σπουδαίοι Έλληνες και σπουδαίες προσωπικότητες που επισκέπτονταν την Ελλάδα, ηθοποιοί και καλλιτέχνες, εξέχοντα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας.

«Η Μαρίκα Κοτοπούλη, χωρίς να με γνωρίζει, δέχθηκε να βάλει την υπογραφή της στο μαντίλι και ειδοποίησε να πάω στο σπίτι της. Πήγα την άλλη μέρα και επειδή ήταν αδιάθετη έδωσα το μαντίλι στην καμαριέρα της, το Μαράκι. Για μια στιγμή άκουσα από μέσα κάτι φωνές που κέρωσα. “Πάρ’ το από εδώ! Δίπλα σε αυτήν ποτέ! Ποτέ δίπλα της!”. Έρχεται τρέχοντας το Μαράκι με το μαντίλι. “Κυρία”, μου λέει, “δεν το ξέρετε πως είναι στα μαχαίρια με την Παξινού; Αρνείται να υπογράψει δίπλα της”. Πήρα το μαντίλι και έφυγα πνίγοντας τα γέλια μου».

Η συνεργασία με τις διάφορες μπουτίκ και η επαφή με τις κυκλοθυμικές και συχνά παράλογες πελάτισσες αποδείχθηκαν ψυχοφθόρες. Μια φωνή της ψιθύριζε: «Πήγαινε στη Μύκονο».

O πελεκάνος Πέτρος  στο μαγαζάκι της Μαρουλίνας.

«Σαν ένα θαύμα, ο Ιούνιος του 1954 με βρήκε να στήνω το “Μαγαζάκι της Μαρουλίνας”. Πήγα ύστερα από επτά μηνών ετοιμασίες, σαν να με οδηγούσε το χέρι του Θεού και σαν αυτόματο σκάρωσα το πιο ωραίο μαγαζί που έγινε ποτέ στη Μύκονο. Έντυσα τους τοίχους με όμορφες ψάθες, κοινότατες, που πουλούσαν στην οδό Αθηνάς. Είχα μια ωραία καρυδένια κασέλα, δύο νησιώτικους καναπέδες και κάτι παλιούς καθρέφτες. Στην πόρτα για επιγραφή, από χοντρή λαμαρίνα, ζωγραφισμένη μια γοργόνα ηλιοκαμένη, με κορόνα στο κεφάλι, που κρατούσε ένα καράβι και πάνω στο σκαρί του έγραφε “Το Μαγαζάκι της Μαρουλίνας”.

Και μια Κυριακή, από τις πρώτες μέρες του Αυγούστου του 1954, άνοιξα την πόρτα μου. Μπήκαν και οι Αθηναίες. Κοιτούσαν τα πράγματα, ρωτούσαν τις τιμές και έκαναν “Πω πω! Φωτιά! Φαρμακείο! Κάντε μας τίποτα ζώνες με 30, 40 δραχμές, να αγοράσουμε”. Οι πλούσιες κυρίες της Αθήνας ήταν αυτές! Μια μέρα ήρθε η Ελένη Βλάχου. “Πώς πας;”, με ρώτησε. “Ελένη, το καραβάκι μου βουλιάζει, δεν έχω δουλειές”. “Έννοια σου και μεθαύριο δίνω ένα cocktail στο ξενοδοχείο Λητώ. Είπα στις γυναίκες να φορέσουν φουστάνια. Επειδή ούτε εγώ έχω μαζί μου, μου δίνεις εκείνη τη μαύρη μαντίλα που φορούσες χτές;”. Της ήρθε γάντι.

Σε λίγο άρχισαν να καταφτάνουν οι Αθηναίες και να γυρεύουν να τις ντύσω… Μια μέρα καθώς ανέβαινα στο ξενοδοχείο Λητώ ακούω τη φωνή της Μελίνας, που μιλούσε σε μία παρέα: “Εσείς δεν είστε άξιες σε αυτό τον τόπο να έχετε μια καλλιτέχνιδα σαν τη Σοφία Θανοπούλου. Τίποτα δεν καταλαβαίνετε!”, τους έλεγε. Τότε παρουσιάστηκα κι εγώ. Η Μελίνα, με τη μεγάλη της καρδιά, με αγκάλιασε λέγοντας “Τις βλέπεις αυτές, Σοφία; Ούτε μια βελονιά να μη βάλεις για χάρη τους. Βούλωσα τα αφτιά μου και με τα δυο μου χέρια. “Τι είναι αυτά που ακούω”, είπα και έφυγα γελώντας».

Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ στη Μύκονο και στο “Μαγαζάκι της Μαρουλίνας”

Και ακόμη δεν είχε αρχίσει καν να σχεδιάζει κοσμήματα…

«Μια μέρα μπήκε στο μαγαζί ένας νέος. Ώρα πολλή κοιτούσε με προσοχή τα πράγματα και κάποτε γύρισε και μου είπε: “Γιατί δεν κάνετε κοσμήματα;”. “Μα πώς, εγώ είμαι παπουτσής. Κάνω ζώνες και παπούτσια. Κοσμήματα δεν ξέρω”. “Να κάνετε! Εγώ φεύγω, αλλά εσείς να κάνετε κοσμήματα και δεν θα με ξεχάσετε!”. Έφυγε και χάθηκε σαν άγγελος. Τότε μπήκα σε σκέψεις».

Άρχισε, λοιπόν, να φτιάχνει σκουλαρίκια με κοχύλια, πέτσινα κολιέ με χάντρες από άλογα, βραδινά περιδέραια με κοράλλια.

«Ακόμα και το πιο φτηνό υλικό, αν το μεταχειριστείς σωστά, μπορεί να σου δώσει πολύ ωραία αποτελέσματα. Τα κοσμήματά μου άρχισαν να κάνουν όνομα».

Η Μελίνα έβαλε την υπογραφή της στην καμάρα του μαγαζιού. Ακολούθησε η Μαργκό Φοντέιν και εκατοντάδες άλλες διασημότητες. Το μαγαζί έγινε στέκι: Τα βράδια μαζευόταν εκεί όχι μόνο η ελίτ της Αθήνας, αλλά και διεθνείς προσωπικότητες, όπως ο Μορίς Μπεζάρ ή ο Γεχούντι Μενουχίν, που έγιναν καλοί φίλοι της.

Η Τζούλι Κρίστι στην ταινία “Petulia”  το 1968 με χαρακτηριστικά σκουλαρίκια της Σοφίας Θανοπούλου.

«Είχα αρχίσει να κερδίζω ένα όνομα και αυτό μού επέτρεπε πια να δίνω τα πράγματά μου ακριβά. Γυναίκες όπως η Μελίνα, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Ολίβια ντε Χάβιλαντ, η Μαργκό Φοντέιν, η Ευγενία Νιάρχου, η Τίνα Ωνάση, η Μπεγκούμ Αγά Χαν και τόσες άλλες φορούσαν τα κοσμήματά μου και πολλοί ξένοι έρχονταν συστημένοι σε μένα από το εξωτερικό. Κάθε κόσμημα γινόταν με πολύ κόπο και δύσκολα το αποχωριζόμουν. Πάντα πρόσεχα πού το έδινα, γιατί ήθελα να φοριέται σωστά και από τη σωστή γυναίκα. Τα αντικείμενα που φτιάχνω είναι σύμβολα. Νιώθω πως δεν τα κάνω εγώ, αλλά μια άλλη δύναμη. Εγώ απλώς παρακολουθώ τα χέρια μου που δουλεύουν και δημιουργούν…».

Από την έκθεση των κοσμημάτων της Σοφίας Θανοπούλου στο Μουσείο Μπενάκη.

«Μια μάγισσα κυβερνά το νησί. Είναι αυτή που φτιάχνει τις γοργόνες, ορίζει τους ανέμους… Και πλάθει τους αφρούς της θάλασσας σε πολύτιμα στολίδια», έγραφε στο ποίημα που της αφιέρωσε ο Μορίς Μπεζάρ.

Το 1967, έχτισε, πάλι μόνη της, σχεδιάζοντας πάνω στο χώμα, το σπίτι της στο νησί. Πέντε χρόνια αργότερα, όμως, καθώς το σκηνικό της Μυκόνου άρχισε πλέον να αλλάζει μαζί με την εποχή, το «Μαγαζάκι της Μαρουλίνας» έκλεισε τις πόρτες του. Η Σοφία Θανοπούλου, ωστόσο, συνέχισε να δημιουργεί σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής της, σε ηλικία 89 ετών, το 1997. Έφυγε περικυκλωμένη από παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα και αναπαύεται στο μικρό εκκλησάκι στον κήπο του σπιτιού της στη Μύκονο, που τόσο αγάπησε…

Πηγή Grace