Φιλέλληνες: Τα όνειρα, οι δοκιμασίες και οι απογοητεύσεις τους
Από την πρώτη στιγμή που πατούσαν το πόδι τους στην Ελλάδα, η ψυχική τους αντοχή έμπαινε σε μια ατέλειωτη σειρά δοκιμασιών
- Οι πριγκίπισσες της Disney κινδυνεύουν σύμφωνα με ένα νέο σατιρικό επιστημονικό άρθρο
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Στις 9 Ιουλίου 2000 απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη ο Απόστολος Βακαλόπουλος, ιστορικός, συγγραφέας και πανεπιστημιακός, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της νεοελληνικής ιστοριογραφίας κατά τον 20ό αιώνα.
Με το σπουδαίο επιστημονικό, ερευνητικό και διδακτικό έργο του, καθώς και την πλούσια συγγραφική δραστηριότητά του, ο Βακαλόπουλος πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην πατρίδα, στην ελληνική πολιτεία, από την οποία τιμήθηκε με βραβεία και διακρίσεις.
Ο Βακαλόπουλος, ως ιστορικός και δάσκαλος, υπερασπίστηκε τη συνέχεια του ελληνισμού και την ελληνικότητα της Μακεδονίας.
Ο βίος και το έργο του Βακαλόπουλου
Ο Βακαλόπουλος γεννήθηκε στο Βόλο στις 11 Αυγούστου 1909. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων στη Θεσσαλονίκη.
Ο Βακαλόπουλος σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έλαβε μέρος σε ανασκαφές που πραγματοποιούσε ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος. Αργότερα ειδικεύτηκε στη Βυζαντινή και τη Νεοελληνική Ιστορία ακολουθώντας μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία.
Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, διδάσκοντας ιστορία, αρχαία ελληνικά και νέα ελληνικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930.
Αναγορεύτηκε διδάκτορας του ΑΠΘ το 1939 (θέμα της βραβευθείσης από την Ακαδημία Αθηνών διατριβής του, «Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821»), άμισθος υφηγητής της Ιστορίας της Νεωτέρας Ελλάδος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ το 1943 και εντεταλμένος υφηγητής το 1944.
Ο Βακαλόπουλος υπηρέτησε ως έκτακτος καθηγητής από το 1951 και ως τακτικός από το 1956 μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1974.
Διετέλεσε μέλος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και πολλών άλλων επιστημονικών σωματείων, ενώ εκπροσώπησε την Ελλάδα σε πολλά διεθνή επιστημονικά συνέδρια.
Οι επιστημονικές εργασίες του, δημοσιευμένες αυτοτελώς σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, ανέρχονται σε 242, αρχής γενομένης από το 1935. Υπήρξε συντάκτης σε φιλολογικά και ιστορικά περιοδικά.
Έργο ζωής υπήρξε για τον Βακαλόπουλο η «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», οκτάτομο έργο (ολοκληρώθηκε σε διάστημα είκοσι επτά ετών, από το 1961 έως το 1988, και συμπληρώνεται με δύο χωριστούς τόμους Πηγών της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού), στο οποίο καταγράφεται η δραματική πορεία του νέου ελληνισμού από το 1204 έως το 1830.
Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 2 Μαΐου 1971, ημέρα Κυριακή, ένα ενδιαφέρον άρθρο αφιερωμένο στους φιλέλληνες έφερε την υπογραφή του Βακαλόπουλου. Σε αυτό διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Η κάθοδος φιλελλήνων στην Ελλάδα δεν έπαψε βέβαια κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά παρατηρούμε ζωηρά και ορμητικά ρεύματα προς αυτήν σε δύο κυρίως ωρισμένες περιόδους: 1) λίγο μετά την εξέγερση των Ελλήνων, όταν η επανάσταση ρίζωσε και μονιμοποίησε τον ενθουσιασμό των Ευρωπαίων και 2) ύστερ’ από την λήξη των εμφυλίων πολέμων, όταν η ελληνική κυβέρνηση Κουντουριώτη παρουσιάζεται εσωτερικά και εξωτερικά κάπως εδραιωμένη, και ιδίως μετά την ηρωική πτώση του Μεσολογγίου.
Με το πρώτο ρεύμα κατέβηκαν οι περισσότεροι λάτρεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και οι ρομαντικοί. Το ότι θ’ αγωνίζονταν στην χώρα των μεγάλων ανδρών της αρχαιότητος ήταν γι’ αυτούς μεγάλη τιμή και καθήκον. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν Γερμανοί, θρεμμένοι με τα νάματα του κλασσικισμού και επηρεασμένοι από το ρομαντισμό· ήταν «οι ειλικρινέστεροι και αφιλοκερδέστεροι φίλοι της Ελλάδος», όπως γράφει ο Φωτάκος. Ακόμη και στα διαβατήριά τους ήταν γραμμένα τα εξής περίπου: «Θεέ, σώσε την Ελλάδα! Αναχωρεί ο… (όνομα, επώνυμο, πατρίδα του φιλέλληνα) στην Ελλάδα ν’ αγωνιστή με τους αδελφούς Έλληνες, για ν’ απελευθερώση την πατρίδα του Επαμεινώνδα, του Θεμιστοκλέους και των άλλων Ελλήνων». Τα ιδεολογικά συναισθήματα, που τάραζαν τους φιλέλληνες τις στιγμές που έχαναν από τα μάτια τους τις ακτές της αγαπημένης τους πατρίδας, δεν παρέλειπαν κάποτε να μας τα περιγράψουν.
Πολλούς από τους φιλέλληνες αυτούς κινεί επίσης η ρομαντική εκείνη ευαισθησία της εποχής, η ακαθόριστη ανησυχία και μελαγχολία, η τάση για απαλλαγή από τα στενά όρια της πατρίδας, το ξεπέταγμα στους ανοιχτούς ορίζοντες του κόσμου, ο πόθος για απολύτρωση, για ελευθερία, για φυγή. Μερικοί πηγαίνουν γυρεύοντας τον θάνατο και πραγματικά φεύγουν από τη ζωή βρίσκοντας ένδοξο θάνατο στο πεδίο της μάχης. Αυτοί είναι οι απογοητευμένοι από την κατάσταση στην Ευρώπη, οι κυνηγημένοι από τις ίδιες τις ανησυχίες τους, αυτοί που δεν τους χωρεί ο τόπος, αυτοί που λατρεύουν τη μόνωση και την ελευθερία.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.5.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Εκτός όμως απ’ αυτούς, κατεβαίνουν στην Ελλάδα πολιτικοί εξόριστοι ή φυγάδες, που, μετά την αποτυχία των δημοκρατικών ή απελευθερωτικών κινημάτων στην πατρίδα τους, έρχονται να πολεμήσουν για τα ίδια ιδανικά. Και αυτοί είναι, φαίνεται, αρκετοί, προ πάντων Ιταλοί. Η υπόθεση των Ελλήνων είναι και υπόθεση όλων των δημοκρατικών και σκλαβωμένων ανθρώπων και λαών. Γι’ αυτό με φλογερό ενθουσιασμό κατεβαίνουν στην Ελλάδα και πολεμούν με πείσμα και φανατισμό.
Επίσης, δεν έλειπαν και οι τυχοδιωκτικοί τύποι, καθυστερημένοι πλανόδιοι ιππότες, που ζητούσαν να κάνουν την τύχη τους κερδίζοντας βαθμούς και πλούτη. Η Ελλάδα γι’ αυτούς ήταν η χώρα με το ένδοξο παρελθόν, αλλά και με το άγνωστο και γεμάτο υποσχέσεις μέλλον.
Διαβάζοντας κανείς τις επιστολές ή τα απομνημονεύματα των φιλελλήνων συγκινείται από το φιλελληνικό και φιλελεύθερο πνεύμα που τους εμπνέει, καθώς και από το ενθουσιαστικό τους παραλήρημα. Το πνεύμα αυτό τους κάνει να χωρίζωνται από τους αγαπημένους γέρους γονείς, να ξεχνούν τη θαλπωρή και τις ανέσεις της οικογενειακής εστίας, να κόβουν τους τρυφερούς δεσμούς με τον τόπο τους, να υποφέρουν τις ποικίλες περιπέτειες και στερήσεις στο ταξίδι και στην Ελλάδα. Αξιωματικοί διαφόρων βαθμών και στρατιώτες απ’ όλα τα έθνη της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, καθώς και από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους οποίους χωρίζει όχι μόνον η γλώσσα, τα ήθη, έθιμα, οι παραδόσεις, αλλά κάποτε και οι εθνικές αντιθέσεις, ενώνονται σ’ ένα σώμα με πειθαρχία αυτοπροαίρετη. Όλοι σχεδόν αυτοί πλάθουν όνειρα, ανασαίνουν μέσα στη φαντασία τους την εξιδανικευμένη εικόνα της αρχαίας Ελλάδος και την προεκτείνουν στη σύγχρονη, που κυριαρχεί απ’ άκρο σ’ άκρο το πνεύμα και το χρώμα της Ανατολής. Έντονη είναι η αντίθεσή της προς τις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες και τον πολιτισμό τους. Ζουν σ’ έναν άλλο κόσμο. Μεγάλη είναι για πολλούς η απογοήτευσή τους, όταν συχνά βλέπουν τα όνειρά τους να διαλύωνται από την πρώτη τους επαφή με την πραγματικότητα.
