«Το θέατρο είναι τρόπος ζωής»
«Είναι ευλογία η σπουδή πάνω στα μεγάλα κείμενα» λέει στα «ΝΕΑ» ο βραβευμένος ηθοποιός, Μιχάλης Σαράντης, ενόψει της νέας περιοδείας του «Αίαντα» του Σοφοκλή
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Ο μυθικός Αχαιός, ήρωας του Τρωικού Πολέμου, Αίαντας κρατά ανάμεσα στα όπλα του μια θεόρατη ασπίδα με επτά στρώσεις από δέρμα βοδιού, γράφει ο φιλόλογος Γεώργιος Πουλόπουλος σε μια ερμηνευτική πράξη της γνωστής τραγωδίας του Σοφοκλή. Ο ηθοποιός Μιχάλης Σαράντης κρατά ένα κράνος για μοτοσικλέτα που το ακουμπάει αθόρυβα στην καρέκλα. Στον δικό του καθημερινό πόλεμο στο θέατρο και στην Αθήνα είναι αναγκαίο.
Είναι ένας από τους survivors της γενιάς του. Πρώτη γραμμή των καλύτερων ηθοποιών που σήμερα γίνονται σαράντα και που έχουν αρχίσει να αφήνουν το ολόδικό τους πια σκηνικό αποτύπωμα στην τέχνη τους. Ο Μιχάλης Σαράντης έχει μετάσχει σε πολλούς πολέμους ως τώρα. Στη σκληρή μαθητεία δίπλα σε μεγάλους σκηνοθέτες, στο υψηλό ρεπερτόριο, σε παραστάσεις-τομές όπως η «Γκόλφω» ή οι «Ορνιθες», στις τηλεοπτικές σειρές που πια συναντάμε τη δική του δύσκολη και πονεμένη γενιά. Ο Σαράντης το 2015 απέσπασε το Βραβείο Χορν αλλά οι κοντινοί του άνθρωποι ξέρουν πως χωρίζει τη ζωή του στο πριν και στο μετά με τις απώλειες που είχε.
Τους ανθρώπους που έχασε και τους ανθρώπους που κέρδισε. Σήμερα είναι προφανές πως ως πατέρας έχει μεταβάλει τη ματιά του στα πράγματα, έχει όμως πάντα εκείνη τη φλόγα μιας νιότης που έχει να κάνει περισσότερο με την αγάπη του και την πίστη του στο θέατρο παρά με το γεγονός πως έχει μια μεγάλη πορεία χωρίς να είναι καν σαράντα. Α, για να δικαιολογήσω την αρχή του κειμένου: φέτος το καλοκαίρι θα περιοδεύσει ξανά με τον περίφημο «Αίαντα» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη και με τον ίδιο τον Μιχάλη στη σκηνή σε όλους τους ρόλους. Μαζί του επί σκηνής ο ζωγράφος Απόστολος Χαντζαράς, ζωγραφίζει επιτόπου τους ήρωες και τις σκηνές.
Επανέρχεστε με τον Αίαντα αυτό το καλοκαίρι. Μέσα σε πέντε χρόνια, έχετε κάνει πολλά, έχουν αλλάξει πολλά και ο Αίαντας είναι εκεί.
Μάλλον γιατί έχω ανάγκη κάποια σημεία αναφοράς. Και έχω και την τύχη εκτός της οικογένειάς μου, των φίλων μου, ένα τέτοιο να είναι μια παράσταση. Και δεν είναι τυχαίο πως σε αυτήν την παράσταση είμαι με έναν φίλο που δεν προέρχεται από τη δεξαμενή της δουλειάς. Το να μοιράζομαι σκηνική δράση με κάποιον που δεν είναι της δουλειάς μου με επανεφευρίσκει μέσα στην εργασία μου. Που είναι ζωγράφος, είναι καλλιτεχνάρα (σ.σ.: Απόστολος Χαντζαράς). Τα πράγματα όντως αλλάζουν κι ο Αίαντας είναι εκεί. «Πώς θα με δεις φέτος»; Σε κοιτάει, σε ρωτάει το ίδιο το έργο. Το δημιούργημά μας: του Γιώργου Νανούρη, του Απόστολου, το δικό μου.
Αρα;
Αρα, ένας καλλιτέχνης μπορεί να ασχοληθεί με ένα έργο για μια ζωή. Είναι τόσο πολλές οι πτυχώσεις, τα βάθη και κάθε φορά μπορεί να δεις κάτι άλλο εκεί μέσα. Σε ένα τεράστιο κείμενο. Είναι φυσιολογικό άρα να ασχοληθώ εγώ μέσα σε πέντε χρόνια με τον Αίαντα. Και είναι μια σπουδή μου πάνω στο αρχαίο δράμα.
Τα κείμενα πρέπει να τα ξαναδιαβάζουμε και να τα αναθεωρούμε; Υπάρχει μια τρέχουσα συζήτηση για τον Μ. Καραγάτση.
Τα κείμενα είναι εκεί. Να σου πω κάτι; Με αφορμή αυτό, δεν θέλω να έχω άποψη για όλα. Οχι να μην την πω, αλλά να μην έχω. Δεν έχω διαβάσει Καραγάτση.
Πάμε τότε ξανά στον Αίαντα. Τι μας λέει;
Είναι η δύση ενός κόσμου και η ανατολή ενός άλλου. Ζούμε πολλούς θανάτους μέσα στην ημέρα και πολλές αναγεννήσεις μικρές και μεγάλες. Εχουμε απώλειες μέσα στα χρόνια. Αναθεωρείς, μεγαλώνεις. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, που μετέφρασε το έργο, ο Νίκος ήταν κινητό μνημείο ως πνευματικός άνθρωπος, το είχε θίξει αυτό: το έργο πραγματεύεται τη μεγάλη μάχη του τρόπου σκέψης του Αίαντα και του τρόπου του Οδυσσέα. Κάτι πρέπει να φύγει και κάτι έρχεται. Κάτι πρέπει να θαφτεί. Κάτι δεν μπορεί να υπάρξει γιατί έρχεται η ίδια η εποχή και το προσπερνά. Αυτό το κάτι ή θα αφουγκραστεί την εποχή ή η ίδια η εποχή θα το καταπιεί.
Με ποιον είστε εσείς;
Εγώ θα είμαι πάντα βέβαια με τον Αίαντα. Μου είναι συμπαθής ο Οδυσσέας. Ο τύπος δηλαδή που λέει πως τα πράγματα δεν είναι μονόπαντα. Αλλά εμένα σε αυτή τη ζωή με γοητεύει ο Αίαντας που λέει πως αν δεν είναι έτσι τα πράγματα, καλύτερα να μην είναι. Σε ένα φαντασιακό επίπεδο όλα αυτά.
Εργο που βλέπει τη μετάβαση στη νέα κοινωνία, λένε κάποιοι. Στην πόλη-κράτος.
Ναι. Κι άλλα πολλά νοήματα. Κι επειδή είμαστε ετεροπροσδιοριζόμενοι, τα τελευταία χρόνια υπάρχουν πολλά μάτια που μου λείπουν και που με προσδιόριζαν, αλλά και πολλά νέα μάτια που με προσδιορίζουν εκ νέου. Η γυναίκα μου, η κόρη μου. Είναι εκεί. Το βλέμμα τους. Λείπει η μαμά, ο μπαμπάς. Φίλοι. Πρέπει να επανεφευρίσκεις τον εαυτό σου. Επειδή έχω βιώσει απώλειες, από τρυφερές ηλικίες μέχρι τώρα, αλλά ξέρεις πως οι νεκροί σου είναι εκεί. Υπάρχει μια σχέση που δεν σταματάει. Ο Αίαντας έχει και τέτοια ψήγματα, ειδικά μετά την αυτοχειρία του.
Ποιο το κρίσιμο σημείο της έκβασης του έργου; Το γεγονός πως ψηφίστηκε ότι ο Οδυσσέας είχε μεγαλύτερη συμβολή στη μάχη απ’ τον Αίαντα;
Εγινε ψηφοφορία που νοθεύτηκε. Τα όπλα ως καλύτερος μαχητής τα πήρε ο Οδυσσέας. Είναι και το πρώτο έργο όπου ο λογοτεχνικός ήρωας παθαίνει ψυχωσικό επεισόδιο. Που τυφλώνεται από θυμό. Και μετά τι σου λέει; Πώς πέρασα μια γραμμή. Δεν γίνεται να είμαι εδώ. Μπαίνω κάθε μέρα και κάθε φορά στον πυρήνα του έργου. Τι θέλει να μας πει; Πως υπάρχουν συνέπειες; Πως όλο αυτό ήταν μια ιστορία του Οδυσσέα; Εχει τόσα και τόσα βάθη. Να πούμε πως τον έχω ξαναπαίξει στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2015, στη Μικρή Επίδαυρο, με το ανφάν γκατέ της γενιάς μου, Χάρης Φραγκούλης, Θάνος Τοκάκης, Αβαρικιώτης, Κόκκαλη κ.ά.
Ο Αίαντας εξελίσσεται ως τραγωδία σε ένα πολεμικό περιβάλλον. Η γενιά σου είναι σε ένα τέτοιο; Είπατε τη λέξη «γενιά»…
Κάπου διάβαζα πως ρώτησαν κάποιον για τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, αν θα ξεκινήσει και πότε ή έρχεται. Και απάντησε πως είμαστε ήδη στη μέση. Οπως ο Πρώτος δεν είχε καμία σχέση με τον Δεύτερο Παγκόσμιο, έτσι δεν θα ‘χει σχέση και ο Δεύτερος με τον Τρίτο. Υπό την έννοια πως τα μεγάλα κράτη έχουν πολλούς τρόπους να κατασπαράσσουν τα μικρότερα και όχι μόνον με ρουκέτες. Αλλά δεν είναι μόνον έτσι οι πόλεμοι. Είναι εμπόλεμες οι συνθήκες – ΟΚ, το λέω με μια υπερβολή, μην παρεξηγηθώ δεν συγκρίνω πράγματα – εντός των κοινωνιών. Σφαζόμαστε στις κοινωνίες. Δεν σου κάνει εντύπωση πως από τότε που γράφτηκαν τα μεγάλα έργα, οι άνθρωποι δεν έχουν παρ’ όλα αυτά πάψει να είναι πολύ βίαιοι;
Αλήθεια είναι αυτό.
Το τουίτερ είναι το χειρότερο από όλα. Το υλικό που διακινείται με τη βία είναι πολύ σκληρό, αφιλτράριστο. Η βία είναι εδώ. Δίπλα μας. Και δεν της λέμε «σταμάτα». Εχουμε εξευγενιστεί μερικώς. Οχι εν συνόλω.
Αρα πείτε μου για τη γενιά σας…
Για όλες τις γενιές είναι δύσκολα. Κοντεύουμε τα σαράντα. Εχει έλθει ο χρόνος να κάνουμε επιλογές συνειδητές. Παλεύουμε κάθε χρόνο αν θα έχουμε δουλειά. Αυτό είναι από τα πράγματα όμως που σε κινητοποιούν κάθε ημέρα πέραν του ότι είσαι ανήσυχος με την τέχνη σου. Εχω την αίσθηση πως τώρα αποκτούμε τη σκηνική μας γλώσσα. Οσοι κατάφεραν να επιζήσουν. Πιο θαρρετά ήλθε η ώρα να αφήσουν το αποτύπωμά τους. Είναι καλό να διαμορφώνεις τη γλώσσα και να την εκθέτεις.
Προλάβατε Αμόρε, Λευτέρη Βογιατζή, Πειραματική. Πόλους δηλαδή.
Οταν τέλειωσα τη σχολή, το Θέατρο Τέχνης το 2008, το όνειρο ενός ηθοποιού, βασικά το δικό μου, ήταν να μπω στην Πειραματική ή στο Αμόρε. Να μπω δηλαδή σε έναν πυρήνα ηθοποιών που όλη μέρα ασχολούνται με αυτά τα πράγματα, βαράνε ώρες πτήσης.
Μπήκα απ’ το πρώτο έτος σε παράσταση του Νίκου Μαστοράκη, που είναι ένα τεράστιο πρόσωπο. Μια σχολή από μόνος του.
Ηταν το «Ονειρο Θερινής Νυκτός» του Σαίξπηρ και έκανα τον Λύσανδρο. Σκέψου το λίγο. Τι είχα
τότε στα 22 μου απλά; Θράσος και μάτια γεμάτα περιέργεια. Τίποτε άλλο.
Αναφέρατε τον Μαστοράκη. Δουλέψατε με πολλούς σπουδαίους. Λυδία Κονιόρδου, Νίκο Καραθάνο κ.ά. Τι ρόλο παίζουν οι δημιουργοί σε έναν ηθοποιό;
Σε διαμορφώνει κάθε ένας από αυτούς. Κάποιοι τον έχουν ανάγκη τον «μπαμπά», κάποιοι όχι. Εγώ τον ήθελα. Εγώ κατέληξα στην ομάδα του Θωμά Μοσχόπουλου και της Ξένιας Καλογεροπούλου και μετά γνώρισα και μπήκα στην ομάδα του Νίκου, υπήρξε ένας πυρήνας άτυπος. Πιστεύω πολύ στην ομάδα. Τα έχω κάνει όλα: κομπάρσος και πρωταγωνιστής. Το ξέρω το έργο και μου αρέσει. Υπήρχε αρχικά ένας φόβος ευθυνών που πια δεν υπάρχει. Προπονήθηκα. Νομίζω ε; Είμαι υπέρ της ομάδας και ο Αίαντας είναι ο ορισμός της ομάδας. Εγώ, ο Νανούρης, ο Χαντζάρας. Ο Νανούρης το έκανε παράσταση αυτό το πράγμα. Εγώ μπορεί να έχω χίλιες ιδέες, στο μπάνιο όλοι τραγουδάμε.
Πάμε στις σειρές. Στην τηλεόραση. Εγινε ένα μπουμ. Παίξατε πέρυσι στους «Πανθέους», φέτος ετοιμάζεστε να παίξετε στη «Διάφανη Αγάπη». Πιθανώς ως γενιά τα σνομπάρατε όλα αυτά για χρόνια. Και ξαφνικά βλέπουμε καλούς ηθοποιούς κάθε βράδυ σε σειρές.
Να πούμε πως από το 2008 που εγώ αποφοίτησα από τη Σχολή και για μια πενταετία υπήρχαν βασικά τούρκικα. Μετά μπήκαν λεφτά.
Είναι κίνηση υποχώρησης για εσάς ή προωθητική κίνηση;
Είναι απενοχοποιημένη κίνηση. Κοίτα Δημήτρη, εμένα όπου και να με πετάξεις θέλω και θα κάνω τη δουλειά μου καλά. Θα προσπαθήσω. Υπήρχαν ταμπέλες και ενοχικά σύνδρομα για το ρεπερτόριο και τα είδη. Δεν πάει όμως έτσι.
«Ορνιθες». «Γκόλφω». Είναι τομές για εσάς;
Βέβαια. Εχω τέτοιες στιγμές που δεν επαληθεύουν κάτι προς τα έξω, είναι όμως πλούτος. Είναι εμπειρίες μοναδικές. Στιγμές αγωνίας. Δηλαδή «Ορνιθες» στη Νέα Υόρκη. «Γκόλφω» στην Επίδαυρο. Με την αείμνηστη Ελλη Παπαγεωργακοπούλου να μας λέει πως θα είναι «πουφ» τα βράχια. Και να ανεβαίνουμε με τον Φραγκούλη και τη Σαουλίδου σε αυτά σαν κατσίκια. Τα «Βατράχια» επίσης ήταν μεγάλη στιγμή. Η «Μήδεια» με Καραντζά και Λούλη και Γάλλο. Είμαι τυχερός. Ξέρω πως έχω δουλέψει πολύ. Με ξέρω. Από την «Γκόλφω» και μετά δούλεψα πολύ.
Τι σημαίνει για έναν ηθοποιό «δουλεύω πολύ»;
Σημαίνει πως εμβαθύνω. Κάθετα. Αυτοκτονικά. Αιαντικά.
Η Αθήνα ως πόλη όπου ζείτε με την οικογένειά σας, σας κάνει να πεισμώνετε ή να παραιτείστε;
Να παραιτούμαι. Δεν μου δίνει αφορμή να βγω. Είναι μια σκληρή πόλη. Μετά την πανδημία κάτι συντελέστηκε πολύ βαθύ.
Οταν ξεκινήσατε να κάνετε θέατρο, οι τότε λόγοι που σας κινητοποιούσαν είναι οι ίδιοι σήμερα;
Ωραία ερώτηση. Εγώ μπήκα στο θέατρο γνωρίζοντας ένα δίδυμο, τους Κυριακόπουλο – Χαντζαρά. Ζωγράφους. Συνωμότησαν ερήμην τους να μπω στο θέατρο. Μαθήτευαν τότε σε έναν μεγάλο ζωγράφο, τον Δημήτρη Φώτου. Δεν εκθέτει, κάνει αδιανόητα έργα. Εγώ είδα πώς μου μιλούσαν για τον Φώτου, τον δάσκαλό τους, και πάθαινα πλάκα. Ετσι μπήκα στη μουσική, στη ζωγραφική. Στον Χατζιδάκι, στον Τσαρούχη, στον Βελάσκεθ, πόζαρα. Διάβαζα. Μπήκα σε ένα σύμπαν που δεν γνώριζα. Οι γονείς μου ήταν λαϊκών καταβολών με ευαισθησίες που όμως δεν είχαν μετασχηματιστεί. Μπήκα σε ένα σύμπαν που με γοήτευσε, είχα μια ευαισθησία μεγαλώνοντας στο Μεταξουργείο που δεν ήξερα τι να την κάνω. Με κινητοποίησε μάλλον η ανάγκη μου να μετασχηματίσω κάτι.
Σήμερα;
Εχω δύο μήνες να κάνω πρόβα. Δεν μου ‘χει λείψει, έπειτα από δέκα χρόνια ασταμάτητης δουλειάς. Το θέατρο έγινε ο τρόπος ζωής μου, η αναφορά μου. Μάλλον κάνω θέατρο γιατί δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο τόσο καλά. Και δεν ξέρω αν το κάνω και τόσο καλά, αλλά σίγουρα προσπαθώ. Είναι ευλογία η διαστολή του χρόνου πάνω στη σκηνή. Και η επαφή μου, η σπουδή μου πάνω στα μεγάλα κείμενα. Αν έχω κάτι κερδίσει στη δουλειά είναι κάποιοι άνθρωποι που ήλθαν στη ζωή μου και ήταν μοναδικοί. Και δεν θα έρχονταν αλλιώς. Δεν μπορεί να κάνεις θέατρο και να μην επηρεάζεσαι στη ζωή σου.
«Υπάρχει ο Μιχάλης πριν και μετά τον θάνατο της μαμάς του»
Υπάρχει ο Σαράντης πριν από το Βραβείο Χορν και μετά το Βραβείο;
Οχι. Υπάρχει ο Μιχάλης πριν από τον θάνατο της μαμάς και μετά τον θάνατό της. Που συμπίπτει και με το βραβείο. Το 2015, η μαμά είναι στον Ευαγγελισμό και χαροπαλεύει. Με καθόρισε πολύ γιατί μου έδειξε πως η ζωή είναι πολύ ρευστή. Δεν περιμέναμε να τη χάσουμε. Περιμέναμε τον μπαμπά που ήταν άρρωστος. Και εκεί κουνιούνται τεκτονικά τα πράγματα. Μας κόστισε πάρα πολύ. Επαιξα την ίδια μέρα. Κάναμε τότε με τον Καραντζά, Ιψεν. Το «Οταν Ξυπνήσουμε εμείς οι Νεκροί» με Ρένη Πιττακή, Μουστάκη, Κεχαγιόγλου κ.ά. Με παίρνει η Μαριάννα Κάλμπαρη που έμαθε για τον θάνατό της και μου λέει να μην παίξουμε. Και της λέω πως δεν γίνεται να μην παίξω. Εχει γίνει αυτό, δεν αλλάζει, σκέφτηκα. Δεν μπορούσα να μην πάω.
Πώς ήταν;
Ημουν τρομερά παρών. Ακουγα με μεγάλη διαύγεια τη Ρένη και τη Μαρία και οι αισθήσεις μου ήταν στα κάγκελα.
Κοινωνικά δίκτυα. Αυτοεικόνα. Πώς έχουν επιδράσει σήμερα;
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι η απάντησή μου. Ευτυχώς που υπάρχει και αυτό. Βέβαια το τραγούδι είναι κάτι άλλο. Θα μπει στο σπίτι, στο καράβι, στην κατασκήνωση, στην παραλία, στο αμάξι. Με συγκινεί πως υπάρχει ένας άνθρωπος που δεν υποκύπτει σε αυτά και γεμίζει στάδια. Ο Θανάσης. Με ηρεμεί αυτό. Είναι σαν να μου λέει πως υπάρχει και άλλος δρόμος.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις