Δίσκος της Φαιστού: Η αρχαιότερη μνεία της ανακάλυψης
Ένα από τα σημαντικότερα τεκμήρια της πρώιμης κρητικής γραφής
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Ποια είναι η Κριστίν Καβαλάρι: Τα ριάλιτι, το toy boy και το «πιο καυτό σεξ» με τον Τζέισον Στέιθαμ
- Κουτσουρεμένος ο προϋπολογισμός του «Διατηρώ»
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
Ο δίσκος της Φαιστού είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο φημισμένα αρχαιολογικά ευρήματα της Κρήτης και ανάμεσα στα πιο διάσημα που ήλθαν στο φως από τις ιταλικές αποστολές στο Αιγαίο: για το λόγο αυτόν αποτελεί και τον λογότυπο της ίδιας της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.
Πρόκειται για ένα δίσκο από άργιλο, διαμέτρου 16 εκ. και πάχους 2 εκ. περίπου, που φέρει σημεία σε αμφότερες τις όψεις του. Μέχρι τώρα, όσον αφορά στο προϊστορικό Αιγαίο, πρόκειται για το μοναδικό γραπτό ντοκουμέντο επάνω σε ηθελημένα οπτή (σ.σ. ψημένη) άργιλο. Η κυριότερη ιδιαιτερότητα του δίσκου προκύπτει από το γεγονός ότι τα 242 σημεία που υπάρχουν στις δύο όψεις του έχουν αποτυπωθεί —και όχι χαραχτεί— χρησιμοποιώντας 45 διαφορετικές σφραγίδες. Σε αμφότερες τις όψεις, μια εγχάρακτη γραμμή σε σχήμα σπείρας οδήγησε τον άγνωστο συντάκτη του κειμένου να αποτυπώσει σταδιακά τα διάφορα σημεία: η χάραξη της γραμμής-οδηγού έγινε πράγματι πριν από την αποτύπωση των σημείων και φαίνεται ότι αμφότερες οι ενέργειες πραγματοποιήθηκαν με κίνηση από την περιφέρεια προς το κέντρο. Η κατανομή των σημείων μάς επιτρέπει εξάλλου να θεωρήσουμε ότι η όψη που αποτυπώθηκε πρώτη ήταν εκείνη που φέρει στο κέντρο το σημείο του άνθους. Μικρές ακτινωτές χαραγμένες κεραίες διαιρούν τα διάφορα αποτυπώματα σε ομάδες (31 στη μία όψη και 30 στην άλλη), που ποικίλλουν από ένα ένα ελάχιστο δύο μέχρι ένα μέγιστο επτά σημείων.
Αν και δεν λείπουν οι πιο ευφάνταστες ερμηνευτικές υποθέσεις, θεωρείται εξαιρετικά πιθανόν τα 45 σημεία του δίσκου να σχετίζονται με μια συλλαβική γραφή. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι καθεμιά από τις ομάδες που χωρίζονται από τα ακτινωτά τμήματα αποτελεί μία λέξη.
Δεν είναι δυνατόν να συσχετίσουμε με βεβαιότητα τα σημεία που έχουν αποτυπωθεί στον δίσκο με μία από τις γραφές που έχουν τεκμηριωθεί στο Αιγαίο κατά τη 2η χιλιετία π.Χ.: δύο από τα σημεία του δίσκου δείχνουν μία ομοιότητα με εκείνα που έχει χαραχτεί στον χάλκινο πέλεκυ από το σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου, στην κεντρική Κρήτη. Η υπόθεση μιας αναλογίας ανάμεσα στα σημεία του δίσκου της Φαιστού και εκείνα της κρητικής ιερογλυφικής ή της γραμμικής Α γραφής, της οποίας θα αποτελούσαν μια καλλιγραφική εκδοχή, έχει προταθεί και προσφάτως, αλλά δεν βρίσκει μέχρι τώρα την ομόφωνη συναίνεση των ερευνητών.
Ο δίσκος βρέθηκε στις 3 Ιουλίου του 1908 στο δωμάτιο 8 του κτηρίου 101, στον βόρειο τομέα του ανακτόρου της Φαιστού, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών υπό τη διεύθυνση του Luigi Pernier. Η περιοχή είχε ήδη ερευνηθεί κατά τα προηγούμενα χρόνια: ο σκοπός της αποστολής του 1908 ήταν να αποπερατωθεί η ανασκαφή της ζώνης αυτής φέρνοντας στο φως το βόρειο όριο του ανακτόρου. Οι σημειώσεις στο ημερολόγιο ανασκαφής του Pernier και σε κάποιες επιστολές, γραμμένες από τον αρχαιολόγο λίγο αργότερα από την ανακάλυψη, μας επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε με λεπτομέρειες τα γεγονότα που συνδέονται με την εύρεση του δίσκου και με την άμεση αντίληψη της εκπληκτικής σημασίας του.
Το κείμενο στο ημερολόγιο ανασκαφής γράφτηκε μία ημέρα μετά την ανακάλυψη, στις 4 Ιουλίου. Ο Luigi Pernier καταγράφει το «σημαντικότατο εύρημα», αναφέροντας ότι ο δίσκος βρέθηκε στις 7 το απόγευμα της 3ης Ιουλίου από τον Ζαχαρία Ηλιάκη, αρχιεργάτη και άνθρωπο εμπιστοσύνης της ιταλικής αποστολής: ο Ζαχαρίας ήταν γιος εκείνου του Μανόλη Ηλιάκη που είχε βοηθήσει τον Federico Halbherr στην ανακάλυψη της Μεγάλης Επιγραφής της Γόρτυνας. Στο ημερολόγιό του, που φυλάσσεται στην Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, ο Pernier δίνει μια ακριβή ένδειξη του σημείου και των συγκειμένων της εύρεσης του δίσκου και περιγράφει συνοπτικά το αντικείμενο, αναφέροντας την παρουσία «πικτογραφικών (σ.σ. εικονογραφικών) σημείων, αποτυπωμένων με σφραγίδες» και «διατεθειμένων σε ομόκεντρους κύκλους» μόνον στη μία όψη του δίσκου. Η σημείωση του ημερολογίου, γραμμένη —όπως είπαμε—το Σάββατο 4 Ιουλίου, είναι μάλλον λακωνική και απόμακρη. Πάντα στο ημερολόγιο, την επόμενη ημέρα ο Pernier καταγράφει με τρόπο ακόμη πιο απόμακρο ότι, μετά τον καθαρισμό του δίσκου, διαπιστώθηκε η παρουσία σημείων γραφής και στη δεύτερη όψη.
Οι πληροφορίες που αναφέρει ο Pernier στο ημερολόγιο με έναν τόνο σχεδόν αμέτοχο μπορούν να συμπληρωθούν με τους πολύ περισσότερο ζωντανούς απολογισμούς που προκύπτουν από τις επιστολές που γράφτηκαν από τον ίδιο αρχαιολόγο ανάμεσα στο βράδυ της Παρασκευής 3 Ιουλίου και το πρωί της 6ης Ιουλίου. Χάρη σε αυτές μπορούμε να ανασυνθέσουμε λεπτομερώς τα γεγονότα που συνδέονται με την ανακάλυψη του δίσκου. Αργά το απόγευμα της Παρασκευής 3 Ιουλίου, κατά πάσαν πιθανότητα ο Ηλιάκης κάνει έναν γύρο επιθεώρησης στο εργοτάξιο ανασκαφής της Φαιστού, για να επαληθεύσει ότι όλα είναι εντάξει. Ο Pernier εν τω μεταξύ επιστρέφει στο σπίτι της Αποστολής στους Βόρους (σ.σ. Βώρους), ένα χωριό που βρίσκεται δύο περίπου χιλιόμετρα βόρεια της Φαιστού: ο Pernier συντάσσει τις σημειώσεις του και ασχολείται με την αλληλογραφία […]. Από την ανασκαφή φτάνει ο Ηλιάκης φέρνοντας τον δίσκο που είχε μόλις βρεθεί, στις 7 το βράδυ. Είμαστε πια στο σούρουπο: το 1908 δεν υπήρχε η θερινή ώρα και για την απόσταση ανάμεσα στη Φαιστό και τους Βόρους πρέπει να χρειάστηκε τριάντα περίπου λεπτά για να τη διανύσει. Ο Pernier βλέπει τα σημεία αποτυπωμένα σε μία όψη του δίσκου: οι κρούστες και το όλο και πιο ασθενικό φως τον εμποδίζουν να δει εκείνα στην άλλη πλευρά. Ο αρχαιολόγος κατανοεί αμέσως τη σπουδαιότητα του ευρήματος και ανακοινώνει αμέσως την πληροφορία στον Pigorini (σ.σ. ο Luigi Pigorini, 1842-1925, ήταν διακεκριμένος ιταλός αρχαιολόγος και εθνογράφος, διευθυντής της Αρχαιολογικής Σχολής της Ρώμης έως το 1905) στην επιστολή που είχε μόλις τελειώσει, προσθέτοντας μια σημείωση στο τέλος, που αποτελεί την απολύτως αρχαιότερη μνεία της ανακάλυψης: «Έχω την ευτυχία να σας ανακοινώσω ότι απόψε βρήκαμε στη νέα ανασκαφή ΒΑ του πλατώματος της ακρόπολης της Φαιστού ένα πήλινο δίσκο (διάμ. 0,16) που καλύπτεται από μινωικά πικτογραφικά σημεία (πάνω από εκατό) αποτυπωμένα με σφραγίδα σε ομόκεντρους κύκλους. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της πρώιμης κρητικής γραφής».
Την επόμενη ημέρα, στις 4 Ιουλίου, ο Pernier γράφει αμέσως, ενώ είναι ακόμα στους Βόρους, μια πρώτη πληροφορία στον Halbherr σε ένα ταχυδρομικό δελτάριο, που στέλνει μαζί με την επιστολή για τον Pigorini: οι καλύτερες συνθήκες φωτός τού επιτρέπουν να ανακοινώσει ότι ίσως και η δεύτερη όψη φέρει σημεία γραμμένα. Ο ερευνητής, συγκινημένος ακόμη από την ανακάλυψη, δεν διστάζει να επαναλάβει ό,τι είχε ήδη αναφέρει στην επιστολή στον Pigorini το προηγούμενο βράδυ, ότι δηλαδή ο δίσκος αποτελεί ένα «από τα σημαντικότερα» τεκμήρια «της πρώιμης κρητικής γραφής». Ο Pernier πηγαίνει στη συνέχεια στην ανασκαφή, όπου ζητάει να του δείξει ο Ηλιάκης τον τόπο και τη θέση του δίσκου, καταγράφοντας αυτές τις πολύτιμες και ακριβείς σημειώσεις στο ημερολόγιο. Μόνον στο τέλος της ημερήσιας ανασκαφής του Σαββάτου 4 ή κατά τη διάρκεια της Κυριακής 5 Ιουλίου, ένας πιο προσεχτικός καθαρισμός του δίσκου τούς επιτρέπει να αναγνωρίσουν τελειωτικά τα σημεία και στη δεύτερη όψη, όπως σημειώνεται στο ημερολόγιο του Pernier της 5ης Ιουλίου. Τότε, από τους Βόρους, μπορεί να γράψει πιο εμπεριστατωμένα στον Halbherr, τη Δευτέρα 6 Ιουλίου. Σε αυτή την επιστολή […] ο Pernier δίνει και την είδηση της ανακάλυψης, στο ίδιο δωμάτιο στο οποίο είχε έλθει στο φως ο δίσκος, ενός θραύσματος πινακίδας με επιγραφή σε γραμμική Α σε αμφότερες τις όψεις.
Η άμεση επιστημονική δημοσίευση του δίσκου της Φαιστού από τον ίδιο τον Pernier σε ένα εκτενές άρθρο στο περιοδικό Ausonia βοήθησε σίγουρα την ευρεία φήμη της ανακάλυψης στον επιστημονικό κόσμο: σήμερα η βιβλιογραφία για τον δίσκο είναι ατελείωτη. Μια απόδειξη του πρώιμου ενδιαφέροντος που δημιούργησε η ανακάλυψη μάς δίνεται από τα αντίγραφα και τα γύψινα εκμαγεία του δίσκου που τεκμηριώνονται σε διάφορες συλλογές μουσείων ήδη από το 1909.
Η ανακάλυψη του δίσκου της Φαιστού έχει αμέσως σημαντική απήχηση και έξω από το στενό κύκλο των ειδικών: στην Ιταλία το νέο διαδόθηκε από μία από τις εφημερίδες με τη μεγαλύτερη τότε κυκλοφορία, Il Giornale d’Italia, στην έκδοση της 29ης Ιουλίου. Νωρίτερα είχε εμφανιστεί στον ελληνικό τύπο (η διαφορά στις ημερομηνίες οφείλεται στο γεγονός ότι στην Ελλάδα τότε ήταν σε χρήση το ιουλιανό ημερολόγιο). Η είδηση των αρχαιολογικών ανακαλύψεων της Αποστολής της Κρήτης στον ιταλικό τύπο δεν είναι πολύ συνήθης: εκτός από τη μοναδικότητα του ευρήματος, εξηγείται ίσως αν θυμίσουμε ότι ακριβώς εκείνη την περίοδο συζητιόταν στη χώρα η ίδρυση της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.
*Απόσπασμα από εκτενές κείμενο του ιταλού καθηγητή Αρχαιολογίας Nicola Cucuzza (Πανεπιστήμιο της Γένοβας) για τον περίφημο δίσκο της Φαιστού (πηγή: Έργα και ιστορίες από τις ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών 1884-1987, www.scuoladiatene.it).
Ο Nicola Cucuzza
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις