Ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι του 1909, ανεβαίνοντας στο «Νιζέρ», καράβι γαλλικό που θα έφευγα μ’ αυτό για τη Μασσαλία, συνάντησα να κατεβαίνη τη σκάλα του βαποριού τον Ταγκόπουλο του «Νουμά» (σ.σ. ο Δημήτριος Ταγκόπουλος υπήρξε πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού «Νουμάς»). Ο μακαρίτης φίλος μου γύρισε μαζί μου απάνω, χωρίς να μου εξηγήση γιατί, και με ωδήγησε στο σαλόνι της πρώτης θέσης. Εκεί καθότανε ένας ηλικιωμένος κύριος, μόνος του, διαβάζοντας μιαν αγγλική εφημερίδα. «Κύριε Εφταλιώτη», τον προσφώνησε, «ο κύριος Μαλακάσης». Έτσι με παρουσίασε στον συγγραφέα της «Ιστορίας της Ρωμιοσύνης» και τόσων άλλων εκλεκτών έργων.

Περισσότερο από τον Εφταλιώτη, που ανατινάχτηκε, έμεινα έκπληκτος εγώ και τόσο χαρούμενος, που δεν θυμήθηκα να ευχαριστήσω τον φίλο μου, που αμέσως έφυγε, γιατί το καράβι σφύριξε για δέυτερη και τελευταία φορά ειδοποιώντας πως θα σαλπάρη. Από τις πρώτες λέξεις που ανταλλάξαμε με τον Εφταλιώτη, είδα πως ο άνθρωπος αυτός μου πήγαινε σα γάντι. Το ίδιο συνέβαινε και μ’ αυτόν καθώς κατάλαβα λίγο αργότερα και κατόπι. Το ταξείδι μου εκείνο θα μου μείνη αλησμόνητο. Είχα όλον τον καιρό να μπω στο πνεύμα, στην ψυχή, στην καρδιά ενός τέτοιου εκλεκτού ανθρώπου, που τα έργα του με είχαν θέλξη με τη χάρι, την απλότητα, το ύφος και την ευαισθησία των. Έως τότε είχα ανταλλάξη 2-3 γράμματα μ’ αυτόν, τυπικά όμως και χωρίς μεγάλη σημασία. Γράμματα σύντομα και σχετικά με τα ανταλλασσόμενα έως τότε έργα μας έργα ομοϊδεατών και τίποτε περισσότερο. Εξέχασα να πω, και πρώτα πρώτα μάλιστα, πως εκείνο που ιδιαίτερα, ως την ώρα εκείνη, είχα προσέξη στα έργα του ήτανε η φλογερή φιλοπατρία του. Την εύρισκα ανάμεσα στις γραμμές του ενός και του άλλου διηγήματος, ιστορήματος ή άλλου γραπτού. Μια φλογερή φιλοπατρία νοσταλγού, ανεπίστροφα ξενητεμένου. Αυτό το εξηκρίβωσα καθαρά στο ταξείδι μου εκείνο μαζί του, το αλησμόνητο. Το εξηκρίβωσα με τόσα άλλα ανεκτίμητα χαρίσματά του.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 29.9.1940, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Οι τέσσερες πέντε εκείνες ημέρες του ταξειδιού μας και οι άλλες τόσες της παραμονής του στο Παρίσι είνε σημειωμένες στη μνήμη μου, μαζί με τις πλιο που μ’ εχαροποίησαν ποτέ στη ζωή μου. Θυμάμαι ακόμα πως η αναχώρησίς του από κει για την Αγγλία, σα να μου προμηνούσε πως δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ πλέον, με κρατούσε σε μια λύπη ανεξήγητη για κάμποσον καιρό. Τουλάχιστον ως τότε που, εξ αφορμής της αφιερώσεώς μου μερικών μου στίχων σ’ αυτόν, δημοσιευμένων τότε στα «Παναθήναια», ανοίξαμε μια μικρή σχετική αλληλογραφία. Και μου έγραφε τότε, ανάμεσα σε άλλα: «Αγαπητέ μου, ωραίο και παρηγορητικό ξάφνισμα μούδωκε η ευγενικιά αφιέρωσί σου όταν είδα τα Παναθήναια, σήμερα… Τον κόσμο τον σαλεύεις με πόνο και με οργή, όμως τις ομορφιές του δεν μπορείς να τις ξεχάσης. Κι’ αυτό είνε που σε κάνει μοναδικό στο είδος σου, κατά τη γνώμη μου, Διερμηνέα του πεσσιμισμού της Ελληνικής ψυχής». Ξεσηκώνω το απόσπασμα αυτό από το γράμμα του, το πρώτο, για να δείξω ακόμα και τη συμπάθεια που έτρεφε για το ανάξιο τόσων επαίνων έργο μου και για την παρηγορία που μου έφερε στο χωρισμό μας εκείνο του Παρισιού. Ολόκληρη την αλληλογραφία μου με τον Εφταλιώτη θα δημοσιέψω αργότερα. Τα ίδια αυτά πορτραίτα που τυπώνω εδώ, συμπληρωμένα, θα τα εκδώσω κάποτε σε βιβλίο, ελπίζω.

Ο Εφταλιώτης εγεννήθηκε στη Λέσβο το 1849 και πέθανε στα 1924 στη μεσημβρινή Γαλλία (σ.σ. στην Αντίμπ, για την ακρίβεια, αλλά το καλοκαίρι του 1923 και όχι το 1924, όπως αναφέρει ο Μαλακάσης). Έγραψε ποιήματα, διηγήματα, μελέτες, ιστορικά έργα. Έκαμε και μεταφράσεις. Το πρώτο του βιβλίο το εξέδωσε στα 1894 και είνε οι «Νησιώτικες Ιστορίες», το δεύτερο έργο του, «Οι φυλλάδες του Γεροδήμου», βγήκαν στα 1897, το τρίτο, «Η Μαζώχτρα» και άλλες ιστορίες, το 1900 με τον «Βουρκόλακα», δράμα, και οι «Παλιοί σκοποί», τα τραγούδια του, το 1909. Κατά το ίδιο διάστημα εργάζονταν στη μετάφρασι της Οδύσσειας του Ομήρου, σε ιστορικές μελέτες και άλλες των μεγάλων Βυζαντινών.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 29.9.1940, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο 1901 εξέδωσε και τον πρώτο τόμο της «Ιστορίας της Ρωμιοσύνης», αφιερωμένον στον Ψυχάρη, του οποίου ήτανε ο πιο αγαπημένος από τους ακολούθους και φίλους του. Ο πιο εγκάρδιος. Ο Αργύρης μου, όπως τον αποκαλούσε.

Η ιστορία του αυτή αρχίζει από την κυριαρχίαν των Ρωμαίων, για να τελειώση, υποθέτω, στις ημέρες μας. Ο πρώτος τόμος, ο μόνος που έχει εκδοθή, περιλαβαίνει και το θάνατο του Ιουστινιανού (565). Υπάρχει η συμπλήρωσις; Αγνοώ. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα, μολονότι αναφέρεται σ’ εποχή που ελάχιστα είνε γνωστή σ’ έναν μη καταγινόμενο με βυζαντινολογία, ή τουλάχιστον φίλο της ιστορίας. Ως τόσο, τα περί κτίσεως της Κωνσταντινουπόλεως, τα του χριστιανισμού, τα περί Μεγάλου Κωνσταντίνου κεφάλαια, διαβάζονται με πολύ ενδιαφέρον και με συγκίνησι.


Το έργον όμως του Εφταλιώτη αλλού σημειώνει την εξαιρετικότητά του. Στα χαριτωμένα του διηγήματα και στα τραγούδια του. Οι «Νησιώτικες Ιστορίες» του διαβάζονται με ευχαρίστησι και χωρίς κανέναν κόπο. «Οι φυλλάδες του Γεροδήμου» αποτελούν και σταθμό ακόμα. Κάποιες άλλες του «Κρητικές ιστορίες», η «Καλλίτσα» και η «Μαριγή», παρμένη η μία, η πρώτη, από τα ταξείδια του Pashley (σ.σ. ο Robert Pashley, 1805-1859, ήταν βρετανός νομικός και οικονομολόγος που είχε εξερευνήσει την Κρήτη τη δεκαετία του 1830), και η άλλη από την Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Μπαρτόλδη, είνε και οι δυο με μια δύναμι ξεχωριστή γραμμένες, για την τραγικότητά τους και την περιγραφική τους χρωματωσιά. Το κρητικό ιδίωμα, και στα δυο αυτά διηγήματα, με ποια τέχνη αποδίνεται! Νομίζει κανείς πως είνε η γλώσσα αυτή η μητρική του. Μεγάλο πράγμα!

