Κάλιο αργά παρά ποτέ λέει ο σοφός λαός κι έχει δίκιο. Χρειάστηκε να περάσουν δύο χρόνια για να φτάσουμε στο σημείο να κληθεί ο Γρηγόρης Δημητριάδης και να δώσει κατάθεση στη Δικαιοσύνη για το σκάνδαλο των υποκλοπών.

Ήταν Αύγουστος του 2022. Τους προηγούμενους μήνες είχαν αποκαλυφθεί οι παρακολουθήσεις των δημοσιογράφων Θανάση Κουκάκη και Σταύρου Μαλιχούδη, όπως επίσης και του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη.

Οι αποκαλύψεις για την ΕΥΠ, την Intellexa και το λογισμικό παρακολούθησης Predator δίνουν και παίρνουν. Το Μαξίμου γνωρίζει πως αργά ή γρήγορα θα μπει στο κάδρο των ευθυνών ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Για την αποφυγή αυτής της δυσάρεστης κατάστασης χρειάζεται να θυσιαστούν δύο στενοί συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η παραίτηση

Το πρωί της 5ης Αυγούστου λοιπόν έσκασε σαν βόμβα η παραίτηση του Γρηγόρη Δημητριάδη μαζί με εκείνη του εκλεκτού του Κυριάκου Μητσοτάκη για διοίκηση της ΕΥΠ, Παναγιώτη Κοντολέοντα.

«H παραίτηση του κ. Δημητριάδη έγινε σε συνεννόηση με τον πρωθυπουργό και έχει στόχο την αποσύνδεση της υπόθεσης των παρακολουθήσεων από το Μαξίμου. Η κυβέρνηση και ο κ. Δημητριάδης δεν έχουν σχέση έχουν με την υπόθεση Ανδρουλάκη. Γύρω από το πρόσωπο του κ. Δημητριάδη έχει αναπτυχθεί ένα κλίμα τοξικότητας, εξαιρετικά δυσλειτουργικά και για την κυβέρνηση και για τον ίδιο τον κ. Δημητριάδη» ανέφεραν τότε κυβερνητικές πηγές θέλοντας να δικαιολογήσουν την απόφαση του πρωθυπουργού.

Ο κ. Δημητριάδης δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Λέγεται πως αποτελούσε το συνδετικό κρίκο του πρωθυπουργικού γραφείου με τη διοίκηση της ΕΥΠ. Γι’ αυτό άλλωστε ο κ. Δημητριάδης κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για τον ρόλο του στην υπόθεση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής λίγες μέρες αργότερα.

Εκεί υιοθέτησε μια στάση που ήταν γεμάτη από αντιφάσεις. Από τη μια δήλωνε ότι δεν γνωρίζει τίποτε για τις παρακολουθήσεις και για τα περί κακόβουλων λογισμικών, από την άλλη σε καίριες ερωτήσεις επικαλείτο το «απόρρητο», λησμονώντας ότι απευθυνόταν σε μέλη της Βουλής.

Ερωτήματα

Τα ερωτήματα που προέκυψαν από τις απαντήσεις που έδωσε τότε ήταν πολλά. Για παράδειγμα ενώ υποστήριζε ότι δεν γνωρίζει τίποτε για την υπόθεση, την ίδια ώρα εμφανιζόταν βέβαιoς ότι η κυβέρνηση δεν είχε καμία σχέση με την εταιρεία Intellexa και το Predator. Ως γνωστόν, στη συνέχεια αποδείχθηκε περίτρανα πως η κυβέρνηση όχι μόνο γνώριζε, αλλά και υπέγραφε άδειες εξαγωγής του λογισμικού σε τρίτες χώρες.

Στην ίδια συνεδρίαση ο κ. Δημητριάδης είχε ρωτηθεί για τις πληροφορίες που ήθελαν τον τότε υπουργό Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη να βρίσκεται σε καθεστώς παρακολούθησης. Ο κ. Δημητριάδης είπε πως δεν γνώριζε κάτι τέτοιο, παράλληλα όμως είχε επικαλεστεί και το απόρρητο, χωρίς εν τέλει να διαψεύσει αυτές τις πληροφορίες.

Είναι επίσης γνωστό ότι η παρακολούθηση του κ. Χατζηδάκη έχει αποδειχθεί, αρχικά από τις δημοσιογραφικές έρευνες κι εν συνεχεία από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα καθώς το όνομά του βρίσκεται στη σχετική λίστα με τα 92 άτομα που βρίσκονταν σε καθεστώς παρακολούθησης.

