H γλώσσα της Πίνα Μπάους
«Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά τι τους κινεί» είχε πει κάποτε η πρωτεργάτρια του σύγχρονου γερμανικού χορού, Πίνα Μπάους.
- Το 67% των νοικοκυριών μόλις τα βγάζουν πέρα - Το 8% χρωστάει
- Τέμπη: Καρυστιανού και Ασλανίδης ζητούν την αντικατάσταση του εφέτη ανακριτή – Το υπόμνημα που κατέθεσαν
- «Αν δεν επιστραφούν οι Ισραηλινοί όμηροι θα γίνει χαμός», υπόσχεται ο Τραμπ
- Εκτός λειτουργίας οι ανελκυστήρες σε επτά σταθμούς του μετρό Θεσσαλονίκης
«Για να καταλάβετε τι λέω, πρέπει να πιστέψετε ότι ο χορός είναι κάτι περισσότερο από τεχνική. Ξεχνάμε από πού προέρχονται οι κινήσεις. Γεννιούνται από τη ζωή. Όταν δημιουργείς ένα νέο έργο, το σημείο εκκίνησης πρέπει να είναι η σύγχρονη ζωή – όχι οι υπάρχουσες μορφές χορού».
Αυτα τα λόγια ανήκουν στην αείμνηστη Πίνα Μπάους, η οποία έφυγε από τη ζωή, μια ημέρα σαν και αυτή.
Η φλόγα της όμως, δεν έμελλε να σβήσει ποτέ. Δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο της, η κληρονομιά της, από την ανατροπή των έμφυλων ρόλων μέχρι το πάντρεμα του χορού με τα πολυμέσα και τις νέες τεχνολογίες, προσκαλεί σε κονταρομαχία ή Joute équestre όπως θα έλεγαν και οι Γάλλοι, την κοινοτυπία, τις αποδεκτές νόρμες και τα κοινωνικά κλισέ που περικλείουν ασφυκτικά κάθε μορφή τέχνης.
Σκεφτείτε αυτό: όταν κάποιος εκφράζει μια άποψη, η οποία πάει κόντρα στην αφήγηση των πολλών, λέμε με χιουμοριστική διάθεση πώς «από όλες τις γλώσσες, εσύ επέλεξες να μιλήσεις εκείνη της αλήθειας».
Κατά την διάρκεια της παραμονής της στην χαοτική ζούγκλα της Νέας Υόρκης, σπούδασε στη διάσημη σχολή Juilliard, διδάχθηκε από τον Antony Tudor, ιδρυτή του London Ballet και του Philadelphia Ballet Guild, τον José Limón, χορευτή, χορογράφο και ιδρυτή της José Limón Dance Company, τον Alfredo Corvino και την Margret Craske
Ε λοιπόν, για να μην πολυλογούμε, η Μπάους αποφάσισε να χορέψει την αλήθεια της – η ομιλία της φαινόταν λίγο passé και λιγο τρομακτική.
«Μου άρεσε να χορεύω γιατί φοβόμουν να μιλήσω. Όταν κινούμουν, μπορούσα να νιώσω», είχε πει κάποτε.
Ποια είναι όμως τελικά, η Πίνα Μπάους;
Γεννηθείσα το 1940 στο Σόλινγκεν της Γερμανίας, η Μπάους ήταν κόρη δυο ξενοδόχων: του Αύγουστου και της Ανίτα Μπάους. Το μικρό τους οικογενειακό ξενοδοχείο λοιπόν, είχε και ένα εστιατόριο.
Εκεί μαζευόνταν μυριάδες άνθρωποι, όπου έλεγαν τις ιστορίες τους και συζητούσαν για τη πολυκύμαντη ζωή τους. Η μικρή τότε Μπάους, τρύπωνε κάτω από τα τραπέζια για να ακούσει τις εξομολογήσεις τους. Μελαγχολία, αγωνία, απελπισία, ελπίδα και φως. Όλα βρίσκονταν κάτω από εκείνα τα τραπεζοκαθίσματα.
Ο χαρακτηρισμός Tanztheater, ή χοροθέατρο, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Rudolf von Laban τη δεκαετία του ’20, αποτέλεσε μια ξεκάθαρη δήλωση
Γνωρίζοντας λοιπόν, πώς από από τόση δα, η Μπάους γνώριζε κάθε λογής άνθρωπο και μάθαινε για την ιστορία του στα κρυφά, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πώς κάποτε είπε: «Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά τι τους κινεί». Μια φράση η οποία έμεινε στην ιστορία.
Δυο πράγματα όμως πιθανόν να μην ήξεραν οι ένοικοι εκείνου του ξενοδοχείου: Ότι η Μπάους γνώριζε κάθε τους συζήτηση και ότι το χαριτωμένο κορίτσι που έκανε παραστάσεις για τους επισκέπτες στο χώρο του εστιατορίου, θα γινόταν η θρυλική χορογράφος η οποία ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο για να παρουσιάσει τα έργα της, δημιουργόντας για κάθε χώρα που επισκέπτονταν και από ένα διαμάντι.
Tanzabend II (Χορευτική βραδιά ΙΙ) στη Μαδρίτη, Ein Trauerspiel (Μια τραγωδία) στη Βιέννη, Nur Du (Μόνο εσύ) στο Λος Άντζελες, Der Fensterputzer (Ο πλύστης παραθύρων) στο Χονγκ Κονγκ, Masurca Fogo στη Λισαβόνα, Wiesenland (Λιβάδι) στη Βουδαπέστη, Água στη Βραζιλία, Nefés (Ανάσα) στην Κωνσταντινούπολη, Ten Chi στο Τόκιο, Rough Cut στη Σεούλ, Bamboo Blues στην Ινδία.
Από το Έσσεν στη Νέα Υόρκη και τούμπαλιν
Όταν ήταν 14 χρόνων, η Μπάους έγινε δεκτή στην σχολή Folkwang στο Έσσεν, όπου ο δάσκαλός της, Kurt Jooss, την ενθάρρυνε να αποκληρώσει την αυστηρότητα του μπαλέτου και να αναζητήσει τη δημιουργική έκφραση μέσα από ένα ευρύ κράμα μορφών τέχνης- στην Folkwang, η Μπάους διδάχθηκε μουσική, υποκριτική, γλυπτική και φωτογραφία.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν η Πίνα Μπάους ήταν πια ενήλικη, έλαβε υποτροφία και έβαλε πλώρη για την Αμερική.
Κατά την διάρκεια της παραμονής της στην χαοτική ζούγκλα της Νέας Υόρκης, σπούδασε στη διάσημη σχολή Juilliard, διδάχθηκε από τον Antony Tudor, ιδρυτή του London Ballet και του Philadelphia Ballet Guild, τον José Limón, χορευτή, χορογράφο και ιδρυτή της José Limón Dance Company, τον Alfredo Corvino και την Margret Craske.
Από τη νεοϋορκέζικη εκπαίδευση της, δεν θα μπορούσε να λείπει και ο Paul Taylor, ο οποίος ίδρυσε το 1954 τον καινοτόμο θίασο Paul Taylor Dance Company.
Η Πίνα Μπάους αδιαμφησβήτητα έλαμψε στη Νέα Υόρκη -αν θυμηθούμε και το γεγονός ότι λίγο καιρό αφότου εγκαταστάθηκε εκεί, επιλέχθηκε για την ομάδα μπαλέτου της Μητροπολιτικής Όπερας με τον Antony Tudor. Όμως παρέμεινε μονάχα για δυο χρόνια πριν πάρει τον δρόμο της επιστροφής προς το Έσσεν της Γερμανίας, ώστε να ενωθεί καλλιτεχνικά και πάλι με τον Kurt Jooss, κατόπιν αιτήματος του.
Η επιστροφή
Ο Joss είχε καταφέρει να δώσει νέα πνοή και μια πιο πρωτοποριακή εσάνς στο μπαλέτο Folkwang, το οποίο στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Folkwang Tanzstudio. Η Πίνα Μπάους από την άλλη άκρη του νήματος χόρευε σε έργα του Jooss ενώ συνέβαλε καλλιτεχνικά σε αυτά και ως χορογράφος.
Καθώς το Folkwang Tanzstudio χρειαζόταν νέα φιλοτεχνήματα, άρχισε να ασχολείται με τη χορογραφία ως ανεξάρτητη καλλιτέχνιδα για έργα όπως το Fragment ή το Im Wind der Zeit, για το οποίο της απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο στο Διεθνές Χορογραφικό Εργαστήριο του 1969 στην Κολωνία.
Δημιούργησε τα πρώτα της έργα (Aktionen für Tänzer το 1971 και το Tannhäuser Bacchanal το 1972) στο Wuppertal ως guest-star χορογράφος, τα οποία παρουσίαζαν μέλη του Folkwang Tanzstudio.
Το 1973 ο διευθυντής του Wuppertal Arno Wüstenhöfer την διόρισε επικεφαλή του μπαλέτου του Wuppertal, το οποίο σύντομα μετονομάστηκε σε Tanztheater Wuppertal. Ο χαρακτηρισμός Tanztheater, ή χοροθέατρο, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Rudolf von Laban τη δεκαετία του ’20, αποτέλεσε μια ξεκάθαρη δήλωση- οι περιοριστικοί μπαλετικοί νόμοι αποτελούν παρελθόν ενώ το παρόν και το μέλλον έγκειται στην πλήρη ελευθερία επιλογής των εκφραστικών μέσων. Η Πίνα Μπάους ήταν μια από τις πρωτεργάτρια αυτού του ιδεώδες – με τις δύο όπερες του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ, Ιφιγένεια εν Ταύροις (1974) και Ορφέας και Ευρυδίκη (1975) δημιούργησε τις πρώτες όπερες χορού.
Cafe Müller
«Δύο γυάλινες πόρτες περιστρέφονται σε ένα κυκλικό περίβλημα. Μια γυναίκα βγαίνει στη σκοτεινή σκηνή από την περιστρεφόμενη πόρτα, κινείται ανάμεσα στις άδειες καρέκλες και στη συνέχεια εξαφανίζεται στα δεξιά της σκηνής. Αυτή είναι η αρχή του Café Müller, ενός έργου της Πίνα Μπάους. Αν εξαρτιόταν από τον Boris Charmatz, αυτό το έργο δεν θα τελείωνε ποτέ. Το ρεπερτόριο αρχίζει με τη συλλαβή «re-». Σημαίνει επανάληψη και επιστροφή, και στην προκειμένη περίπτωση επίσης την άρια «Remember Me» του Henry Purcell. Και για την «περιστρεφόμενη πόρτα» – μια πόρτα που περιστρέφεται σε ατελείωτη κίνηση και όμως παραμένει πάντα ανοιχτή», διαβάζουμε για το πιο διάσημο έργο που χορογράφησε ποτέ η Πίνα Μπάους, στην ιστοσελίδα του Tanztheater Wuppertal Pina Bausch.
Το Cafe Müller αποτελεί ένα από τα λίγα έργα που εκτέλεσε η ίδια η χορογράφος. Στη σκηνή όπου ξεδιπλώνεται το Cafe Müller υπάρχουν μονάχα διάσπαρτες καρέκλες σε ένα δωμάτιο με τρεις πόρτες. Επί σκηνής βρίσκονται έξι χορευτές – τρεις γυναίκες και τρεις άνδρες, οι οποίο εκτελούν επαναλαμβανόμενες κινήσεις με τα μάτια τους κλειστά. Τα κοστούμια τους δεν είναι φαντασμαγορικά αλλά καθημερινά ρούχα καθημερινών ανθρώπων.
«Αν είχα χορέψει στο Cafe Müller με ανοιχτά τα μάτια, θα ήταν όλα διαφορετικά» είχε αναφέρει κάποτε η Μπαους. Ας κλείσουμε αυτό το άρθρο με αυτή τη φράση και δυο κουβέντες.
Όταν κλείνουμε τα μάτια μας, όλα είναι πιο αληθινά, όλα φαντάζουν πιο οικεία. Το φως όμως, ανατρέπει τα πάντα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις