Εκείνος είναι 46, εκείνη μόλις έναν χρόνο μικρότερη και ο έρωτας δεν κρύβεται. Ενας κοινός τους φίλος διαλαλεί πως ο καθένας τους θεωρεί τον άλλο τον πιο έξυπνο και καταπληκτικό άνθρωπο του κόσμου.

Η Χίλαρι Ρόνταμ Κλίντον όχι μόνο είναι μια σπουδαία δικηγόρος αλλά κερδίζει και περισσότερα λεφτά από τον σύζυγό της. Όλοι μιλούν για μία νέα ισχυρή Πρώτη Κυρία και φθάνουν να την συγκρίνουν με την Ελέανορ Ρούσβελτ. Και όχι αδίκως όπως έδειξε η ιστορία.

Ο Μπιλ και η Χίλαρι γνωρίστηκαν το 1970 στο περίφημο Πανεπιστήμιο του Yale όπου είχαν ξεχωρίσει και οι δύο και σαν φοιτητές αλλά και για την πολιτική και κοινωνική τους δράση. Χαρισματικοί και φιλόδοξοι, βαδίζουν στα ίδια μονοπάτια, καταλαβαίνει καλά ο ένας τον άλλο και αλληλοσυμπληρώνονται – η λογική και η σοβαρότητα της Χίλαρι ισορροπούν τον παρορμητισμό, τη ζωντάνια και τη ζεστασιά του Μπιλ.

Το 1971 τολμούν να συγκατοικήσουν χωρίς να είναι παντρεμένοι. Με το τέλος των σπουδών τους το 1973 οι επιλογές τους, τους χωρίζουν για λίγο: εκείνος επιστρέφει στο Αρκάνσας ενώ εκείνη ξεκινά την πολλά υποσχόμενη καριέρα της στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο σύντομα θα τα παρατήσει όλα και τον Αύγουστο του 1974 θα τρέξει κοντά του. Αργότερα θα το αναλύσει:

«Η επιθυμία και η αποφασιστικότητα του Μπιλ να ασχοληθεί με την πολιτική ήταν πολύ πιο δυνατές, ξεκάθαρες και προσδιορισμένες απ’ ό,τι η επιθυμία μου να αλλάξω τον κόσμο». Παντρεύονται το 1975 και το 1980 αποκτούν τη κόρη τους Τσέλσι. Έκτοτε συμπορεύονται. Η Χίλαρι ειδικευμένη στα δικαιώματα των παιδιών και των γυναικών υπερασπίζεται ταυτόχρονα και παραδοσιακές αρχές προτείνοντας φερ’ ειπείν την εγκράτεια ως καλύτερη λύση από τα προφυλακτικά και την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Ταυτόχρονα διευθύνει τις προεκλογικές καμπάνιες του συζύγου της.

Μετά την αποτυχία του 1980, το 1982 αλλάζει και εκείνη προφίλ: ντύνεται και χτενίζεται πιο προσεκτικά, βάφεται πλέον και επίσης παρακαλεί να την αποκαλούν με το επίθετο του άντρα της ενώ μέχρι τότε δεν το ήθελε. Πάντα αντιμετωπίζει με ευπρέπεια και απόσταση τις εξωσυζυγικές περιπέτειες του Μπιλ: Όλα τα αγαπημένα ζευγάρια έχουν στιγμές κρίσης. Η διαφορά με εμάς είναι ότι τις περνάμε και τις ξεπερνάμε μαζί». Μετά το σκάνδαλο Λεβίνσκι ένας δημόσιος χορός ήταν φαίνεται ο δικός τους τρόπος να το ξεπεράσουν.

Το χρονικό της ομολογίας και της συγγνώμης

12 Φεβρουαρίου 1999

Ο Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον ζητά ξανά συγγνώμη από το έθνος για τις πράξεις του και για όλα όσα προκάλεσε η πολύχρονη σχέση του με τη Μόνικα Λεβίνσκι. Η πρώτη προσπάθεια του προέδρου να εκφράσει μεταμέλεια αναγνωρίστηκε ευρέως ως υποκριτική.

Ο Κλίντον είχε μιλήσει δημοσίως για το θέμα συνολικά οκτώ φορές. Ακολουθεί ο μακρύς δρόμος του προς τη μεταμέλεια:

17 Αυγούστου

«Είχα μια σχέση με την κυρία Λεβίνσκι η οποία δεν ήταν σωστή. Πράγματι, ήταν λάθος. Παραπλάνησα ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένης ακόμα και της συζύγου μου. Λυπάμαι βαθιά γι’ αυτό».

28 Αυγούστου

«Πρέπει να γίνω ειδικός στο να ζητάω συγχώρεση».

2 Σεπτεμβρίου

«Ξέρετε, έχω αναγνωρίσει ότι έκανα ένα λάθος, είπα ότι το λυπήθηκα, ζήτησα συγχώρεση, πέρασα πολύτιμο χρόνο με την οικογένειά μου τις τελευταίες δύο εβδομάδες, και είπα ότι θα επιστρέψω στη δουλειά μου».

4 Σεπτεμβρίου

«Έκανα ένα μεγάλο λάθος. Είναι αδικαιολόγητο και λυπάμαι. Δεν μπορώ να διαφωνήσω με κανέναν που θέλει να κρίνει αυτό που έχω ήδη αναγνωρίσει ως ανεπίτρεπτο. Δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να πει κάποιος κατακρίνοντάς με, με το οποίο θα διαφωνούσα μιας και το έχω ήδη πει εγώ για μένα».

9 Σεπτεμβρίου

«Απογοήτευσα εσάς, την οικογένειά μου, πρόδωσα τη χώρα μου. Αλλά προσπαθώ να το διορθώσω. Και είμαι αποφασισμένος να μην επιτρέψω ποτέ κάτι τέτοιο να συμβεί ξανά. Και είμαι αποφασισμένος να επανακτήσω την εμπιστοσύνη σας. Γι’ αυτό σας ζητώ την κατανόησή σας, τη συγχώρεσή σας σε αυτό το ταξίδι που κάνουμε. Ελπίζω αυτό να είναι μια περίοδος συμφιλίωσης και θεραπείας».

9 Σεπτεμβρίου (βράδυ)

«Προσπάθησα να κάνω καλή δουλειά για αυτήν τη χώρα, ακόμα και όταν δεν φρόντιζα την οικογένειά μου και τις υποχρεώσεις μου. Ελπίζω ότι εσείς και άλλοι που πλήγωσα, θα με συγχωρέσετε για τα λάθη που έκανα, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι δεν πρέπει να σας εμποδίσει να εκπληρώσετε τις ευθύνες σας ως πολίτες».

Με το Καπιτώλιο να κινείται προς την κατεύθυνση της παραπομπής του, ο Κλίντον έκανε μια τελευταία προσωπική απολογία στις 11 Δεκεμβρίου προς τα μέλη του Κογκρέσου και τον αμερικανικό λαό. Την επόμενη μέρα η Βουλή τον παράπεμψε.

11 Δεκεμβρίου

«Αυτό που θέλω να γνωρίζουν οι Αμερικανοί, αυτό που θέλω να γνωρίζει το Κογκρέσο, είναι ότι λυπάμαι βαθιά για όλα όσα έχω κάνει λάθος με λόγια και πράξεις. Δεν έπρεπε ποτέ να παραπλανήσω τη χώρα, το Κογκρέσο, τους φίλους μου και την οικογένειά μου. Απλά, υπέκυψα και ντρέπομαι…»

«Τα απλά λόγια δεν μπορούν να εκφράσουν πλήρως τη βαθιά λύπη που αισθάνομαι για όσα περνά η χώρα μας και για όσα είναι τώρα αναγκασμένα να αντιμετωπίσουν τα μέλη και των δύο κομμάτων στο Κογκρέσο. Οι τελευταίοι μήνες ήταν μια βασανιστική διαδικασία συμφιλίωσης με ό,τι έκανα. Κατανοώ ότι η ανάληψη ευθυνών επιφέρει συνέπειες και είμαι έτοιμος να τις αποδεχτώ. Όσο επώδυνη κι αν ήταν η καταδίκη από το Κογκρέσο, θα ωχριούσε σε σύγκριση με τις συνέπειες του πόνου που προκάλεσα στην οικογένειά μου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγωνία από αυτή».

Σε μια απλή και σοβαρή ομιλία που εκφώνησε μετά την αθώωσή του, ο Κλίντον απευθύνθηκε ξανά στο έθνος και εξέφρασε τη μεταμέλειά του για τις πράξεις του.

12 Φεβρουαρίου

«Τώρα που η Γερουσία εκπλήρωσε τη συνταγματική της ευθύνη, φέρνοντας αυτή τη διαδικασία σε ένα τέλος, θέλω να πω ξανά στον αμερικανικό λαό πόσο βαθιά λυπάμαι για ό,τι είπα και έκανα που προκάλεσε αυτά τα γεγονότα και το μεγάλο βάρος που επέβαλαν στο Κογκρέσο και στον αμερικανικό λαό. Επίσης, αισθάνομαι ταπεινά και βαθιά ευγνώμων για την υποστήριξη και τις προσευχές που έλαβα από εκατομμύρια Αμερικανούς κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους.

Τώρα ζητώ από όλους τους Αμερικανούς, και ελπίζω όλοι οι Αμερικανοί, εδώ στην Ουάσιγκτον και σε όλη τη χώρα μας, να αφιερωθούμε ξανά στο έργο της υπηρεσίας προς το έθνος μας και της οικοδόμησης του μέλλοντός μας μαζί.

Αυτή μπορεί και πρέπει να είναι μια περίοδος συμφιλίωσης και ανανέωσης για την Αμερική».

Τι να πει κανείς; Αμερικανιές και πάλι αμερικανιές.

Πηγή: GRACE