Πριν από πολλά χρόνια, όταν πήγαινα ακόμη γυμνάσιο, αν άκουγα κάποιον να δίνει στην ερώτηση «Ποιος τόπος σάς έχει σημαδέψει πιο βαθιά;» την απάντηση «Μία πεδιάδα« (η πεδιάδα Χ ή Ψ), θα εκπλησσόμουν πολύ, ίσως και να νευρίαζα.

Ζούσα στην Αλβανία όπου καλλιεργούμε συνεχώς τη λατρεία των βουνών στους στίχους, στα παραμύθια, στα διηγήματα. Κάποτε έμαθα ότι το όνομα της χερσονήσου στην οποία βρίσκεται η χώρα μου προέρχεται από τα τουρκικά και σημαίνει «χώρα των βουνών». Αγνοούμε γιατί αυτή η χερσόνησος, το λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δεν είχε όνομα επί περισσότερα από 2.000 χρόνια και τελικώς ονομάστηκε «Βαλκανική», υιοθετώντας το όνομα που της είχαν δώσει εκείνοι που θεωρούσε θανάσιμους εχθρούς της: οι Οθωμανοί Τούρκοι. Ωστόσο, μπορούμε άραγε να βεβαιώσουμε ότι οι Τούρκοι, που ήρθαν από τα οροπέδια της Ανατολίας και εντυπωσιάστηκαν ενώ συγχρόνως φοβήθηκαν από τη θέα των βουνών, ήταν εκείνοι που εμφύσησαν στους λαούς της χερσονήσου αυτή την ιδιαίτερη λατρεία προς τα βουνά, μία λατρεία που δεν μπορεί να προέρχεται παρά από ένα μείγμα μαγείας και φόβου μπροστά στο άγνωστο;


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 31.12.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πολλούς αιώνες πριν από την έλευση των Οθωμανών οι κάτοικοι της χερσονήσου μετουσίωναν τα βουνά τους σε υπερβολικό βαθμό. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που διακήρυξαν ότι το όρος Όλυμπος ήταν το καταφύγιο των θεών, το ιερό κέντρο του Σύμπαντος.

Γιατί όμως τα βουνά, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Λόγω του ότι είναι άχρηστα ίσως; Συχνά μετουσιώνουμε τα άχρηστα πράγματα. Θα μπορούσε να υπάρχει ένα μέρος αλήθειας σε αυτή την εξήγηση, αλλά δεν αρκεί. Το βασικό, αυτό που προσέδωσε κύρος στα βουνά, είναι η όψη τους. Τα βουνά είναι ορατά. Οι κορυφές τους, τα χιόνια τους, τα τρομακτικά φαράγγια τους ξεχωρίζουν από μακριά. Τα σύννεφα μπορούν να τα κρύψουν χωρίς να χαθεί η όψη τους, αντιθέτως. Το κύρος τους πηγάζει λοιπόν από την όψη τους. Αν υπήρχαν βουνοκορφές δίπλα στο Δέλτα του Νείλου, οι πυραμίδες δεν θα είχαν κατασκευαστεί ποτέ.

Από αυτή την άποψη οι πεδιάδες είναι το αντίθετο των βουνών. Δεν είναι περίοπτες, ή μόλις φαίνονται, με τις ταπεινές διαστάσεις τους, πόσο μάλλον όταν βρισκόμαστε στο κέντρο τους. Γι’ αυτόν τον λόγο οι πεδιάδες που συντηρούν τη ζωή παρέμειναν χωρίς βάρος ή κύρος.

Στην καρδιά των ομηρικών βουνών των Βαλκανίων τόλμησε να γλιστρήσει μία πεδιάδα: η πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου. Το όνομά της είναι γλυκό, ρομαντικό: Πεδίο των Κοτσυφιών. Η εμφάνισή της προκαλεί ανησυχία, σπέρνει τη σύγχυση, όπως ακριβώς η εμφάνιση των γυναικών. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την εμφάνιση μίας μάγισσας.


Μία πεδιάδα όπου διεξήχθη μία μάχη, όπου χύθηκε πολύ ανθρώπινο αίμα. Το αίμα διαφόρων λαών, με διαφορετική εθνικότητα, θρησκεία και νομοθεσία. Ένα πεδίο μάχης με δύο πρόσωπα. Άλλως ειπείν, μία ήττα την οποία γιορτάζει μία μερίδα των ηττημένων σαν να επρόκειτο για νίκη. Εν ολίγοις, η αρχή ενός ψεύδους και, εν συνεχεία, περισσότερα ψεύδη. Χειρότερο ακόμη, μία μάχη που έξι αιώνες αργότερα έγινε αφορμή για να χυθεί και άλλο αίμα.

Γιατί και άλλο αίμα; Από ποιον; Ηττημένοι που προσπαθούν να πάρουν τη ρεβάνς από τους νικητές; Καθόλου. Οι νικητές, οι Τούρκοι, βρίσκονται μακριά. Είναι άλλωστε μέλη του ΝΑΤΟ. Ποιον λοιπόν θέλουν να εκδικηθούν; Η απάντηση είναι καταπληκτική: οι Σέρβοι, που ανήκουν στους ηττημένους, επιθυμούν να εκδικηθούν τους Αλβανούς, τους παλαιούς συμμάχους τους, επίσης ηττημένους από τους Τούρκους.

Γιατί; Με βάση ποιο δικαίωμα, ποια λογική; Ιδού η απάντηση: κανένα δικαίωμα, καμία λογική. Για να καταλάβει κανείς τι σημαίνουν όλα αυτά, πρέπει να γνωρίζει τι ακριβώς συνέβη στην πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου στις 28 Ιουνίου 1389. Με δύο λόγια συνέβη το εξής: οι δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι σύμμαχοί τους, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, έφθασαν στο Πεδίο των Κοτσυφιών. Απέναντί τους βρήκαν τους συμμάχους των Βαλκανίων: Σέρβους, Αλβανούς, Βόσνιους, Βλάχους, Κροάτες, όλοι τους χριστιανοί. Η μάχη ήταν άγρια, οι Βαλκάνιοι κατατροπώθηκαν.

Αυτή είναι η αλήθεια και δεν υπάρχει άλλη. Για να πνίξει αυτή την αλήθεια, για να δικαιολογήσει το μακελειό εναντίον των Αλβανών, η σοβινιστική Σερβία κατασκεύασε ένα βουνό από ψεύδη. Παρά την υποστήριξη των φίλων της, τα ψέματα αυτά δεν έπιασαν . Η Σερβία τιμωρήθηκε.

Τον Οκτώβριο του 1972 πάτησα πρώτη φορά αυτή την πεδιάδα για την οποία είχα ακούσει τόσα. Εκτεινόταν ήρεμη, πασπαλισμένη με λίγη ομίχλη, κρύα στο κατώφλι του χειμώνα. Ένα πέτρινο μνημείο, σαν πύργος επάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί ο επισκέπτης, είχε κτιστεί εις μνήμην εκείνης της μάχης. Απέναντι, όχι πολύ μακριά, βρίσκεται ένας μουσουλμανικός τάφος όπου κείται όχι το σώμα αλλά το αίμα και τα σπλάχνα του σουλτάνου Μουράτ Α’. Επί έξι αιώνες το μνημείο και ο τάφος βρίσκονται αντικριστά, το ένα υψηλό και υπερήφανο, ο άλλος θλιβερός και χωρίς μεγαλοπρέπεια όπως είναι συνήθως οι χώροι ταφής των μουσουλμάνων. Ένας επισκέπτης που δεν γνωρίζει ιστορία θα μπορούσε να υποθέσει ότι το μνημείο συμβολίζει τους νικητές και ο τάφος τους ηττημένους. Στην πραγματικότητα, ισχύει το αντίστροφο. Αυτό είναι το πρώτο παράδοξο, αν και συγχωρείται εφόσον βρισκόμαστε στα Βαλκάνια, όπου οι άνθρωποι μαγειρεύουν την ιστορία κατά βούληση.

Το ψέμα αρχίζει μόλις ανεβούμε τα σκαλιά του μνημείου όπου είναι τοποθετημένες μπρούτζινες πλάκες που διηγούνται τη μάχη. Στις πλάκες αυτές γίνεται αναφορά μόνο στους Σέρβους. Στην κορυφή, σε μία βεράντα από την οποία οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν την πεδιάδα, βρίσκεται μία άλλη επεξηγηματική πλάκα. Επαναλαμβάνει το ίδιο πράγμα. Η ουσία της μάχης, όπως και οι πρωταγωνιστές της, είναι παραποιημένη.


Όλα αυτά είναι πολύ θλιβερά. Μία μάχη που θα έπρεπε να ήταν το σύμβολο φιλίας μεταξύ των λαών που ενώθηκαν για να αγωνιστούν κατά ενός κοινού εχθρού, έχει μετατραπεί στο ακριβώς αντίθετο: σε πηγή μίσους και εγκλημάτων.

Εκεί ψηλά, στη βεράντα, μοιράστηκα την άποψή μου με τον φίλο που με συνόδευε, έναν γνωστό ποιητή, αλβανόφωνο κάτοικο του Κοσσυφοπεδίου. Σήκωσε τους ώμους, αρνούμενος να μιλήσει. Γύρω μας υπήρχαν τουρίστες. Ανάμεσά τους μπορεί να υπήρχαν χαφιέδες μεταμφιεσμένοι σε ξένους τουρίστες. Γνώριζα πολύ καλά αυτό το σατανικό κλίμα, αλλά πίστευα ότι στην κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία υπήρχε περισσότερη ελευθερία από όση στην κομμουνιστική Αλβανία. «Για τους άλλους, για τους Σλάβους, ναι, αλλά για μας τους Αλβανούς όχι» μου εξήγησε ο φίλος μου στην ασφάλεια του αυτοκινήτου του: «Είμαστε ξένοι εδώ. Είμαστε αυτοί που περισσεύουν στο τραπέζι των Σλάβων». Ωστόσο, ο κόσμος δεν έβλεπε τη Γιουγκοσλαβία υπό αυτή την οπτική γωνία. Μωσαϊκό λαών. Τόπος διοργάνωσης φεστιβάλ για την αδελφοποίηση των πολιτισμών. Υπόδειγμα για τους άλλους.

«Στην παιδική μου ηλικία», συνέχισε ο φίλος μου, «η οικογένειά μου ήταν φτωχή. Όταν τελείωνα το σχολείο, ο πατέρας μου με έστελνε να βοσκήσω μία αγελάδα. Βρισκόμουν συχνά μόνος με την αγελάδα στην πλαγιά ενός λόφου. Κοιτούσα γύρω μου: κανείς. Έλεγα τότε ότι εκείνη ήταν η κατάλληλη στιγμή για να κάνω κάτι απαγορευμένο, κάτι εντελώς κατακριτέο, χειρότερο από αμαρτία. Γελάς; Δικαίωμά σου, καταλαβαίνω τι σκέπτεσαι».

Όσο μιλούσε ο φίλος μου, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από αυτή την τεράστια πεδιάδα που εκτεινόταν μακριά, σκεπασμένη σε μερικά σημεία από τη φθινοπωρινή ομίχλη. Όλος ο τρόμος για τον οποίο μιλούσε ο Κοσοβάρος φίλος μου ήταν συνδεδεμένος με αυτή την πεδιάδα. Από χρόνο σε χρόνο, παρήγαγε περισσότερο τρόμο παρά σιτάρι και λουλούδια. Τροφοδοτούσε το μίσος και τη δίψα για αίμα, σαν να μην ήταν αρκετό το αίμα που είχε χυθεί πριν από έξι αιώνες. Ήταν μία πεδιάδα που, τοποθετημένη από λάθος ανάμεσα στα βουνά, εμπόδιζε τους Βαλκάνιους να κοιμηθούν ήσυχοι.

*Κείμενο του αλβανού συγγραφέα Ισμαήλ Κανταρέ, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 1999.

Ο Κανταρέ, μετά τις σπουδές του στα Τίρανα και στη Μόσχα, πρωτοεμφανίστηκε στα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας του στα τέλη της δεκαετίας του ’50.


Η ρήξη του με το καθεστώς των Τιράνων τον οδήγησε στην απόφαση να καταφύγει στη Γαλλία, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο το 1990.

Ο Ισμαήλ Κανταρέ έφυγε σήμερα από τη ζωή, πλήρης ημερών (είχε γεννηθεί στο Αργυρόκαστρο το 1936).