Στις 2 Ιουλίου 1978 έφυγε από τη ζωή, προδομένος από την καρδιά του και σε ηλικία μόλις 56 ετών, ο Άρης Αλεξάνδρου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη).

Πνευματικός άνθρωπος με πολυσχιδή δράση, ο Αλεξάνδρου υπήρξε πολυγραφότατος.

Στην κορυφή των πνευματικών δημιουργημάτων του τοποθετείται αναμφίβολα το μυθιστόρημα Το κιβώτιο, ένα αριστούργημα του ελληνικού λογοτεχνικού μοντερνισμού, που εκδόθηκε το 1974 και μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες.

Ο Αλεξάνδρου περιγράφει στο Κιβώτιο το σύγχρονο Ατρειδικό κύκλο της Αριστεράς, όπως ανέφερε πολύ εύστοχα σε σχετικό άρθρο του ο τεχνοκριτικός Κώστας Σταυρόπουλος.


Με το ποιητικό έργο του (Ακόμα τούτη η άνοιξη, 1946, Άγονος γραμμή, 1952, Ευθύτης οδών, 1959) ο Αλεξάνδρου διέγραψε την πορεία από τον στρατευμένο υπέρ του κομμουνισμού λόγο στην έκφραση της απογοήτευσης για το μάταιο των αγώνων και στην ειρωνεία.

Ως πρωτοκλασάτος μεταφραστής ο Αλεξάνδρου συνεργάστηκε επί σειράν ετών με τις εκδόσεις Γκοβόστη.

Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, καθοριστική υπήρξε η συμβολή του στη διάδοση του έργου των μεγάλων της ρωσικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.

Ο Αλεξάνδρου, που βίωσε μεταξύ πολλών άλλων την εξορία αλλά και την πλήρη ρήξη με τη διαβόητη «επίσημη κομματική γραμμή», παρέμεινε έως το τέλος του βίου του ένας αγνός ιδεολόγος, ένας άδολος αγωνιστής της Αριστεράς.


Μια επιφυλλίδα στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει το Σάββατο 8 Μαΐου 1976, γραμμένη διά χειρός Δ. Ν. Μαρωνίτη, ήταν αφιερωμένη στο ποιητικό έργο του Άρη Αλεξάνδρου. Σε αυτή  διαβάζουμε  τα εξής:


[…]

Συνεχίζω τη δουλειά που έχω αρχίσει: την ανάγνωση της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς και την ψηλάφηση της κρίσιμης και κριτικής ηθικής της. […] Αρχίζω λοιπόν το δρόμο μου προς τον Άρη Αλεξάνδρου, τον ωριμότερο της τριάδας (σ.σ. Τίτος Πατρίκιος και Μανόλης Αναγνωστάκης τα δύο άλλα μέλη της) που υποσχέθηκα να σχολιάσω, ψάχνοντας καταρχήν για κάποιες γέφυρες που τον ενώνουν με το νεότερο εταίρο του Αναγνωστάκη.

1) Και των δύο η ποιητική παραγωγή έχει κοινό χρονολογικό πλαίσιο. Τα άπαντα του Αναγνωστάκη καλύπτουν την τριακονταετία 1941-1971. Την ίδια ακριβώς τριακονταετία καλύπτουν και τα άπαντα του Άρη Αλεξάνδρου.

2) Υπάρχουν κάποιοι στίχοι στον Αλεξάνδρου που μοιάζει να παραπέμπουν σε στίχους ή βασικά μοτίβα του Αναγνωστάκη: οι τελευταίοι λόγου χάρη από το ποίημα «Πρώτη πέτρα» («Ευθύτης οδών», Άπαντα σ. 137): Εδώ που έχω καταφύγει / σωριάζονται μια μια οι εποχές / δε ζυγιάζω τίποτα. / Ξέρξης και Αθήνα δεν υπάρχουν / είμαι προδότης για τη Σπάρτη, για τους είλωτες Σπαρτιάτης. / Με το σπαθί χαράζω στα στεγνωμένα χείλη το χαμόγελό μου.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 8.5.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

3) Άλλοι στίχοι του Άρη Αλεξάνδρου φαίνεται να έχουν τροφοδοτήσει ένα από τα πιο γνωστά μοτίβα του «Στόχου» του Αναγνωστάκη. Η κατάληξη λόγου χάρη της «Εισήγησης» (Άπαντα σ. 86): Με τούτο εδώ ίσως μπορέσω να καρφώσω μια πρόκα / πίσω από την πόρτα μου. / Στεριώνει την πρόκα, κρεμάει το σακκάκι του και λέει / «Ναι αυτό ήταν που γύρευα. / Από εδώ και μπρος / τ’ ονομάζω / σφυρί». Η ποίηση, λοιπόν, είναι μια υπόθεση αντικοινωνική.

Έτσι σ’ ετούτη την ποιητική γενιά μοτίβα και εμπειρίες κατατίθενται στην ίδια τράπεζα και στον ίδιο λογαριασμό, και η ανάληψή τους είναι ελεύθερη.

4) Και για να περάσω στο υπόστρωμα της πολιτικής πείρας: αν ο Αναγνωστάκης γνώρισε πάνω στο πετσί του την αγριότητα του διωγμού με την καταδίκη του  σε θάνατο, που συμπτωματικά μόνον τον ξέφυγε, περιμένοντάς τον εντούτοις τρία ολόκληρα χρόνια μέσα στη φυλακή (1949-1951), οι ταλαιπωρίες του Αλεξάνδρου κράτησαν περισσότερον καιρό και υπήρξαν ίσως πιο διαβρωτικές. Εξορία από το 1947 ως το 1951, φυλακή για λιποταξία από το 1953 ως το 1957. Ο άνθρωπος αυτός από τα εικοσιπέντε ως τα τριανταπέντε του χρόνια βάλλεται από τα βλήματα της αντικομμουνιστικής υστερίας.

5) Και για να τελειώνω με τις συγκρίσεις, φτάνοντας ξανά στο κέντρο αυτών των επιφυλλίδων. Τόσο στον Αναγνωστάκη όσο και στους άλλους δύο ποιητές της γενιάς του, που διάλεξα να τον πλαισιώσουν, το πρόβλημα που τίθεται μπορεί να πάρει, ίσως, γεωμετρική σχεδόν μορφή. Η ποιητική ροπή και η πολιτική συνείδηση αποτελούν θα έλεγα γωνίες βάσεως ενός τριγώνου που πάει να σχηματιστεί με γωνία κορυφής αυτό που ονόμασα ήδη ποιητική και πολιτική συνάμα ηθική. Το τρίγωνο αυτό μοντέλο στην περίπτωση του Αναγνωστάκη νομίζω ότι συχνά σχηματίζεται: ποιητική και πολιτική διάσταση γωνιάζουν, και η ηθική που προκύπτει από την συγκλίνουσα αυτή νομή είναι αδιαίρετη. Μένει να δούμε αν αντίστοιχα τρίγωνα σχηματίζονται στην ποίηση του Αλεξάνδρου και του Πατρίκιου.

6) Και μια έσχατη καθυστέρηση είδος ομολογίας: του Αναγνωστάκη τα ποιήματα τα έχω διαβάσει πάρα πολλές φορές ως τώρα. Η αυξημένη, λοιπόν, αυτή εξοικείωσή μου και με το έργο και με τον άνθρωπο κάνει ίσως οξύτερη και πιο συμπαθητική την ακοή μου. Η φετινή εξάλλου διδακτική μου ενασχόληση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με την ποίηση του Αναγνωστάκη με έπεισε πως ασφαλώς έχουμε να κάνουμε μ’ έναν ποιητή, που αρκετά ποιήματά του είναι στέρεα και βιώσιμα, ή απλά και μόνον: ποιήματα. Αν τονίζω εδώ με κάποια έμφαση αυτή τη γνώμη, είναι γιατί δεν τη θεωρώ καθόλου αυτονόητη. Γιατί απ’ όσους γράφουν στίχους, και έγραψαν, μπορεί πολλοί να είναι ποιητές και μάλιστα επώνυμοι ποιητές, αλλά πολύ λίγοι έχουν γράψει ποιήματα. Θα χρειάζονταν πολλά για να εξηγηθεί αυτή η παραδοξολογία.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 8.5.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στην περίπτωση ωστόσο του Άρη Αλεξάνδρου τα πράγματα για μένα είναι κάπως διαφορετικά. Τον άνθρωπο τον έχω γνωρίσει μόνο μία φορά στη ζωή μου. Το έργο του το διάβασα, αν μετρώ σωστά, δέκα φορές, με προσοχή. Υπάρχει, λοιπόν, ακόμη μια απόσταση που με εμποδίζει να νιώσω την άνεση της οικειότητας, ώστε να μπορώ να μετρήσω τα εξαγόμενα της αίσθησής μου με μεγαλύτερη σιγουριά. Πάντως στη δοκιμαστική φάση που βρίσκομαι ακόμη απέναντι στο ποιητικό έργο του Άρη Αλεξάνδρου, πρέπει να ομολογήσω και το θεωρώ χρέος μου προς τους αναγνώστες πως στέκομαι αναποφάσιστος. Ότι ο Αλεξάνδρου είναι καλός πεζογράφος και ότι το «Κιβώτιό» του άνοιξε νέους δρόμους στη μεταπολεμική μας πεζογραφία, το πιστεύω δίχως καμιά επιφύλαξη. Δε μου συμβαίνει όμως το ίδιο και με την ποίησή του. Μ’ όλη τη σοβαρότητα της πρόθεσής της θα έλεγα το ακέραιο ήθος της, μ’ όλη την τεχνική της επάρκεια συχνά εμφανέστερη παρ’ ότι στον Αναγνωστάκη, μ’ όλη τη γνώση της ποιητικής τέχνης σε ευρωπαϊκό επίπεδο πολύ πιο συμπληρωμένη στον Αλεξάνδρου παρ’ ότι στον Αναγνωστάκη υπάρχει κάτι που με κάνει να ταλαντεύομαι και να αναρωτιέμαι αν όλη ετούτη η ανθρώπινη και πολιτική αγωνία που κυκλοφορεί στους στίχους του Αλεξάνδρου, κι όλη η ποιητική διδαχή που απορρέει από τους στίχους του καταλήγουν σε τελειωμένα ποιήματα.

Αν επέμεινα στην προκαταβολική αυτή δήλωση είναι γιατί θεωρώ τον Αλεξάνδρου πολύ σοβαρό εκπρόσωπο των γραμμάτων μας και υποθέτω πως και ο ίδιος θα ζητούσε να μετρηθούν οι ποιητικές του καταθέσεις με μέτρα αδιάβλητα. Είναι φανερό πως χρησιμοποιώντας τα ίδια μέτρα, θα έπρεπε κάθε σοβαρός αναγνώστης της ποίησής μας όχι απλώς να σταθεί απορημένος, αλλά να απορρίψει αμέσως το σύνολο ή μέρος της ποιητικής παραγωγής πολλών από τους πολύ γνωστούς ποιητές μας.