Kαμπανάκι για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης χτυπάει η McKinsey, καταγράφοντας ανησυχητική μείωση μείωση των καθαρών επενδύσεων.

«Ο επενδυτικός σφυγμός της Ευρώπης είναι χαμηλός», σημειώνει νέα έρευνα του διεθνούς συμβουλευτικού οίκου. «Οι επενδύσεις σε κεφάλαιο, όπως οι υποδομές και τα μηχανήματα, αντιπροσωπεύουν το 70% έως 80% της αύξησης της παραγωγικότητας, σε παγκόσμιο επίπεδο.  Μεγάλο μέρος του υπόλοιπου προέρχεται από επενδύσεις σε έρευνα και τεχνολογία, ανθρώπινο κεφάλαιο και άλλα άυλα περιουσιακά στοιχεία. Οι ανεπαρκείς επενδύσεις θέτουν σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα, τον τρόπο ζωής και τη θέση της Ευρώπης στον κόσμο – και χωρίς ανταγωνιστικότητα, οι επενδύσεις δεν θα εισρεύσουν», προειδοποιεί.

Διευρύνεται το χάσμα ανταγωνιστικότητας ΕΕ-ΗΠΑ

Οι επενδύσεις των ΗΠΑ σε έργα πνευματικής ιδιοκτησίας και εξοπλισμό είναι διπλάσιες από τις κατά κεφαλήν επενδύσεις της Ευρώπης. Το 2022, οι μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις αφιέρωσαν περίπου 700 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα για κεφαλαιουχικές δαπάνες και επενδύσεις σε Έρευνα και Τεχνολογία (R&D) από ό,τι οι ευρωπαϊκές ομοειδείς τους. Και τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία επενδυτικών κεφαλαίων της Ευρώπης αντιστοιχούν στο ένα τέταρτο του συνόλου των ΗΠΑ.

Μείωση καθαρών επενδύσεων κατά 550 δισ. ευρώ ετησίως

Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι καθαρές επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη μειώθηκαν σημαντικά, αλλά η μείωση ήταν ιδιαίτερα έντονη στην Ευρώπη εν μέσω της κρίσης της Ευρωζώνης, ενός περιβάλλοντος λιτότητας και της αδύναμης ζήτησης.

Την τελευταία δεκαετία, τα ευρωπαϊκά ποσοστά καθαρών επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο 2,8 ποσοστιαίες μονάδες ή περίπου 550 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως (ονομαστικά) χαμηλότερα από ό,τι τη δεκαετία πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Μείωση της παραγωγικότητας

Τα τελευταία 25 χρόνια, η παραγωγή αξίας ανά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά 10% σε πραγματικούς όρους στη Δυτική Ευρώπη, κατά 50% στη Βόρεια Αμερική και κατά 700% στην Κίνα. Η Δυτική Ευρώπη είναι η μόνη περιοχή της οποίας η συνολική παραγωγικότητα, όλων των συντελεστών παραγωγής μειώθηκε κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, σημειώνει η ΜcKinsey.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες επενδύουν υπερδιπλάσια κατά κεφαλήν ποσά σε επενδύσεις αιχμής

Ενώ το μερίδιο των επενδύσεων της Ευρώπης στο ΑΕΠ φαίνεται επιφανειακά υγιές, η Ευρώπη δεν επενδύει στην ίδια τάξη μεγέθους με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτά που είναι συνήθως τα πιο παραγωγικά είδη επενδύσεων, δηλαδή σε μηχανήματα και εξοπλισμό, πνευματική ιδιοκτησία και άυλα αγαθά.

Μόλις 10 αμερικανικές εταιρείες αντιπροσωπεύουν το 19% των συνολικών επενδύσεων από μεγαλύτερες εταιρείες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη

Οι Ηνωμένες Πολιτείες επενδύουν δύο ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ περισσότερο από την Ευρώπη σε πνευματική ιδιοκτησία και εξοπλισμό – 4.900 ευρώ ετησίως σε κατά κεφαλήν όρους.

Το μερίδιο της Ευρώπης στις ακαθάριστες εγχώριες δαπάνες για Ερευνα και Τεχνολογία σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα μειώθηκε από 39% το 2010 σε 29% το 2021. Επιπλέον, οι δαπάνες της Ευρώπης τείνουν να κατευθύνονται πολύ περισσότερο σε τομείς μέσης τεχνολογίας παρά σε τομείς υψηλής τεχνολογίας.

Η Ευρώπη αντιπροσωπεύει μόνο το 5% περίπου των παγκόσμιων καταθέσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σε σύγκριση με το 15% για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το 80% για την Κίνα.

Μεγαλύτερο το χάσμα επενδύσεων για τη Νότια Ευρώπη

Εκτός από την Ελβετία, όλες οι περιοχές της Ευρώπης έχουν χαμηλότερες επενδύσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες στους πιο παραγωγικούς τύπους περιουσιακών στοιχείων. Υπάρχουν όμως διαφορές μεταξύ των χωρών

Η Ελβετία και, σε μικρότερο βαθμό τα κράτη της  Μπενελούξ (Βέλγιο-Ολλανδία- Λουξεμβούργο), η Γαλλία και οι σκανδιναβικές οικονομίες διατηρούν τις καλύτερες επιδόσεις.

Η Νότια Ευρώπη έχει το πιο έντονο επενδυτικό χάσμα με 2,9 ποσοστιαίες μονάδες, το οποίο αντανακλά τόσο τη μείωση αυτών των επενδύσεων μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση όσο και το γεγονός ότι οι οικονομίες αυτές υστερούν σε Ε&Α και καινοτόμους τομείς.

Το επενδυτικό χάσμα είναι ιδιαίτερα έντονο στην τεχνολογία, την ενέργεια και τον βιομηχανικό εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων των ημιαγωγών

Το επόμενο μεγαλύτερο χάσμα, με 2,7 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία. Αυτό αντανακλά τη μακροχρόνια αδυναμία των επενδύσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Γερμανία έχει το τρίτο μεγαλύτερο χάσμα, καθώς και σημαντικό έλλειμμα στις επενδύσεις σε υποδομές.

Οι επενδύσεις της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης σε αυτούς τους δύο τύπους περιουσιακών στοιχείων είναι υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αντανακλώντας την ταχεία κάλυψη της υστέρησης, αλλά το μερίδιο των επενδύσεων της περιοχής στο ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από ό,τι θα αναμενόταν με τους ρυθμούς ανάπτυξης και έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια.

Επενδυτικό χάσμα και σε επίπεδο επιχειρήσεων

Μέσα από μια εταιρική και όχι γεωγραφική οπτική γωνία, οι μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις (που ορίζονται ως επιχειρήσεις με έσοδα άνω του 1 δισ. δολαρίων) αφιέρωσαν περίπου 700 δισ. ευρώ ή 3.000 ευρώ ανά κάτοικο περισσότερο σε κεφαλαιουχικές δαπάνες και R&D από ό,τι οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις το 2022. Το επενδυτικό χάσμα είναι ιδιαίτερα έντονο στην τεχνολογία, την ενέργεια και τον βιομηχανικό εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων των ημιαγωγών.

Μόλις 10 αμερικανικές εταιρείες αντιπροσωπεύουν το 19% των επενδύσεων σε ΗΠΑ-ΕΕ

Οι μεγάλες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο σε αυτή τη διαφορά στα επίπεδα επενδύσεων. Μόλις 10 αμερικανικές εταιρείες αντιπροσωπεύουν το 19% των συνολικών επενδύσεων από μεγαλύτερες εταιρείες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Οι τεχνολογικοί γίγαντες που μερικές φορές αποκαλούνται  «οι υπέροχοι επτά» -Alphabet, Amazon, Apple, Meta, Microsoft, Nvidia και Tesla- διέθεσαν συνολικά περίπου 360 δισεκ. ευρώ για κεφαλαιουχικές δαπάνες και  R&D το 2023.

«Καθώς οι ηγέτες της Ευρώπης αντιμετωπίζουν την πίεση που ασκείται στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας οι επενδύσεις πρέπει να βρεθούν στο επίκεντρο . Ο χρόνος τελειώνει για την αναζωογόνηση του επενδυτικού παλμού της Ευρώπης», καταλήγει η McKinsey