«Όλα ήταν φτηνά. Βγαίναμε για χορό τόσο συχνά που κρατούσα ένα φόρεμα στο γραφείο, καθώς μερικές φορές ήταν οκτώ το πρωί πριν τελειώσει η μέρα μας. Εκείνη την εποχή η κεντρική αγορά στην οδό Αθηνάς είχε μια σειρά από μικρά εστιατόρια που τάιζαν κρεοπώλες και νυχτερινούς τύπους, και καθόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλον, με τις αιματοβαμμένες φόρμες δίπλα στα γυαλιστερά ντυσίματα. Αυτό ήταν πριν η Ε.Ε. ρίξει τον μπαλτά της στη Δημοτική Αγορά και επιμείνει στην ψύξη και άλλες ανοησίες» γράφει η Sara Wheeler, Αγγλίδα ταξιδιωτική συγγραφέας και βιογράφος, σε ένα πρόσφατο άρθρο της στη βρετανική Telegraph με τίτλο «Έζησα στην Αθήνα της δεκαετίας του 1980 για έναν χρόνο – αυτό μου έμαθε ότι μπορείς να ανήκεις οπουδήποτε».

«Δεν έμενα μακριά από τον μικρό εκδοτικό οίκο στο Μετς, όπου δούλευα. Ψηλά στο Παγκράτι, λίγα λεπτά ανατολικά από το μαρμάρινο Παναθηναϊκό Ολυμπιακό στάδιο. Η γκαρσονιέρα μου βρισκόταν στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας, ενός μοντέρνου, εξαώροφου κτιρίου με ένα γωνιακό κατάστημα. Συνήθιζα να συναντώ τα πρωινά στο παντοπωλείο τις γειτόνισσες, όλες μας με νυχτικά, για να αγοράσουμε ένα σακουλάκι καφέ ή ένα βάζο μέλι», συνεχίζει η Sara Wheeler.

«Το παράθυρο του δωματίου του στούντιο μου έβλεπε στην οδό Κυνίσκας, και φυσικά, όταν ήμουν εκεί, η περσίδα ήταν σηκωμένη και το παράθυρο ανοιχτό. Κάποιος περαστικός έβαζε τακτικά το κεφάλι του μέσα για να ρωτήσει: “Πόσο πληρώνεις γι’ αυτό;”».

Είναι βέβαιο ότι όσοι έχουν αναμνήσεις έστω και ως παιδιά από την μεταπολιτευτική Αθήνα αισθάνονται οικεία με τις περιγραφές της Wheeler. Όσοι δεν έχουν ανάλογα βιώματα έχουν αντιληφθεί τις δονήσεις των 80s μέσα από ταινίες της εποχής ή απλά παρακολουθούν τις τρέχουσες τάσεις στο λεγόμενο λάιφσταϊλ (η καημένη η λέξη, πόσο πόλεμο έχει δεχθεί).

Ρούχα που θυμίζουν εμφανίσεις σε μπιλιαρδάδικα, neon αποχρώσεις τόσο σε μακιγιάζ όσο σε κοσμήματα και κοκτέιλ, ντοκιμαντέρ που βυθίζονται στην ιστορία (μιλάμε για σαράντα χρόνια πίσω, ε;) για να φέρουν στο φως τις μεγαλοπρεπείς φράντζες και τα «κοκοράκια» των Rob Lowe, Emilio Estevez, Ally Sheedy και Demi Moore, για παράδειγμα, όπως κάνει η ταινία της Hulu με τον τίτλο «Brats» ιχνηλατώντας μια ολόκληρη δεκαετία μέσα από μια παρέα χαρισματικών αστέρων του Χόλιγουντ που έμελλε να γίνουν γνωστοί ως Brat Pack -όρος που επινόησε ο συγγραφέας David Blum σε ένα άρθρο του περιοδικού New York, το 1985, σχετικά με το φαινόμενο των νεανικών ταινιών, κάνοντας λογοπαίγνιο με τους ασπρόμαυρους Rat Pack του Ντιν Μάρτιν, Φρανκ Σινάτρα και πάει λέγοντας.

H δεκαετία του 1960 ήταν γεμάτη από σεισμικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, πολιτιστικές καινοτομίες, σεξουαλική επανάσταση και κοινωνική κινητικότητα. Το θέμα είναι ότι το ίδιο ήταν και η δεκαετία του 1980, απλά δεν το έκανε τόσο θέμα –στεκόταν στον αφρό των ημερών.

Το φιλμ είναι μια κατάφορη υπεράσπιση στο ελαφρύ, άπληστο, προβληματικό, βρώμικο, αλλά και λαμπερό, γοητευτικό, άτακτο, ποικιλόμορφο και ανατρεπτικό πολιτιστικό χωνευτήρι της δεκαετίας του 1980.

Eίναι αναμφισβήτητο ότι η δεκαετία του 1960 ήταν γεμάτη από σεισμικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, πολιτιστικές καινοτομίες, σεξουαλική επανάσταση και κοινωνική κινητικότητα. Το θέμα είναι ότι το ίδιο ήταν και η δεκαετία του 1980, απλά δεν το έκανε τόσο θέμα –στεκόταν στον αφρό των ημερών.

Στη Βρετανία υπήρχε η Μάργκαρετ Θάτσερ, εκατομμύρια άνεργοι, γυναίκες με κοκκαλωμένα από τη λακ μαλλιά, άντρες με τιράντες και κοστούμια που βροντοφώναζαν «ζήτω η απληστία» σε κινητά τηλέφωνα μεγέθους τούβλου.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη η «εϊτίλα» πλαισιωνόταν από σοσιαλιστές ηγέτες με το όραμα του Τρίτου Δρόμου και φυσικά στην Ελλάδα υπήρχε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αλλαγή, νεωτερικότητα, διεύρυνση της μεσαίας τάξης, new wave και punk ακούσματα, σιδερότυπα στα μακό και αφίσες στα μέσα φύλα της ντουλάπας, ο πόλεμος των Φόκλαντ, η καταστροφή του Τσερνομπίλ, γκλάσνοστ, η πτώση του τείχους του Βερολίνου, η φιλοδοξία, οι ευκαιρίες, τα γυμνασμένα κορμιά, τα big hair.

Οι Madonna, Prince, Jesus and Mary Chain, New Order, Soft Cell, Public Enemy, Pet Shop Boys, Crass, Bananarama, KLF, Grandmaster Flash and the Furious Five, Happy Mondays, Stone Roses, Beastie Boys, μια εγκυμονούσα Neneh Cherry, οι Sugarcubes, Nirvana, Salt N’ Pepa, Soul II Soul και τόσοι άλλαξα που άλλαξαν τη μουσική μας μνήμη για πάντα.

Πράγματι, η δεκαετία του 1980 είχε ένα τεράστιο πολιτιστικό εύρος: εναλλακτική κωμωδία, η άνοδος φεμινιστριών του δευτέρου κύματος, μια ισχυρή κουλτούρα περιοδικών και μια ακμάζουσα αντικουλτούρα φανζίν.

Η δεκαετία που το καλό γούστο υποτίθεται ότι μας ξέχασε μας έδωσε επίσης το Hounds of Love της Kate Bush, τη συνεχή κυριαρχία του David Bowie και τις απαρχές της rave/acid house κουλτούρας.

Πράγματι, η δεκαετία του 1980 είχε ένα τεράστιο πολιτιστικό εύρος: εναλλακτική κωμωδία, η άνοδος φεμινιστριών του δευτέρου κύματος, μια ισχυρή κουλτούρα περιοδικών και μια ακμάζουσα αντικουλτούρα φανζίν. Στη λογοτεχνία τα πάντα, από τους «Σατανικούς στίχους» και το «Λιγότερο από το Μηδέν», μέχρι την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι».

Τελικά, η δεκαετία του 1980 μπορούσε να είναι σκληρή, άγρια, αποβλακωτική, επαναστατική, μαχητική, γοητευτική, παρακμιακή και όλα τα ενδιάμεσα αλλά, για να παίξουμε και με τον στίχο των Pet Shop Boys, δεν ήταν διόλου βαρετή («never being boring»).

Επιμύθιο: «Η ελληνική λέξη για την «επιστροφή» είναι nostos. Algos σημαίνει «πόνος». Έτσι, η νοσταλγία είναι ο πόνος που προκαλείται από μια ανικανοποίητη λαχτάρα επιστροφής» γράφει ο Μίλαν Κούντερα στην «Άγνοια» και κάπως ταιριάζει με το θέμα μας.

* Το ντοκιμαντέρ «Brats» προβάλλεται στο Hulu από τις 13 Ιουνίου.

Πηγή: Grace