Η κατάθεση του κ. Δημητριάδη είχε κρατήσει περί τα 45 λεπτά και κατά τη διάρκειά της απολάμβανε της κάλυψης των κυβερνητικών βουλευτών που συμμετείχαν στην επιτροπή. Μάλιστα μετά το πέρας της διαδικασίας, πηγές προσκείμενες στην κυβέρνηση ανέφεραν πως ο κ. Δημητριάδης είχε απαντήσει «σε όλα», και ότι από πουθενά δεν προέκυπτε διασύνδεση της ελληνικής κυβέρνησης με το Predator.

Αγωγές

Έκτοτε ο κ. Δημητριάδης άρχισε να μοιράζει παντού αγωγές και εξώδικα σε δημοσιογράφους, οι οποίοι μοιραία στα κείμενά τους αναφέρονταν στον ίδιο καθώς αποτελούσε κομβικό πρόσωπο στην υπόθεση ενώ είχαν γίνει γνωστές και οι σχέσεις του με τους επιχειρηματίες Γιάννη Λαβράνο και Φέλιξ Μπίτζιο, επίσης σημαντικά πρόσωπα που φέρονται να εμπλέκονται στο σκάνδαλο. Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Δημητριάδης είχε βαφτίσει το παιδί του Γιάννη Λαβράνου λίγους μήνες νωρίτερα από την παραίτησή του, τον Μάϊο του 2022.

Αυτού του είδους οι αγωγές είναι γνωστές ως SLAPP. Πρόκειται δηλαδή για αγωγές που κατατίθενται από κάποιο ισχυρό πρόσωπο ενάντια σε μη κυβερνητικά πρόσωπα ή οργανισμούς που εκφράζουν κριτική απέναντί τους σε ζητήματα κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού ενδιαφέροντος με απώτερο στόχο τον εκφοβισμό και τη φίμωσή τους.

Στο διάστημα που ακολούθησε από την παραίτησή του ο κ. Δημητριάδης έγινε άλλη μια φορά το πρόσωπο της ημέρας, πάλι σε σχέση με την συγκεκριμένη υπόθεση.

Δόλωμα

Ειδικότερα, τον προηγούμενο Νοέμβριο έρευνα των Reporters United αποκάλυψε ότι 11 σημαντικά πρόσωπα (από την εισαγγελέα της ΕΥΠ, Βασιλική Βλάχου έως και τον αρχηγό της ΕΛΑΣ) είχαν λάβει sms με ευχαριστίες. Το πρόβλημα ήταν πως το sms αποτελούσε «δόλωμα» του λογισμικού παρακολούθησης Predator και όποιος το πατούσε αυτόματα το τηλέφωνό του είχε μολυνθεί απ΄αυτό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν πως αποστολέας του sms και προς τους 11 φερόταν να είναι αριθμός που ανήκει στον Γρηγόρη Δημητριάδη.

Αξίζει να σημειωθεί βέβαια ότι οι εμπνευστές του Predator προκειμένου να γίνουν πιστευτοί απέναντι στα θύματά τους έστελναν λινκ που παρέπεμπαν σε παραποιημένες γνωστές ιστοσελίδες, ώστε να γίνουν πειστικοί και το θύμα να πατήσει το σύνδεσμο που θα τους παγίδευε χωρίς να ψάξουν το θέμα παραπάνω.

Κατά συνέπεια και στην περίπτωση του κινητού του κ. Δημητριάδη δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ποιος έστελνε τα sms, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός απ’ τον οποίο προήλθαν φέρεται ν’ ανήκει σ’ αυτόν. Σε κάθε περίπτωση, ακολούθησε νέο κύμα εξώδικων και νομικών ενεργειών εκ μέρους του ανιψιού του πρωθυπουργού.

Ψευδόμενοι

Αυτό που είναι βέβαιο είναι το γεγονός ότι μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, τόσο ο ίδιος ο πρωθυπουργός όσο και η κυβέρνηση πιάστηκαν επανειλημμένα ψευδόμενοι για το σκάνδαλο των υποκλοπών. Ποιος δεν θυμάται τα όσα έλεγε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τα «σκοτεινά κέντρα ιδιωτών» που κάνουν τις παρακολουθήσεις, διαψεύδοντας την οποιαδήποτε σχέση της κυβέρνησης με το Predator.

Τούτων δοθέντων, ανεξαρτήτως του όποιου ρόλου είχε ή δεν είχε ο κ. Δημητριάδης, η βασική πολιτική ευθύνη για το σκάνδαλο είναι του Κυριάκου Μητσοτάκη που ήταν και παραμένει ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ. Και γι’ αυτή του τη θέση ίσως σε μια άλλη χώρα, περισσότερο ευνομούμενη από τη δική μας, να είχε ήδη κληθεί από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη ώστε να δώσει εξηγήσεις και ο ίδιος ο πρωθυπουργός.