Στα άλλα του διηγήματα και γραπτά του η γλώσσα του Εφταλιώτη δεν είνε δύσκολη, ούτε ιδιαίτερα εκζητημένη. Όμως εδώ κ’ εκεί και το λεκτικό του σκοντάφτει, και οι φράσεις του καμμιά φορά παρουσιάζονται σα να έρχωνται από μια άλλη γλώσσα: την αγγλική, παραδείγματος χάριν. Έπειτα μερικές αποστροφές, εκθλίψεις, εκεί που δεν πηγαίνουν, αυτός τις κάνει, παίρνοντάς τες αναλογικά. […] Ακόμα και ακυριολεκτεί, κάποτε. […] Αλλά όλα αυτά τι είνε μπροστά στις αθάνατες χαρές που δίνουν έξοχες σελίδες, γεμάτες πόνο, ποίησι, νοσταλγία, διάφορες ενδιάθετες άλλες καταστάσεις. Μπροστά σ’ αυτές παραδείγματος χάριν τις γραμμές: «Πατρίδα μου, τι αθάνατο πράμα είνε αυτή η ομορφιά σου! Πρέπει άνθρωπος να σε στερηθή, να καταλάβη την αιώνια σου χάρη! Να γεράση στα ξένα και νάρθη στην αγκαλιά σου να ξανανοιώση. Πατρίδα! Καμμιά χώρα δεν έχει τα κάλλη σου, την αγήρατη νιώτη σου! Σε πλημμύρισε το αίμα, σε ρήμαξαν αμέτρητες συμφορές, και συ ωστόσο ακόμα χαμογελάς, καθώς όταν ένας Πραξιτέλης σε κύτταζε και χάραζε όλη σου τη ζωή και τη χάρη απάνω στα ψυχρά σου μάρμαρα». Ακόμα σ’ εκείνο το «Βοσκόπουλό» του τι ωραία αυτή η ζωγραφιά: «Μήτε δέντρα τριγύρω, μήτε νερά, μήτε και χωράφια! Στειβιές όσες ήθελες παραπάνω, κατά το βουνό, μα κοντά στ’ ακρογιάλι, γύρω στους ξερούς τοίχους του ρημοκλησιού, αμέτρητες λυγαριές. Καταστάλαζαν, ως φαίνεται, εκεί κάτου τα νερά του βουνού, κρυμμένα μέσα στο χώμα, και τις θέριεβαν εκείνες τις λυγαριές. Ύστερα ήταν η χαριτωμένη ακρογιαλιά, όλο χαλίκια, και κατόπι η θάλασσα…»


Και μη νομίσετε πως τέτοιες δοξαριές στις μουσικές συμφωνίες της πεζογραφίας του Εφταλιώτη είνε λίγες. Είνε πάμπολλες. Μπορώ να πω μάλιστα με βεβαιότητα πως όποιος διαβάσει ένα του διήγημα, μια του ιστορία, ένα του μύθο, θα διαβάση λίγο-λίγο όλο το πεζό του έργο, τόσο η μουσικότητά του, μ’ όλες τις ασήμαντες εδώ κι’ εκεί παραφωνίες του, συναρπάζει.


Αυτός ο έπαινος είνε ο δικαιότερος που του χρωστούμε. Κάποτε που τον διάβαζα, στα παλαιά μου χρόνια, συστηματικά, είπα σ’ ένα φίλο μου που με ρώτησε πώς μου φαινόνταν. «Ο Εφταλιώτης», του είπα, «σ’ έναν κήπο από χίλια τριαντάφυλλα, ξέρει να διαλέξη το καλλίτερο και να το προσφέρη…»

*Κείμενο του μεσολογγίτη λογοτέχνη Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943) για τον Αργύρη Εφταλιώτη, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 1940.


Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης

Ο Αργύρης Εφταλιώτης (φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή και πεζογράφου Κλεάνθη Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στο Μόλυβο της Λέσβου την 1η Ιουλίου 1849 και πέθανε στην Αντίμπ της Γαλλίας στις 25 Ιουλίου 1923.