Με πληθυσμιακή κατάρρευση κινδυνεύουν πολλές περιοχές της Ελλάδας καθώς παρατηρείται ανισορροπία ανάμεσα στις γεννήσεις και τους θανάτους. Εντονότερο είναι το δημογραφικό πρόβλημα στην μεγάλη πλειοψηφία των Δημοτικών Ενοτήτων που βρίσκονται στο κεντρικό και δυτικό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας καθώς και στη Κεντρική- Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.

Η αρνητική πορεία του πληθυσμού στην Ελλάδα αποτυπώνεται στο νέο δελτίο του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) με θέμα «Η επιδείνωση του φυσικού ισοζυγίου σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο (2020-22) και οι δυσοίωνες προοπτικές του».

Την τριετία 2020-22 το έλλειμμα γεννήσεων έναντι των θανάτων διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο

Τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις – θάνατοι) στη χώρα μας έχουν αλλάξει πρόσημο μετά το 2010, μετατρεπόμενα από θετικά σε αρνητικά. Την δε τριετία 2020-22 το έλλειμμα γεννήσεων έναντι των θανάτων διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο (-169 σχεδόν χιλ. έναντι -113 χιλ. το 2017-19) με αποτέλεσμα να αντιστοιχούν σε εθνικό επίπεδο 168 θάνατοι ανά 100 γεννήσεις.

Λιγότερες γεννήσεις, περισσότεροι θάνατοι

Σύμφωνα με τους συγγραφείς της έκθεσης (Βύρων Κοτζαμάνης, Βασίλης Παππάς) η οφειλόμενη στην πανδημία επιδείνωση είναι προφανής όμως η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε τα επόμενα χρόνια καθώς ναι μεν οι θάνατοι, κατά μέσο όρο, θα λίγο λιγότεροι από αυτούς το 2020-22 αλλά οι γεννήσεις θα είναι αρκετά λιγότερες από τον μέσο όρο που καταγράφηκε την ίδια τριετία.

Αποτέλεσμα αυτού είναι «τα φυσικά ισοζύγια να παραμείνουν και τα επόμενα χρόνια αρνητικά κυμαινόμενα γύρω από τις -55 χιλ., ενώ η δυσμενής αναλογία γεννήσεων προς θανάτους δεν πρόκειται να μεταβληθεί σημαντικά» σύμφωνα με τους δύο καθηγητές του Ινστιτούτου.

Μια λεπτομερέστερη παρατήρηση των αριθμών φανερώνουν το μέγεθος του προβλήματος. Οι  αποκλίσεις από τον μέσο εθνικό όρο (1,68 θάνατοι ανά γέννηση) διευρύνονται περνώντας από τις Περιφέρειες στις Περιφερειακές  Ενότητες (Π.Ε), και, στη συνέχεια, στους Δήμους και τις Δημοτικές Ενότητες (Δ.Ε).

Καλύτερη η κατάσταση στα νησιά, «καμπανάκια» για το κεντρικό και δυτικό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας

Η χαρτογράφηση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης του ΙΔΕΜ δείχνει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Δ.Ε του νησιωτικού χώρου (με εξαίρεση το Βόρειο Αιγαίο και τμήμα της  Κρήτης), των Δ.Ε των αστικών κέντρων ως και αυτών των μητροπολιτικών περιοχών Αθηνών και Θεσσαλονίκης έχουν θετικότατα ή σχετικά ισορροπημένα φυσικά ισοζύγια. Αντιθέτως, η ανισορροπία ανάμεσα στις γεννήσεις και τους θανάτους είναι εντονότατη στην μεγάλη πλειοψηφία των Δ.Ε που βρίσκονται στο κεντρικό και δυτικό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας (ως και στη Κεντρική-Αν.Μακεδονία και Θράκη) καθώς αντιστοιχούν συνήθως τρεις ή και περισσότεροι ακόμη θάνατοι ανά μια γέννηση.

«Η αναλογία  θανάτων προς γεννήσεις σε εθνικό επίπεδο είναι ήδη ανησυχητική και, όπως δεν αναμένεται να βελτιωθεί τα επόμενα έτη, η επιτάχυνση του ρυθμού μείωσης του πληθυσμού μας είναι αναπόφευκτη», σημειώνουν οι δύο καθηγητές, ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΜ, που έχουν πολλάκις σημάνει συναγερμό.

Ο χάρτης αναδεικνύει τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που υποκρύπτονται κάτω από τον εθνικό μέσο όρο (1,68 θάνατοι/γέννηση)

Ζοφερό το μέλλον

Με βάση τα στοιχεία σε επίπεδο Περιφερειών το Νότιο Αιγαίο με λίγο περισσότερες γεννήσεις από θανάτους, διαφοροποιείται σημαντικά από τη Δυτική Μακεδονία όπου αντιστοιχούν σχεδόν 2,4 θάνατοι/γέννηση.

Οι αποκλίσεις από τον μέσο εθνικό διευρύνονται στις Περιφερειακές Ενότητες καθώς μόνον σε πέντε από αυτές, οι γεννήσεις είναι αρκετά περισσότερες από τους θανάτους και σε τέσσερις, θάνατοι και γεννήσεις δεν διαφέρουν σημαντικά, ενώ, στο άλλο άκρο, σε έντεκα Περιφερειακές Ενότητες αντιστοιχούν 2,5 ή και περισσότεροι θάνατοι ανά γέννηση.

Σε επίπεδο δήμων (325 ενότητες), οι διαφορές ανάμεσα στο Δήμο Θήρας με 2 γεννήσεις ανά ένα θάνατο, και, στο άλλο άκρο, σε 49 δήμους με περισσότερους από 4 θανάτους ανά γέννηση προϊδεάζουν για το μέλλον. 

Το γεγονός όμως ότι στις μισές σχεδόν Δημοτικές Ενότητες που βρίσκονται σχεδόν όλες στο ορεινό  και ημιορεινό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας, αντιστοιχούν ήδη 3 ή και περισσότεροι θάνατοι ανά γέννηση προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία.

Η υπερ-υπεροχή αυτή των θανάτων έναντι των γεννήσεων, απόρροια  κυρίως της γήρανσης του πληθυσμού τους και του περιορισμένου αριθμού ατόμων σε ηλικία δημιουργίας οικογένειας, θέτει βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα επιβράδυνσης της πληθυσμιακής τους συρρίκνωσης, μιας συρρίκνωσης που θα έχει επιπτώσεις και στην κοινωνική και οικονομική τους δυναμική.