Η Στέισι Έλις ζει στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ και θα έλεγε κανείς ότι είναι το είδος του ψηφοφόρου στον οποίο μπορεί να υπολογίζει ο Τζο Μπάιντεν.

Ωστόσο, μετά από τέσσερα χρόνια αύξησης των τιμών, η στήριξή της έχει αρχίσει να εξασθενεί και κάθε φορά που ψωνίζει από το σούπερ μάρκετ, της υπενθυμίζεται πως τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο.

Η Έλις εργάζεται με πλήρη απασχόληση ως βοηθός νοσηλευτή και έχει μια δεύτερη δουλειά μερικής απασχόλησης. Δυστυχώς όμως, τα χρήματα δεν της αρκούν και πρέπει να κάνει οικονομία.

Έχει αλλάξει σούπερ μάρκετ, έχει σταματήσει να αγοράζει επώνυμα προϊόντα περιποίησης και οριακά έχει κόψει το αγαπημένο της σάντουιτς που επίσης προμηθεύεται από το σούπερ μάρκετ.

«Αναγκάστηκα να υποβαθμίσω εντελώς τη ζωή μου»

Και πάλι όμως οι παραπάνω τακτικές δεν την σώζουν, με αποτέλεσμα η Elis να έχει αναγκαστεί να πάρει δάνειο από την τράπεζα, κι αυτό γιατί παλεύει με τις ανατιμήσεις των βασικών αγαθών που έχουν αυξηθεί κατά 25% από τότε που ο Τζο Μπάιντεν ανέλαβε καθήκοντα προέδρου το 2021.

Το άλμα στις τιμές των τροφίμων έπληξε ιδιαίτερα τα νεότερα, χαμηλότερου εισοδήματος και μειονοτικά νοικοκυριά, εκείνα που έφεραν τον Τζο Μπάιντεν στην κορυφή της εξουσίας.

«Πριν από τον πληθωρισμό», λέει, «δεν είχα κανένα χρέος, δεν είχα πιστωτικές κάρτες, ποτέ δεν έκανα αίτηση για δάνειο ή κάτι τέτοιο. Αλλά μετά τον πληθωρισμό, έπρεπε να κάνω όλα αυτά τα πράγματα…. αναγκάστηκα να υποβαθμίσω εντελώς τη ζωή μου».

«Τζο Μπάιντεν, πού είσαι;»

Το άλμα στις τιμές των τροφίμων ξεπέρασε την ιστορική αύξηση του κόστους ζωής κατά 20% που ακολούθησε την πανδημία, δυσκολεύοντας τα νοικοκυριά σε όλη τη χώρα και τροφοδοτώντας την εκτεταμένη οικονομική και πολιτική δυσαρέσκεια.

«Είμαι Δημοκρατική», λέει η Έλις, η οποία ζει στο προάστιο Norristown της Φιλαδέλφειας. «Μου αρέσει να τους ψηφίζω. Αλλά οι Ρεπουμπλικάνοι μιλούν δυνατά αυτή τη στιγμή και οι Δημοκρατικοί ψιθυρίζουν. Θέλω κάποιος να με βοηθήσει, να βοηθήσει τον αμερικανικό λαό», προσθέτει. «Τζο Μπάιντεν, πού είσαι;».

Σε όλη τη χώρα, πέρυσι, οι Αμερικανοί ξόδεψαν κατά μέσο όρο πάνω από το 11% του εισοδήματός τους για τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων των γευμάτων σε εστιατόρια, ποσοστό υψηλότερο από κάθε άλλη φορά από το 1991.

Το άλμα στις τιμές των τροφίμων έπληξε ιδιαίτερα τα νεότερα, χαμηλότερου εισοδήματος και μειονοτικά νοικοκυριά, εκείνα που έφεραν τον Τζο Μπάιντεν στην κορυφή της εξουσίας, όπως επισημαίνει το άρθρο του BBC.

Αλλά οι ανησυχίες για το ζήτημα είναι ευρέως διαδεδομένες: μια έρευνα του Pew νωρίτερα φέτος διαπίστωσε ότι το 94% των Αμερικανών ήταν κάπως ανήσυχοι για την αύξηση των τιμών των τροφίμων και των καταναλωτικών αγαθών.

Ντροπή και δυσαρέσκεια

Ο Ντίλαν Γκαρσία, ένας 26χρονος φύλακας ασφαλείας από το Μπρούκλιν, λέει ότι ποτέ δεν πάλεψε τόσο πολύ για να αγοράσει τρόφιμα όσο τώρα.

Αντί για τα φρέσκα τρόφιμα και τα επώνυμα προϊόντα που απολάμβανε, τώρα προμηθεύεται noodles και κατεψυγμένα λαχανικά και τρώει μόνο δύο φορές την ημέρα επειδή δεν έχει την οικονομική δυνατότητα για περισσότερα.

Στο ταμείο, χρησιμοποιεί συστηματικά τα προγράμματα «αγοράζω τώρα, πληρώνω αργότερα», τα οποία του επιτρέπουν να πληρώνει το λογαριασμό σε δόσεις, αλλά έχουν οδηγήσει σε αυξανόμενο χρέος.

«Έχω κολλήσει σε έναν βρόγχο», λέει. «Έχει καταντήσει ντροπιαστικό να τραβάω το τηλέφωνό μου στο ταμείο και να πρέπει να χρησιμοποιώ αυτά τα προγράμματα. Όταν με βλέπουν, είναι αμήχανο», εξηγεί.

Ο Γκαρσία, ο οποίος εδώ και καιρό ψηφίζει τους Δημοκρατικούς, λέει ότι η επισφαλής οικονομική του κατάσταση τον έχει κάνει να χάσει την ελπίδα του στην πολιτική και δεν σκοπεύει να ψηφίσει στις εκλογές του Νοεμβρίου.

Μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον Τραμπ

Ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει ότι ο Τζο Μπάιντεν έχει ασχοληθεί με τα εν λόγω ζητήματα, αγωνιζόμενος για την αύξηση των παροχών των κουπονιών τροφίμων και άλλων κρατικών ενισχύσεων, πρωτοβουλίες στις οποίες αντιτίθενται οι Ρεπουμπλικάνοι.

Στο debate του περασμένου μήνα, η πρώτη ερώτηση αφορούσε τον πληθωρισμό και ο Μπάιντεν προσπάθησε να μεταθέσει την ευθύνη στις μεγάλες εταιρείες, κατηγορώντας τες για αύξηση των τιμών – ισχυρισμός που αμφισβητείται έντονα μεταξύ των οικονομολόγων.

Αλλά παρά την ισχυρή δημιουργία θέσεων εργασίας και τη χαμηλή ανεργία, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι εξακολουθούν να εμπιστεύονται περισσότερο τον αντίπαλό του, τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, σε οικονομικά θέματα.

Είναι η οικονομία καθοριστική για τις εκλογές του Νοεμβρίου;

Οι αναλυτές λένε ότι είναι σαφές ότι η οικονομία είναι σημαντική για τους ψηφοφόρους, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο εάν θα αποδειχθεί καθοριστική στις εκλογές του Νοεμβρίου.

Το 2022, όταν ο πληθωρισμός ήταν στα χειρότερά του, οι Δημοκρατικοί τα πήγαν καλύτερα από το αναμενόμενο στις ενδιάμεσες εκλογές, καθώς οι ανησυχίες για την πρόσβαση στις αμβλώσεις οδήγησαν τους υποστηρικτές τους στις κάλπες.

Αυτή τη φορά, θέματα όπως η μετανάστευση και η καταλληλότητα για το αξίωμα βρίσκονται επίσης στο μυαλό πολλών ψηφοφόρων, ενώ οι οικονομικές τάσεις φαίνεται να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση.

«Είμαστε σε καλό δρόμο»

Καθώς μεγάλες αλυσίδες όπως η Target, η Amazon και η Walmart ανακοινώνουν μειώσεις τιμών τις τελευταίες εβδομάδες, υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατάσταση θα μπορούσε να συνεχίσει να βελτιώνεται.

Ορισμένοι αναλυτές αναμένουν επίσης ότι οι μισθοί, οι οποίοι αυξήθηκαν αλλά έμειναν πίσω από το άλμα των συνολικών τιμών, θα καλύψουν επιτέλους τη διαφορά φέτος, παρέχοντας περαιτέρω ανακούφιση.

«Είμαστε σε καλό δρόμο», λέει η Sarah Foster, η οποία παρακολουθεί την οικονομία για το Bankrate.com. «Η αύξηση των μισθών έχει επιβραδυνθεί, η αύξηση των τιμών έχει επιβραδυνθεί, αλλά, ξέρετε, οι τιμές επιβραδύνονται με πολύ ταχύτερο ρυθμό από τους μισθούς».