«Βρήκαμε τους κατοίκους όχι τόσο μορφωμένους όσο νομίζαμε», γράφει ένας Γερμανός. «Η κατοικία μας δεν έχει ούτε κρεβάτια ούτε τραπέζια ούτε καρέκλες, και κοιμούμαστε κάτω, όπως συνηθίζουν οι Έλληνες», γράφει άλλος. Η πρωτόγονη σχεδόν κατάσταση στην επαναστατημένη Ελλάδα, το κλίμα με τις απότομες εναλλαγές του, οι καταστρεπτικές της επιδημίες και η ολοκληρωτική σχεδόν έλλειψη ιατρικής περιθάλψεως, υγειονομικών ιδρυμάτων και μέσων, οι πολυποίκιλες στερήσεις και κακουχίες, ο διαφορετικός τρόπος ζωής των Ελλήνων και γενικά το χαμηλό επίπεδο του πολιτισμού τους ήταν τα κύρια αίτια των απογοητεύσεων των φιλελλήνων, τα οποία σιγά-σιγά κάνουν ποθητή την επιστροφή στην πατρίδα τους. Από την πρώτη στιγμή που πατούσαν το πόδι τους στην Ελλάδα, η ψυχική τους αντοχή έμπαινε σε μια ατέλειωτη σειρά δοκιμασιών. […]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.5.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Πολλοί, κυρίως ανώτεροι αξιωματικοί, έρχονταν δίνοντας πίστη στις ειδήσεις των ευρωπαϊκών εφημερίδων, που μεγαλοποιούσαν τις νίκες των Ελλήνων και μιλούσαν για τις αρχές της στρατιωτικής και πολιτικής τους οργανώσεως. Έλπιζαν λοιπόν να βρουν μια καλή οργανωτική προσπάθεια, μια τακτική μισθοδοσία από το δημόσιο ταμείο και ένα λαμπρό στάδιο στον ελληνικό στρατό. Γεμάτοι φιλοδοξίες, νόμιζαν ότι θα έβρισκαν θερμότατη υποδοχή και ότι οι Έλληνες αρχηγοί θα τους καλούσαν να οργανώσουν τον άτακτο στρατό. Η άφιξή τους όμως στα ελληνικά στρατόπεδα τούς αποκαρδίωνε και τους απογοήτευε, γιατί δεν έβλεπαν να πραγματοποιήται τίποτε από όσα ονειρεύονταν. Μερικοί δεν προχωρούσαν πέρ’ από το πρώτο στρατόπεδο που συναντούσαν, ενώ άλλοι, αν και έμεναν προσκολλημένοι στους γλωσσομαθείς και ευρωπαϊκά μορφωμένους Έλληνες, Υψηλάντη, Μαυροκορδάτο κ.ά., δεν μπορούσαν μολαταύτα να προσαρμοσθούν και ν’ ανθέξουν ψυχικά στο νέο περιβάλλον και ν’ αντιμετωπίσουν ψύχραιμα την κατάσταση. Έτσι, ύστερ’ από λίγες μέρες παραμονής στην Ελλάδα, γύριζαν πίσω στην πατρίδα τους κατηγορώντας και δυσφημώντας τους κατοίκους της. Με τις αποθαρρυντικές αυτές εντυπώσεις τους συμπαρέσυραν κι’ άλλους στην επιστροφή. Μ’ αυτόν τον τρόπο έχανε βέβαια η Ελλάδα δυνάμεις, πολλές φορές πολύ χρήσιμες, π.χ. γιατρούς, ικανούς αξιωματικούς κ.ά., αλλά τις αναπλήρωνε με τους νέους φιλέλληνες, που αδιάκοπα αποβιβάζονταν ομάδες-ομάδες στις ελληνικές ακτές.
Λίγοι σχετικά είναι εκείνοι που μπορούν να κρατήσουν ήρεμα τα νεύρα τους και να προσαρμοστούν στους όρους της νέας ζωής. Σιγά-σιγά αρχίζουν να συμπαθούν τον ελληνικό λαό που τους υποδέχεται —ιδίως στις αρχές— με τρανές εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης, που σταυροκοπιέται γεμάτος συγκίνηση και ελπίδες εμπρός στο πέρασμά τους, που τους φιλοξενεί στα πλουσιώτερα σπίτια και τους περιποιείται όσο το δυνατόν καλύτερα και που τους δείχνει γενικά μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό. Με τη συμπάθεια αρχίζουν να κατανοούν τη νεοελληνική πραγματικότητα και την ιερότητα του σκοπού στον οποίο πιστεύουν. Ενθουσιασμένοι τέλος, καλούν τους ξένους αρχαιολόγους και ιστορικούς να κατεβούν στην Ελλάδα, για να μελετήσουν την ιστορία και τα μνημεία της. […]
Οι φιλέλληνες αυτοί καταλαβαίνουν πόσο έχει ξεπέσει το ελληνικό έθνος στα χρόνια της σκλαβιάς και γι’ αυτό του δείχνονται επιεικείς.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις