Αυτή τη φορά ήρθε με μπαμπεσιά ο θάνατος. Χωρίς προειδοποίηση. Δεν έδωσε καιρό στον μεγάλο του αντίπαλο να πάρη θέση αμύνης. Πριν από έξη μήνες, όταν ήρθε με την αρρώστεια να δώση τη μάχη του, αναγκάστηκε να τραπή σε επαίσχυντη φυγή. Όλοι περίμεναν το μοιραίο. Η επιστήμη είχε πη την τελευταία της λέξη. Ο ιερέας με τ’ Άχραντα Μυστήρια. Το εικόνισμα που φέρνουν στους μελλοθανάτους. Έτοιμες οι εφημερίδες με τους τίτλους και τα μαύρα τους πλαίσια, δεν περίμεναν παρά το τηλεφώνημα που θα μετέδιδε το τέλος. Ένας μόνος δεν είχε πιστέψει στην ήττα του: ο άρρωστος. Και αναδείχθηκε νικητής. Γελαστός την επομένη ζητούσε για βραδυνό ανάγνωσμα τις νεκρολογίες που βιάστηκαν να του αφιερώσουν οι λιγόψυχοι νεκρολόγοι.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.6.1949, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τώρα όμως ο θάνατος ήρθε με ανανδρεία. Τη στιγμή που ο Γέρος φρεσκαριζόταν για να κατέβη στο αεροδρόμιο να υποδεχθή τη Βασίλισσα. Τον βρήκε με την πίπα στο χέρι, με το λουλούδι στη μπουτουνιέρα, με το χαμόγελο στα χείλη.

Άλλες στήλες θα κλάψουν τον νηφάλιο κυβερνήτη, το γενναίο αγωνιστή, τον άσπιλο και αμόλυντο ηγέτη.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.6.1949, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Υπάρχει όμως και ο Άνθρωπος. Αυτόν θα θέλαμε να ράνουμε με τα λίγα άνθη μας. Όσα προφταίνουμε να μαζέψουμε στα γρήγορα τη στιγμή αυτή που μας έρχεται το μήνυμα του θανάτου. Έτσι το θέλει το επάγγελμα. Δε δίνει σ’ εμάς καιρό να πλέξουμε με επιμέλεια το στεφάνι μας, να περιποιηθούμε, όπως θα θέλαμε, τον επιτάφιο θρήνο μας. Βιαστικά σκύβουμε να μαζέψουμε όσα λουλουδάκια βρίσκουμε πρόχειρα για να προπέμψουμε μ’ αυτά τον νεκρό του έθνους. Να προπέμψουμε τον Άνθρωπο. Ξέρετε πολλούς που νάχουν δικαιώματα στη διεκδίκηση τέτοιου τίτλου; Προ πάντων στον κόσμο της πολιτικής. Ο γαλήνιος, ο στωικός, ο απαλός, ο άκακος. Κι’ εκείνη η ευγένεια! Ευγένεια ψυχής, που δεν είνε καρπός προσπαθείας. Είνε η ευγένεια του άρχοντα, που αναβλύζει από το είναι του, που αναδίδεται αβίαστα σαν την πνοή του ανέμου. Τη γυναίκα του είχε χάσει πριν από λίγα χρόνια. Τη γυναίκα που αγάπησε. Που δεν έπαυσε ν’ αγαπά ως το τέλος των ημερών της. Ο σύντροφος των γερατειών. Τίποτε πιο οδυνηρό από το χωρισμό των γερόντων. Τη συνώδευσε με αξιοπρεπή συντριβή στον τάφο. Με την έκφραση της θλίψεως πήγαν το βράδυ να τον επισκεφθούν οι συνάδελφοι του ρεπορτάζ. Τους δέχτηκε με το χαμόγελο. Βρήκε μάλιστα να τους πη και κάποιο από τα συνηθισμένα του αστεία. Δεν έπρεπε οι επισκέπτες του να τον βρουν με την έκφραση του πόνου. Κράτησε τον πόνο για τις ώρες της μονώσεώς του. Δεν ήταν για τον Σοφούλη ο πόνος από τα είδη που μοιράζονται. Αυτό θα πη ευγένεια κι’ αυτό σημαίνει παλληκαριά.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.6.1949, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Παλληκάρι σ’ όλα τα μέτωπα. Τόδειξε στη Σάμο του. Αλλά δεν είνε τίποτε αυτό. Παλληκάρι ήταν στο μέτωπο της ζωής, που χρειάζεται τους πιο ηρωικούς αγώνες. Το πέρασε με το χαμόγελο. Το πέρασε με γαλήνη, με αξιοπρέπεια, με αρετή. Χωρίς δε τη μάσκα της συνοφρυώσεως. Δεν ήταν ο ασκητής. Γιατί υπήρξε άντρας ο Σοφούλης. Σε όλη την ευρύτητα της λέξεως. Ο άντρας που αγκάλιασε με θέρμη τη ζωή και της πήρε όσες χαρές μπορούσε να του δώση. Τον καμαρώναμε κάποτε γι’ αυτό και πήραμε το θάρρος να του το πούμε, όταν ύστερα από το αγαπημένο χταπόδι του κι’ ένα δυο ποτηράκια κρασί άναψε την πίπα του και μιλούσε κοκεταρία γεροντική για αταξίες των φοιτητικών του χρόνων.

Ναι, αλλά χωρίς προστυχιές και πάντα με αξιοπρέπεια.


Το είπε χωρίς να χαμογελά αυτή τη φορά, με υπερηφάνεια, με σοβαρότητα, σχεδόν με έπαρση, σα να ξεδίπλωνε μια περγαμηνή με τον βαρύτερο τίτλο που απόκτησε στη ζωή του.


Μας φεύγει τώρα. Ο Λεβέντης που πέφτει πάνω στις επάλξεις. Τώρα που ροδίζει στον ελληνικό ορίζοντα η χαραυγή της Νίκης. Δεν υπήρξε από τους πιο μικρούς συντελεστές της. Θέλημα Θεού ήταν να μην παρευρεθή στα νικητήρια. Μας φεύγει για τους κόσμους της γαλήνης. Κανείς δεν θα πη ότι τους έχει κλεμμένους. Στο καλό, Γέρο.


Έτσι επέλεξε να αποχαιρετήσει ο Παύλος Παλαιολόγος τον Θεμιστοκλή Σοφούλη από τη στήλη του στην εφημερίδα «Το Βήμα», το Σάββατο 25 Ιουνίου 1949.

Ο σαμιώτης πρωθυπουργός και αρχηγός των Φιλελευθέρων είχε φύγει αιφνιδίως από τη ζωή το απόγευμα της προτεραίας συνεπεία καρδιακής εμβολής, σε ηλικία 89 ετών.

Ο Σοφούλης, ο οποίος είχε σπουδάσει αρχαιολογία, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής πολιτικής σκηνής στο α’ μισό του περασμένου αιώνα.