«Τα εξεγερτικά κινήματα εν Ελλάδι ήρξαντο διά των πατριωτικών ασμάτων του Γαριβάλδη». Έτσι διατυπώνει τα ιστορικά μιας αποφασιστικής στιγμής του νέου ελληνισμού ένας από τους επίλεκτους δημοσιολόγους μας, ο Ι. Σπηλιωτάκης. Συγκεκριμένα αναφέρεται στα περιστατικά που επροηγήθηκαν από την έξωση της βαυαρικής δυναστείας (σ.σ. το 1862).


Όσοι τιμούν, κι ακόμη περισσότερο όσοι νοσταλγούν το φιλελεύθερο πνεύμα που εφυσούσε επάνω στην Ευρώπη, αυτό που ενέπνεε την σκέψη και την ιδεολογία των Ευρωπαίων διανοουμένων, εκεί γύρω στον μεσούντα δέκατο ένατο αιώνα, προσέχουν το μήνυμα του Γαριβάλδη, προσέχουν ιδιαίτερα τον Ιταλό εθνεγέρτη εφέτος, με την συμπλήρωση εκατό χρόνων από τον θάνατό του.

Λυπούμαι ότι πολλαπλά αίτια, μία σειρά από τυχαίες συγκυρίες, με εμπόδισαν να μετάσχω, κάπως περισσότερο ομαδικά, στις ελληνικές εκδηλώσεις τιμής προς την μνήμη του.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.11.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ανακατεύοντας, όπως κάνουν συχνά οι πρεσβύτεροι, προσωπικές εμπειρίες με βιβλιακές γνώσεις, θα είχα την επιθυμία να ειπώ ολίγα λόγια όχι σχετικά με την ιστορία μας, αλλά σχετικά με την απήχηση την οποία είχε το κίνημα του Γαριβάλδη και η μακρά του συνέχεια επάνω στις συνειδήσεις των Ελλήνων. Στον πόλεμο του 1912, πενήντα χρόνια ακριβώς μετά τα περιστατικά στα οποία αναφέρεται ο Σπηλιωτάκης, θυμούμαι τις ολοπόρφυρες στολές των γαριβαλδινών, να φαντάζουν μέσα στους δρόμους της Αθήνας και να προκαλούν τον ενθουσιασμό.

Τότε πρωτοάκουσα να προφέρονται τα ονόματα του Ρώμα, του Μαβίλη. Κόκκινες στολές, διπλή πρόκληση, και προς τον θεό του πολέμου και προς τον κοινωνικό συμβολισμό. Αλλά αυτό ισχύει και για εμάς στα ’12 και για την Δύση στα ’62 η αστική ανοδική ορμή ήταν αρκετά δυνατή ώστε συχνά να βλέπει ακόμη με γενναιοφροσύνη τέτοιες συσχετίσεις.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 21.2.1929, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ας είναι, λοιπόν, το σημείωμά μου αυτό η συμμετοχή μου στο ιστορικό μνημόσυνο του Γαριβάλδη, και χαιρετισμός προς όσους το θέλησαν και το οργάνωσαν. Φαίνεται ότι πριν από την έξωση, με τον Όθωνα που ήθελε ολοένα και περισσότερο να ασκεί εντόνως προσωπική πολιτική, οι σκέψεις για σύμπραξη του Γαριβάλδη στην βασιλική μεθόδευση των δυσχερών εκείνων χρόνων είχαν αρκετά προχωρήσει. Ο Γαριβάλδης είναι πολλαπλά το λάβαρο των πόθων για μία καινούρια διαμόρφωση των πραγμάτων· αλλά αν, από την μία μεριά, φέρεται προς τα απόρρητα των διπλωματικών παρασκηνίων, πρόθυμος να διαπραγματευθεί κάθε ριψοκίνδυνη εξόρμηση, από την άλλη η μορφή του κυριαρχεί στην συνείδηση της ελληνικής κοινής γνώμης και γίνεται σύμβολο ανατροπής. Στην εθνική εορτή του 1861, αντί να αναρτήσουν στους δρόμους, από τα παράθυρα, από τους εξώστες, όπως εσυνήθιζαν τότε, την βασιλική προσωπογραφία, μαζί με άλλων εθνικών ανδρών τις εικόνες, τον Γαριβάλδη ετίμησαν με τον τρόπο αυτόν.


Ο αντιπολιτευόμενος Τύπος εξαίρει την ιδιορρυθμία αυτήν, με τον τρόπο του· ο Γαριβάλδης έχει γίνει για τους Έλληνες πρόσωπο εθνικό. Οι επευφημίες που ακούονται εκείνους τους καιρούς στους δρόμους της ελληνικής πρωτεύουσας, προκαλούμενες από κάθε αφορμή, εκείνον ονοματίζουν, μαζί με την πατρίδα του. Δίπλα του, τιμή απονέμεται και στον βασιλέα Βίκτορα Εμμανουήλ, που είναι κι εκείνος σύμβολο εθνικό στα μάτια των Ελλήνων· πολύ χαρακτηριστικά η ελληνική λογιοσύνη τον ονομάζει «ενωτικό» βασιλέα, όπως, ακριβώς, στους ίδιους καιρούς ο Κωνσταντίνος Ασώπιος αποκαλούσε τον Μεγαλέξανδρο «σύμβολον ενότητος». Αυτή η λέξη πολλούς λαούς ηλέκτριζε τότε: Ιταλία, Γερμανία, Ρουμανία, Ελλάδα· ας θυμηθούμε μαζί και το σλαβικό συγκρότημα. Σύνθημα η Ένωση, η ολομέλεια.


Ωστόσο, εμιλήσαμε για λογιοσύνη. Παντού στον ιστορικό χώρο του ρωμαντισμού, όπου ο λόγος μάς συνέχει σήμερα, έχει κανείς να παρατηρήσει ένα φαινόμενο που είναι, μάλιστα ιδιαζόντως, αισθητό στην ελληνική παιδεία: η πολιτική, εθνική απασχόληση εκφράζεται σε μεγάλες αναλογίες με τον έμμετρο λόγο. Με τον Γαριβάλδη και την θέση την οποία κατέχει μέσα στην ελληνική συνείδηση, το ίδιο, φυσικά, συμβαίνει. Ας σημειώσω αμέσως ότι σε ένα μικρό βιβλίο-ενθύμιο, που είχε εκδώσει πριν από είκοσι χρόνια εδώ το Ιταλικό Ινστιτούτο, παραθέτονται δύο ποιήματα σ’ αυτόν: ένα του Παλαμά και ένα του Δροσίνη. Ανεξάρτητα από την αγάπη μου για τους δύο αυτούς ποιητές, του πρώτου το ποίημα νομίζω ότι ενδιαφέρει πολύ περισσότερο παρά του Δροσίνη, γιατί μας δίνει μία προσωπική μαρτυρία. Ο Παλαμάς το γράφει στα 1907, για τα εκατόχρονα από την γέννηση του Ιταλού εθνεγέρτη, κι αναθυμάται τις δικές του παιδικές εμπειρίες. «Είμουν παιδί» γράφει· κάτω από τα παράθυρα του σπιτιού του, άκουε Ιταλούς τραγουδιστές: «είταν ο ίδιος ο σκοπός κι ένα τραγούδι πάντα, Εβίβα Γαριβάλδη, εβίβα λιμπερτά». Και η ζητωκραυγή ξαναέρχεται επανειλημμένα μέσα στους στίχους του, σαν μαγική επωδή, όπως είταν, αληθινά, για όλες τις γενιές όσες ανατράφηκαν μέσα στο κλίμα της ελευθεροφροσύνης, το λησμονημένο πια σήμερα.


Αλλά δίπλα στα μεγάλα ονόματα, όπου το ζήτημα της μαρτυρίας, προκειμένου για την λογοτεχνία, είναι πάντοτε πιο περίπλοκο, υπάρχουν τα άλλα, τα πιο μικρά: οι μινόρες ή και οι μίνιμοι, δηλαδή, όπως λέμε στην ιστορία των γραμμάτων, οι «ελάσσονες», στους οποίους προσέθεσα αυτήν την ώρα και τους «ελάχιστους»· εκείνοι όλοι που φαίνονται περισσότερο δέκτες παρά πομποί των πνευματικών εκδηλώσεων. Σ’ αυτούς προσέχουμε πολύ όταν θέλουμε να πληροφορηθούμε το πνεύμα μιας εποχής, τα πλέον διάχυτα ενδιαφέροντά της. Εξάλλου, για τα περιστατικά που μας απασχολούν εδώ, οι μαρτυρίες του τύπου αυτού έχουν και μια αυξημένη χρησιμότητα: ότι μας ανάγουν σε στιγμή όπου τα γεγονότα είναι ακόμη πιο ζεστά, πιο εντυπωσιακά. Έτσι και εδώ, όπου θα περιορισθώ σε δύο παραδείγματα, απλώς για σκοπούς ενδεικτικούς. Είναι και τα δύο του 1861, και κατά τούτο φέρνουν πρόσθετο δείκτη για την εποχή, την πυκνότητα. Σημειώνω τον Παναγιώτη Συνοδυνό (σ.σ. απαντά και ως Συνοδινός), που εγνώρισε ημέρες δόξας προτού να σβήσει μέσα στην σημερινή του αφάνεια. Στιχοπλόκος αδέξιος, αλλά δείκτης χρήσιμος πολύ των εθνικών συναισθημάτων της εποχής του. Ένα ποίημά του, «Γαριβάλδης», είναι γεμάτο αντιοθωνικά σύμβολα. Αντίστοιχα μπορούμε να πούμε και για άλλον στιχουργό, τον Παναγιώτη Ματαράγκα, που μας άφησε ωστόσο σαφέστερα λογία μνήμη: κι εκείνος το φιλελεύθερο μήνυμα του Γαριβάλδη κρατεί. Φυσικά, ο πεζός λόγος, ρητορικός είτε μελετηρός, θα μας έδινε και άλλες απόψεις. Όμως εκείνος είναι άλλη υπόθεση, και άλλων μεθοδεύσεων ζήτημα· κι άλλωστε, θα έλεγε κανείς ότι ο στίχος ανταποκρίνεται καλύτερα στο μήνυμα του Γαριβάλδη και στον αιώνα του ρωμαντισμού.

*Επιφυλλίδα του Κ. Θ. Δημαρά (η δεύτερη που δημοσιεύεται σήμερα στη θεματική ενότητα του Ιστορικού Αρχείου) αφιερωμένη στον Γαριβάλδη. Είχε δημοσιευτεί στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 7 Νοεμβρίου 1982.


Ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι (Giuseppe Garibaldi), ευρέως γνωστός στη χώρα μας ως Γαριβάλδης (αυτή είναι η εξελληνισμένη μορφή του ονόματός του), γεννήθηκε στη Νίκαια της Γαλλικής Αυτοκρατορίας στις 4 Ιουλίου 1807 και απεβίωσε στην ιταλική νήσο Καπρέρα στις 2 Ιουνίου 1882.