Δύο μαρμάρινα αττικά επιτύμβια αγγεία, μια λήκυθος και μια λουτροφόρος του 4ου π.Χ., επέστρεψαν στην Αθήνα, μετά την αίσια έκβαση πολυετούς διεκδίκησής τους από το Ελληνικό Δημόσιο.

Οι μαρμάρινες λήκυθοι και λουτροφόροι εμφανίζονται από τον ύστερο 5ο και σε όλη τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. στα αρχαία αττικά νεκροταφεία, ως επιτύμβια σήματα, στημένα σε οικογενειακούς ταφικούς περιβόλους.

Αποτελούν προϊόντα αποκλειστικώς των αττικών εργαστηρίων μαρμαρογλυπτικής. Αμφότερα τα αγγεία που επέστρεψαν από τη Βασιλεία χρονολογούνται στον 4ο αι. π.Χ.

Δύο αγγεία επαναπατρίστηκαν από την Ελβετία

Η λήκυθος, ύψους 60 εκ., φέρει ανάγλυφη παράσταση δεξίωσης ανάμεσα σε ώριμης ηλικίας ιματιοφόρο άνδρα, τον νεκρό, ο οποίος απεικονίζεται καθισμένος σε πτυσσόμενο κάθισμα με πλάτη (κλισμό) και πατά σε υποπόδιο, και σε όρθιο γενειοφόρο πολεμιστή, ο οποίος φορεί κράνος, χιτωνίσκο και ανατομικό θώρακα με πτέρυγες, ενώ κρατά στο αριστερό χέρι κυκλική ασπίδα (τ πλον).

Πίσω από το κάθισμα του νεκρού στέκεται γυναικεία μορφή, ίσως η σύζυγός του, κρίνοντας από την τυπική για τα παντρεμένα ζευγάρια χειρονομία της ανάσυρσης του ενδύματος μπροστά από το πρόσωπο (νακάλυψις). Πάνω από τις μορφές είναι χαραγμένα τα ονόματα των δύο ανδρών σε δύο στίχους.

Ο Δημόστρατος στον δεύτερο στίχο συνοδεύεται από το όνομα του αττικού δήμου των Λακιαδών από τον οποίον καταγόταν: Καλλίας Δημοστράτο[υ]  | Δημόστρατος Λακιάδης.

Η λουτροφόρος, ύψους 54 εκ

Η λουτροφόρος, ύψους 54 εκ., φέρει ανάγλυφα την τυπική για τα αγγεία αυτού του είδους φυτική διακόσμηση, που συνίσταται σε παρατακτικά ροπαλοειδή φύλλα, τα οποία καλύπτουν τα 2/3 του ύψους του αγγείου και συγκλίνουν βαθμιαία προς το πόδι, διπλό πλοχμό στην περιφέρεια και έξι επικαλυπτόμενες σειρές φολίδων. Οι λαβές ήταν ένθετες, από χωριστό κομμάτι μαρμάρου.