Το αν όχι αυτοκαταστροφικό, σίγουρα αυτοϋπονομευτικό στοίχημα του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση και να προκαλέσει πρόωρες βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, τελικά οδήγησε σε μια από τις πιο πολωμένες και ιδιότυπες εκλογικές μάχες στη γαλλική ιστορία.

Και αυτό γιατί ήταν μία μάχη όπου αναδείχτηκαν ταυτόχρονα δύο προτεραιότητες οι οποίες δεν ταυτίζονταν. Η μία ήταν η αποτροπή του ενδεχομένου να κερδίσει η Άκρα Δεξιά, όπως εκπροσωπήθηκε από τον Εθνικό Συναγερμό και μερίδα των Ρεπουμπλικανών, την απόλυτη πλειοψηφία (ή τουλάχιστον τόσο ισχυρή πλειοψηφία ώστε να διεκδικεί με αξιώσεις τη διακυβέρνηση). Η άλλη ήταν να σχηματιστεί μια κυβέρνηση που να προσπαθήσει να εφαρμόσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα.

Προφανώς και όλα τα κόμματα στον πρώτο γύρο πρόβαλλαν κάποιου είδους κυβερνητικό πρόγραμμα, όμως, ιδίως στην περίπτωση του Νέου Λαϊκού Μετώπου ήταν ένας ελάχιστος κοινός παρονομαστής πολιτικών θέσεων παρά πρόγραμμα διακυβέρνησης.

Επιπλέον, ο δεύτερος γύρος των βουλευτικών εκλογών με την ανάδειξη ως κεντρικού του ερωτήματος για τις αποσύρσεις των τρίτων υποψηφιοτήτων του «ρεπουμπλικανικού μετώπου» ως αποτροπή του ενδεχομένου εκλογής του ακροδεξιού υποψηφίου εξαιτίας της διασποράς της ψήφου, είχε σε μικρότερο βαθμό το χαρακτήρα επιλογής διακυβέρνησης.

Τα δύσκολα μαθηματικά της νέας Εθνοσυνέλευσης

Ωστόσο, πλέον υπάρχει μία εθνοσυνέλευση που καλείται να εκλέξει η κυβέρνηση. Όμως, εξακολουθεί να αναπαράγει μια τριχοτόμηση ανάμεσα στην Ακροδεξιά, την ευρύτερη Αριστερά και το Κέντρο, που έχουμε δει και σε άλλες εκλογικές μάχες στη Γαλλία τα τελευταία χρόνια.

Σημειώνουμε εδώ ότι η απόλυτη πλειοψηφία στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση διαμορφώνεται στις 289 έδρες. Η δυνατότητα κυβέρνησης μειοψηφίας υπάρχει (τέτοιες ήταν οι κυβερνήσεις του προεδρικού συνασπισμού μετά το 2022) αλλά και πάλι αυτό σημαίνει περίπου 250 βουλευτές.

Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο κατάφερε να συγκεντρώσει 178 έδρες. Από αυτούς οι 71 προέρχονται από την Ανυπότακτη Γαλλία, οι 61 από τους Σοσιαλιστές, οι 33 από τους Οικολόγους, 9 από τους κομμουνιστές και υπάρχουν και μερικοί που δεν ανήκουν σε συνασπισμό. Έχει άνοδο εάν συγκριθεί με τον ανάλογης γεωμετρίας συνασπισμό NUPES το 2022. Αυτό κάνει το Νέο Λαϊκό Μέτωπο να είναι η ισχυρότερη κοινοβουλευτική δύναμη, αλλά απέχει προφανώς από την πλειοψηφία. Με βάση την κοινοβουλευτική παράδοση στη Γαλλία δικαιούται την πρωθυπουργία.

Ο Συνασπισμός Ensemble (Μαζί) γύρω από τον πρόεδρο Μακρόν, πήρε 150 έδρες, χάνοντας 95 έδρες σε σχέση με το 2022. Αυτό σημαίνει ότι παραμένει μέσα στα «μαθηματικά» του σχηματισμού κυβέρνησης, αλλά δεν μπορεί το ίδιο εύκολα να διεκδικήσει την πρωθυπουργία.

Η Άκρα Δεξιά μπορεί να απέτυχε στον στόχο της πλειοψηφίας, εκτός όλων των άλλων και γιατί είχε και ένα μεγάλο αριθμό μη εκλέξιμων υποψηφίων (ανοιχτά συνωμοσιολόγων, προκλητικά ρατσιστών, με βαρύ ποινικό παρελθόν κ.λπ.), όμως ο Εθνικός Συναγερμός θα έχει 142 έδρες, πολύ περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη ιστορική στιγμή.

Οι Ρεπουμπλικάνοι, πιο σωστά αυτό που απέμεινε στο κόμμα-κληρονόμο της ιστορικής Κεντροδεξιάς στη Γαλλία μετά τη σύμπραξη ενός μέρους τους με την Άκρα Δεξιά πήραν 39 έδρες, ενώ συνολικά υπάρχει ένας χώρος 66 βουλευτών της παραδοσιακή δεξιάς.

Οι διαφορετικές στρατηγικές

Είναι σαφές ότι αυτά τα αποτελέσματα εξ αντικειμένου παραπέμπουν σε κάποιου είδους κυβέρνηση συνεργασίας που δεν θα περιλαμβάνει τον Εθνικό Συναγερμό, αφού για τα υπόλοιπα κόμματα η Ακροδεξιά περιβάλλεται από μια «υγειονομική ζώνη».

Από τη μεριά του Νέου Λαϊκού Μετώπου, κοινή είναι η τοποθέτηση ότι αυτό που αναλογεί στον συνασπισμό είναι η πρωθυπουργία. Ωστόσο, παραμένει ασαφές πώς ορίζει τους όρους συνεργασίας ιδίως προφανώς σε σχέση με τον συνασπισμό του προέδρου Μακρόν. Σε πρώτη φάση φαίνεται ως να ζητάει την πρωθυπουργία και τον κύριο λόγο ως προς το περιεχόμενο. Ωστόσο, εδώ υπάρχει η δυσκολία του πώς θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές οι φιλεργατικές αιχμές του προγράμματος ή η διαφοροποίηση από πλευρές της πολιτικής του ΝΑΤΟ από του εκπροσώπους του «μακρονισμού» που από το 2017 έχουν κάνει εκτεταμένη πολεμική και δαιμονοποίηση ενάντια σε κάθε αριστερόστροφη πολιτική.

Να το πούμε διαφορετικά: το Νέο Λαϊκό Μέτωπο προέκυψε ακριβώς σε ένα τοπίο όπου ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας, ζητούσε μια λύση με αριστερό πρόσημο απέναντι στον «υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό» που εκπροσώπησαν οι κυβερνήσεις του Εμανουέλ Μακρόν που κατεξοχήν συγκρούστηκαν με τα συνδικάτα και των κοινωνικά κινήματα. Αυτό μοιάζει αρκετά ασύμβατο με τη συνεργασία με έναν πολιτικό χώρο, αυτόν της παράταξης Μακρόν που κυρίως προσπάθησε να μετατοπίσει πολύ πιο δεξιά την έννοια του Κέντρου.

Από τη μεριά του ο «προεδρικός» συνασπισμός ουσιαστικά διακινεί τη λογική μας κυβέρνησης των «φωνών της λογικής», δηλαδή χωρίς τα «άκρα». Τα μαθηματικά όντως δείχνουν ότι μια κυβέρνηση του Ensemble με τους Σοσιαλιστές, τους Οικολόγους και τους Ρεπουμπλικανούς όντως σχηματίζει απόλυτη πλειοψηφία. Όμως, έχει την αντίφαση ότι είναι σαν να προτείνεται στους Σοσιαλιστές και τους Οικολόγους να εγκαταλείψουν τον πρώτο σε ισχύ συνασπισμό για να βρεθούν σε υποτελή θέση έναντι του μακρονισμού.

Την ίδια στιγμή ναι μεν η Ανυπότακτη Γαλλία διεκδικεί όχι μόνο την πρωθυπουργία για το Νέο Λαϊκό Μέτωπο αλλά και το δικαίωμα να ορίσει το πρόσωπο του πρωθυπουργού ως η ισχυρότερη συνιστώσα, όμως και εδώ η απόφαση δεν είναι εύκολη. Και αυτό γιατί είναι ο κατεξοχήν χώρος που εκπροσωπεί τη ριζοσπαστική κοινωνική δυναμική γύρω από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο. Το να συμμετάσχει σε μια διακυβέρνηση με τη «Μακρονία», θα μπορούσε να είχε μεγάλο κόστος αφού θα καθιστούσε την Ανυπότακτη Γαλλία «μέρος του προβλήματος» στα μάτια ενός μέρους της κοινωνίας, ενώ θα είχε και την «παρενέργεια» να καταστήσει τον Εθνικό Συναγερμό τη μόνη μείζονα πολιτική δύναμη που δεν ήταν τμήμα της διακυβέρνησης. Από την άλλη μεριά, βεβαίως υπάρχει η πίεση – και από το ακροατήριό της – να μην αποφύγει η Αριστερά την ευθύνη της διακυβέρνησής σε αυτή την κρίσιμη στιγμή.

Τα ερωτήματα της επόμενης μέρας

Η επόμενη μέρα των εκλογών δεν έχει μόνο το άμεσο ερώτημα του σχηματισμού κυβέρνησης και της εύρεσης πρωθυπουργού. