Οι κοινωνίες μας παραμένουν άνισες και διαιρεμένες. Μάλιστα, από ορισμένες απόψεις έχουν γίνει πιο άνισες και πιο διαιρεμένες, ιδίως από τη στιγμή που οι πολιτικές που επεδίωκαν την αναδιανομή του εισοδήματος εγκαταλείφθηκαν προς όφελος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που αποδέχτηκαν την κυρίως ατομική επιδίωξη κέρδους ως κινητήρια δύναμη της όποιας «ανάπτυξης». Την ίδια στιγμή πλάι στην εισοδηματική ανισότητα, εμφανίζονται και άλλες διαιρετικές γραμμές, όπως αυτές που αφορούν την εθνική ή εθνοτική προσέλευση, τα πολιτισμικά ερωτήματα και τα ζητήματα ταυτοτήτων, το επίπεδο μόρφωσης ή τη στάση απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και, ειδικά στην Ευρώπη, την ευρωπαϊκή ενοποίηση και την μερική απεμπόληση εθνικής κυριαρχίας που αυτή συνεπάγεται.

 Πώς μεταφράζονται οι ανισότητες σε πολιτικές διαιρέσεις

Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς αυτές οι ανισότητες και αυτές οι διαιρετικές τομές «μεταφράζονται» σε όρους πολιτικής εκπροσώπησης, δηλαδή πώς αντιστοιχούνται στις βασικές διαχωριστικές γραμμές του πολιτικού συστήματος. Το βασικό ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν και σε ποιο βαθμό εξακολουθεί να ισχύει αυτό που έδειχνε να είναι ο βασικός γνώμονας των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών που ήταν ότι οι αριστερόστροφοι πολιτικοί σχηματισμοί εκπροσωπούσαν τα χαμηλότερα εισοδήματα και οι δεξιόστροφοι τα υψηλότερα.

Με αυτό το ερώτημα αναμετρήθηκε ένα συλλογικό ερευνητικό έργο μεγάλης πνοής που μελέτησε πενήντα κοινοβουλευτικές δημοκρατίες στην περίοδο ανάμεσα στο 1948 και το 2020 και τα αποτελέσματα εκδόθηκαν στα αγγλικά σε έναν τόμο σε επιμέλεια των  Amory Gethin, Clara Martínez-Toledano, και Thomas Piketty. Πρόσφατα εκδόθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τόπος, σε μετάφραση Μαρίνας Τουλγαρίδη και επιστημονική επιμέλεια του Πάνου Τσούκαλη και του Νίκος Στραβελάκη, σε μια έκδοση με τίτλο «Πολιτικές διαιρετικές τομές και κοινωνικές ανισότητες» που περιλαμβάνει τη μεγάλη σύνθεση των συμπερασμάτων των τριών επιμελητών και 25 από τα case studies μαζί με μια επιπλέον ενότητα που εφαρμόζει το γενικό μεθοδολογικό πλαίσιο και στην περίπτωση της Ελλάδας. Η όλη έρευνα στηρίζεται στην εκτεταμένη βάση στατιστικών δεδομένων που συγκεντρώνει χρόνια τώρα ο Πικετί και η ομάδα του και την οποία έχει χρησιμοποιήσει και για τα δικά του βιβλία πάνω στις κοινωνικές ανισότητες.

Τα αριστερά κόμματα γίνονται κόμματα των μορφωμένων ελίτ

Οι επιμελητές της έκδοσης εκτιμούν ότι μπορούμε να διαπιστώσουμε μια κρίσιμη μετατόπιση τις τελευταίες δεκαετίες. Στην περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν εμφανές ότι η πολιτική διαίρεση ακολουθούσε την ταξική, με τα σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα να στηρίζονται κυρίως στους ψηφοφόρους χαμηλού εισοδήματος και χαμηλής μόρφωσης, ενώ τα συντηρητικά κόμματα εκπροσωπούσαν τους ψηφοφόρους υψηλότερου εισοδήματος και υψηλότερης μόρφωσης. Αυτό δεν ισχύει πλέον στον ίδιο βαθμό, αφού τα σοσιαλδημοκρατικά και αριστερά κόμματα έχουν γίνει τα κόμματα των ελίτ με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, ενώ τα δεξιά και συντηρητικά κόμματα παραμένουν τα κόμματα των ελίτ με υψηλό εισόδημα, μια συνθήκη που οι συγγραφείς επιλέγουν να αποκαλέσουν «κομματικά συστήματα πολλαπλών ελίτ». Ως αποτέλεσμα ενώ τα υψηλά εισοδήματα παραμένουν σταθερά προσανατολισμένα στα δεξιόστροφα κόμματα, μέρορευόμενη Δεξιά».

Η μετατόπιση αυτή ως προς τις εκπροσωπήσεις των αριστερών κομμάτων. σε συνδυασμό με την ανάδυση άλλων διαιρετικών τομών, όπως αυτές που αφορούν το ζήτημα της μος των χαμηλών εισοδημάτων μετατοπίζεται από την αριστερά προς την ακροδεξιά. Το αποτέλεσμα, κατά τον Πικετί, που χρησιμοποιεί μια αναλογία από το ινδικό σύστημα των καστών, είναι να έχουμε πλέον σε μια σειρά χώρες μια «Βραχμανική Αριστερά» που συγκρούεται με μια «Εμπετανάστευσης και της εθνικής ταυτότητας, έχουν ως αποτέλεσμα σε αρκετές χώρες η Άκρα Δεξιά, αρθρώνοντας έναν λόγο που υποκριτικά αναφέρεται στην υπεράσπιση των φτωχότερων στρωμάτων, να κατορθώνει να έχει απήχηση στα πιο φτωχά τμήματα των πληθυσμών, την ώρα που οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί και τα θύματα του ρατσισμού εξακολουθούν να έχουν μια αριστερόστροφη τοποθέτηση.

Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας και της Ισπανίας

Βεβαίως, η συνθήκη αυτή δεν ισχύει σε όλες τις χώρες. Για παράδειγμα σε χώρες όπως η Ισπανία οι αριστερόστροφοι σχηματισμοί διατήρησαν ισχυρή παρουσία στα χαμηλά εισοδήματα, ενώ η Ακροδεξιά είχε απήχηση σε υψηλότερα εισοδήματα. Ενδιαφέρον είχε και η περίπτωση της Ελλάδας. Όπως δείχνουν οι Τσούκαλης και Στραβελάκης εφαρμόζοντας το γενικό μεθοδολογικό πλαίσιο της όλης έρευνας, στην Ελλάδα ενώ είχαμε έντονα στοιχεία μιας «Βραχμανικής Αριστεράς» στη δεκαετία του 1990, η συγκυρία της μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης οδήγησε σε μια νέα ταύτιση ανάμεσα στα χαμηλά εισοδήματα και την Αριστερά που φάνηκε και στις εκλογές του 2015 και σε αυτές του 2019 αλλά και στο δημοψήφισμα, όπου τα χαμηλά εισοδήματα ψήφισαν συντριπτικά υπέρ του «όχι», τάση που δεν φαίνεται να συνεχίστηκε στις εκλογές του 2023.

Συνολικά, η έρευνά αυτή, με όλη την πολυμορφία των δεδομένων της, είναι πολύ σημαντική ακριβώς γιατί επιτρέπει να κατανοήσουμε αρκετές από τις αντιφάσεις των σύγχρονων δημοκρατιών. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο τρόπος που τα αριστερόστροφα κόμματα σε μεγάλο βαθμό έπαψαν να είναι κόμματα ταξικά, μέσα από διεργασίες συχνά διαφορετικές σε κάθε κοινωνία, έκανε τη δημοκρατία να χάνει μια βασική κινητήρια δύναμή της, δηλαδή τον μετασχηματισμό των κοινωνικών απαιτήσεων των λαϊκών στρωμάτων σε μαζική κινητοποίηση, συλλογική διεκδίκηση και πολιτική στράτευση για μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδήματος και κοινωνική δικαιοσύνη. Υποδεικνύει, ταυτόχρονα, και την ανάγκη η αριστερά να ανακαλύψει ξανά τον ταξικό ανταγωνισμό, να γειωθεί στα στρώματα που σήμερα πληρώνουν το κόστος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και να λειτουργήσει ως ο καταλύτης μιας ενότητας ανάμεσα στους φτωχούς, τους ανθρώπους μεταναστευτικής καταγωγής και τα διευρυνόμενα στρώματα της διανοητικής εργασίας. Μια ενότητα που θα επαναπροσδιόριζε την ίδια την έννοια του «λαού» σήμερα.

 

Επαναφέροντας την ταξική οπτική

Οι διαπιστώσεις της έρευνας δεν σημαίνουν ότι έχει χαθεί αμετάκλητα ο δεσμός ανάμεσα στην Αριστερά και τα φτωχότερα στρώματα. Άλλωστε, πλέον το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο δεν μεταφράζεται πάντα ούτε σε υψηλά εισοδήματα ούτε σε ανοδική κινητικότητα. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που μπορεί να επιτρέψει μια νέα συσπείρωση είναι ακριβώς η έμφαση σε μια κοινή συνθήκη οικονομικής και εργασιακής επισφάλειας και ανισότητας που φέρνει πιο κοντά τα στρώματα της μισθωτής εργασίας, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου.