Μαλώνοντας για τον Μ. Καραγάτση στα social media
Μάχη χαρακωμάτων στα ελληνικά social media για τον συγγραφέα Μ. Καραγάτση και τα πατριαρχικά και σεξιστικά μηνύματα της Μεγάλης Χίμαιρρας. Η υπερβολή στη Λογοτεχνία.
- Κίνα: Αυτοκίνητο έπεσε επάνω σε πλήθος έξω από δημοτικό σχολείο – Τουλάχιστον 10 τραυματίες
- Θα «σπάσει» η Ελλάδα το καλούπι του δεξιού λαϊκισμού στην ΕΕ;
- Η υπερθέρμανση του πλανήτη κοστίζει ζωές - Για πρώτη φορά επιστήμονες υπολογίζουν τους θανάτους
- Το ΠΑΣΟΚ πολιορκεί το κέντρο που «χάνει» η ΝΔ και τη βαφτίζει «γαλάζιο ΣΥΡΙΖΑ»
Εντελώς ξαφνικά ο μικρόκοσμος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης άφησε στην άκρη τις συζητήσεις για τα πολιτικά και την ακρίβεια κι άρχισε να ασχολείται με τον… Καραγάτση
Ίσως να ήταν ευχής έργον βέβαια για την ψηφιακή κοινότητα να ασχολείται περισσότερο με τους λογοτέχνες, Έλληνες και μη, και λιγότερο με τους πολιτικούς. Ενδεχομένως, η συστηματική ενασχόληση με τη Λογοτεχνία να βοηθούσε σημαντικά και στην ανάπτυξη ενός πιο ικανού πολιτικού κριτηρίου και τα πράγματα να ήταν γενικότερα καλύτερα.
Ποιος κρίνει;
Αλλά ας έρθουμε στο μέγα ζήτημα που επανέφερε τον Καραγάτση στην επικαιρότητα. Πρόκειται για ένα άρθρο που γράφτηκε πριν από λίγες μέρες στη Lifo από τη συγγραφέα Ρένα Λούνα και αναφερόταν στα σεξιστικά και πατριαρχικά μηνύματα που εμπεριέχει «Η Μεγάλη Χίμαιρρα», ένα βιβλίο του Καραγάτση που πρωτοκυκλοφόρησε το 1936.
Αμέσως ξέσπασε ένας απίστευτος σάλος, δημοσιεύτηκαν debate μεταξύ συγγραφέων και ο κόσμος χωρίστηκε σε «καραγατσικούς» και μη. Όλα με μια δόση υπερβολής, όπως συνηθίζεται άλλωστε σε τούτη τη γωνιά της γης.
Κάπου εδώ θυμήθηκα εκείνη την εκπομπή της ΕΡΤ στα μέσα της δεκαετίας του 90 με τον «αιρετικό» για κάποιους, «λίγο» για κάποιους άλλους, κριτικό λογοτεχνίας και συγγραφέα, Ρένο Αποστολίδη. Είχε αποκαλέσει «ατάλαντο», τον Νίκο Καζαντζάκη σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι επρόκειτο για έναν μετριότατο συγγραφέα με «μυαλό κότας», ενώ αναλύοντας το βιβλίο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», ανέφερε ότι «αυτά που γράφει εδώ μέσα (σ.σ. ο Καζαντζάκης), είναι για καρπαζιές».
Συμφωνείς ή διαφωνείς με τον Αποστολίδη, στη συγκεκριμένη εκπομπή είπε κάτι σωστό: «ποιος κρίνει αν αυτό το βιβλίο είναι καλό ή όχι και πως αν αυτός που κρίνει είναι έτοιμος θα δεχθεί κριτική για την κρίση του».
Τηλεόραση
Διαβάζοντας κανείς διάφορους κριτικούς λογοτεχνίας δεν θα βρεις κάποιον που να θεωρεί τον Καραγάτση ως έναν εκ των κορυφαίων της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ήταν κι αυτός μέλος της «γενιάς του 30», ωστόσο είναι περισσότερο γνωστός επειδή σε σχέση με άλλους της γενιάς του ήταν εκείνος που το έργο του αναγνωρίστηκε από την ελληνική τηλεόραση και μπήκε στα σπίτια των ανθρώπων.
Μπίνγκο. Κάπως έτσι ακόμα και οι μέτριοι ή έστω η λιγότερο καλοί, γίνονται πρώτα ονόματα. Προσοχή, αυτό δεν σημαίνει ότι και οι πραγματικά καλοί και αναγνωρισμένοι συγγραφείς δεν μπορεί να γίνουν ταινία ή σήριαλ. Τα παραδείγματα ουκ ολίγα, άλλοτε πετυχημένα, άλλοτε όχι.
Η συζήτηση όμως εδώ δεν έχει να κάνει με την αναγωρισιμότητα κάποιου, αλλά με το έργο του και πως αυτό κρίνεται στην πορεία των χρόνων. Για να γίνει αυτό και για να υπάρξει μια στοιχειώδης συζήτηση που θα μπορεί να οδηγήσει σε κάποια συμπεράσματα, θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε πέντε βασικά σημεία.
Πρώτον, ο καθένας είναι ελεύθερος να διαβάζει ό,τι θέλει και κατόπιν να το απορρίπτει ή να το επιδοκιμάζει.
Δεύτερον, ο καθένας μπορεί να κρίνει τι διάβασε και να εκφράσει την άποψή του.
Τρίτον, κανείς δεν μπορεί να επιβάλλει στον άλλον την άποψή του επειδή θεωρεί ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια.
Τέταρτον, όπως κάποιος που γράφει ή μεταφέρει μια είδηση επειδή έτυχε να τη μάθει ή να είναι αυτόπτης μάρτυρας δεν μετατρέπεται αυτόματα σε δημοσιογράφο, ομοίως, ένας αναγνώστης που διαβάζει βιβλίο δεν είναι κριτικός λογοτεχνίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τόσο ο επαγγελματίας δημοσιογράφος ή ο επαγγελματίας κριτικός δεν κρίνεται για όσα γράφει ή λέει.
Πέμπτον, η ουσιαστική ενασχόληση μ’ έναν συγγραφέα αφορά συνήθως το σύνολο του έργου του και όχι αποσπασματικά κάποιο βιβλίο του. Είναι ένας κανόνας που εφαρμόζεται σε όλα τα παρακλάδια της Τέχνης. Προφανώς υπάρχουν καλά βιβλία, λιγότερο καλά, ή και χάλια βιβλία, τα οποία έτυχε να γραφτούν από τον ίδιο άνθρωπο.
Παράμετροι
Κατά συνέπεια η μελέτη στο έργο ενός συγγραφέα διέπεται από πολλές παραμέτρους. Την εποχή που έζησε, τα ήθη και τα έθιμα της κοινωνίας που έζησε, τις οικονομικές συνθήκες, κύρια την ίδια την προσωπικότητα και τα βιώματά του.
Για παράδειγμα ο Ντίκενς δεν θα είχε ασχοληθεί τόσο πολύ με την κοινωνική ανισότητα και την αδικία της εποχής του (Βικτωριανή Αγγλία), αν δεν είχε δει τον πατέρα του να καταστρέφεται από τα χρέη και να πηγαίνει στη φυλακή κι αν ο ίδιος δεν αναγκαζόταν σε πολύ μικρή ηλικία να εργαστεί.
Στον Όλιβερ Τουίστ λοιπόν, σε ένα από τα πιο γνωστά έργα του, ο Ντίκενς καλλιεργεί το στερεότυπο του «κακού Εβραίου», στο πρόσωπο του Φάγκιν, του γέρου που εκμεταλλεύεται τα μικρά παιδιά και τα οδηγεί στην παρανομία απολαμβάνοντας τα κλοπιμαία που είναι αναγκασμένα να του παραδώσουν.
Υπό αυτό το πρίσμα αν μπούμε στη λογική να «εξετάσουμε» την παγκόσμια λογοτεχνία για αναφορές μη πολιτικά ορθές με τα σημερινά δεδομένα, ίσως και να εκπλαγούμε από το μέγεθος των ευρημάτων μας.
Τί σημαίνει αυτό; Θα τα κάψουμε; Θα ακυρώσουμε την αξία τους πέρα από τα «προβληματικά» σημεία; Θα πάψουμε να τα διαβάζουμε; Ή θα συνεχίσουμε να τα μελετάμε λαμβάνοντας υπόψιν τις συνθήκες της εποχής τους;
Η λογοτεχνία ανοίγει τα μυαλά των ανθρώπων. Και σήμερα την έχουμε περισσότερο ανάγκη παρά ποτέ. Μακάρι να είχαμε πιο συχνά αντεγκλήσεις πάνω στη θεματολογία της και τους συγγραφείς της. Κακό δεν θα μας έκανε, το αντίθετο μάλιστα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις