Προφανώς δεν θα υπάρξει δίκη για τον Ντόναλντ Τραμπ με την κατηγορία της ανατροπής του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών το 2020, παρά μόνο μετά τις κρίσιμες εκλογές του Νοεμβρίου.

Εξετάζοντας προσφυγή του, η συντηρητική υπερπλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αναγνώρισε με μια απόφαση-σταθμό την 1η Ιουλίου ότι ο Τραμπ, ως πρώην πρόεδρος, έχει ασυλία από ποινικές διώξεις.

Αν και όχι πλήρη…

Αφορά μόνο σε πεπραγμένα του εντός των συνταγματικών εξουσιών του ως προέδρου, διευκρινίζει.

«Βάσει της συνταγματικής μας δομής διαχωρισμού των εξουσιών, η φύση της προεδρικής εξουσίας παρέχει στον πρώην πρόεδρο απόλυτη ασυλία από ποινική δίωξη για πράξεις που εμπίπτουν στην αδιαμφισβήτητη και αποκλειστική συνταγματική του εξουσία».

«Και δικαιούται τουλάχιστον τεκμαιρόμενη ασυλία από τη δίωξη για όλες τις επίσημες πράξεις του», συμπληρώνει.

Διαχωρίζει αντίθετα τα ιδιωτικώς πεπραγμένα του.

«Δεν υπάρχει ασυλία για ανεπίσημες πράξεις», ξεκαθαρίζει ευλόγως.

Τούτων λεχθέντων, οι εκκρεμείς ποινικές διώξεις του Ντόναλντ Τραμπ για απόπειρα ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος -από την εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου του 2021, έως τις κατηγορίες για προσπάθεια αλλοίωσης της εκλογικής διαδικασίας στην πολιτεία της Τζόρτζια- παραπέμπονται στην κρίση κατώτερων δικαστηρίων.

Αυτά, ενώ απομένουν πια μόλις τέσσερις μήνες μέχρι τις εκλογές

Παρά το γεγονός ότι η απόφαση του δικαστηρίου σηματοδοτεί νίκη για τον Ρεπουμπλικανό προεδρικό υποψήφιο, υπάρχει «σημαντική ασάφεια», παρατηρεί το Politico.

Αφορά «στο εύρος της ασυλίας του Τραμπ για πράξεις που σχετίζονται με το αξίωμά του, αλλά βρίσκονται εκτός των εξουσιών που απονέμονται ειδικά στον πρόεδρο βάσει του Συντάγματος», εξηγεί.

Κοντολογίς, ενώ ορισμένες από αυτές τις πράξεις «μπορεί να έχουν ασυλία», το δικαστήριο «δεν έλυσε οριστικά αυτό το ζήτημα».

Όμως αυτό λίγο φαίνεται να απασχολεί τον Ντόναλντ Τραμπ, που πανηγύρισε με ανάρτηση στο Truth Social τη «μεγάλη νίκη για το Σύνταγμα και τη δημοκρατία μας».

«ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ!»

«Η συνωμοσία για ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος δεν είναι “επίσημη πράξη”, είναι έγκλημα», αναγράφεται στο πλακάτ διαδηλωτή έξω από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (REUTERS/Kevin Mohatt)

Με σύμμαχο τους υπερσυντηρητικούς δικαστές και τον χρόνο

Επί της ουσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο «έδωσε στον Τραμπ σχεδόν όλα όσα θα μπορούσε να ελπίζει», σχολιάζει η Wall Street Journal.

Πρακτικά ο πρώην και εκ νέου υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ μπορεί να συνεχίσει απτόητος την προεκλογική εκστρατεία του, την ώρα που αυτή του νυν προέδρου και Δημοκρατικού αντιπάλου του, Τζο Μπάιντεν,  καρκινοβατεί.

Μέχρι τις εκλογές και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ομοσπονδιακοί εισαγγελείς και δικηγόροι του Τραμπ θα κονταροχτυπιούνται στα δικαστήρια για το ποιες από τις διώξεις αφορούν ενέργειες του 2020 που εμπίπτουν στα προεδρικά καθήκοντα ή όχι.

Κι αυτό θα πάρει χρόνο.

Ακόμη και αν η νέα νομική διελκυστίνδα οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι διώξεις κατά του πρώην προέδρου σε ομοσπονδιακό ή/και πολιτειακό επίπεδο μπορούν να προχωρήσουν, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα καθυστερήσει περαιτέρω οποιαδήποτε δίκη.

Αυτά, ενώ ο ίδιος ήδη διαμηνύει ότι θα δεχτεί τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών αυτού του Νοεμβρίου υπό προϋποθέσεις.

«Αν όλα είναι δίκαια, θα δεχτώ ευχαρίστως τα αποτελέσματα, δεν έχω αλλάξει τη θέση μου σε αυτό το θέμα», ανέφερε πρόσφατα σε συνέντευξη στην εφημερίδα Milwaukee Journal Sentinel.

«Θα πρέπει να παλέψουμε για το δικαίωμα να κυβερνούμε τη χώρα».

Εφόσον μάλιστα καταφέρει να επανεκλεγεί, γράφουν οι New York Times, και οι ομοσπονδιακές δίκες του καθυστερήσουν, τότε ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε απλώς «να διατάξει το υπουργείο Δικαιοσύνης να αποσύρει τις κατηγορίες σε βάρος του».

Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζο Μπάιντεν κατά το πρώτο τηλεοπτικό ντιμπέιτ, που αποδείχθηκε καταστροφικό για τον δεύτερο, στις 27 Ιουνίου (REUTERS/Brian Snyder)

Υπεράνω του νόμου;

«Υπάρχει ακόμη μια οπτική για να κατανοήσουμε την κίνηση του Τραμπ», έγραφε το περιοδικό The New Republic τον περασμένο Ιανουάριο, λίγες εβδομάδες πριν ο πρώην πρόεδρος προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο για το θέμα της ασυλίας.

«Πρόκειται για το τι θα επακολουθήσει», εξηγούσε το αμερικανικό περιοδικό.

Με δικαίωσή του, ανέφερε, «θα είναι σε μεγάλο βαθμό απελευθερωμένος σε μια δεύτερη προεδρική θητεία», ώστε να επιδιώξει τον στόχο του να γίνει «δικτάτορας για την πρώτη ημέρα».

Όχι τυχαία, με την ανακοίνωση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου -η οποία ελήφθη με τη σύμφωνη των έξι υπερσυντηρητικών δικαστών και την αντίθεση των τριών προοδευτικών- οι Δημοκρατικοί ανέβηκαν στα κάγκελα, με πρώτο τον πρόεδρο Μπάιντεν.

«Ένας πρόεδρος ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙ ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ εάν ενεργεί στο πλαίσιο της ευρέως ορισμένης συνταγματικής του εξουσίας», έγραψε στο X ο Έρικ Χόλντερ, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα.

«Δεν υπάρχει καμία βάση στο Σύνταγμα για αυτό το τερατούργημα που κατασκεύασε το Δικαστήριο».

«Δημιουργεί ουσιαστικά μια απαλλαγμένη από το νόμο ζώνη γύρω από τον πρόεδρο», σημείωσε η Σόνια Σοτομαγιόρ, μια από τα τρία προοδευτικά μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου, που διαφώνησαν με την απόφαση.

Σε αντίθεση μάλιστα με το τυπικό «Με σεβασμό, διαφωνώ», με το οποίο είθισται να ολοκληρώνουν τις γραπτές θέσεις τους οι διαφωνούντες δικαστές, αυτή τη φορά η διορισμένη από τον Μπαράκ Ομπάμα δικαστής επέλεξε οξύ τόνο.

«Με φόβο για τη δημοκρατία μας, διαφωνώ».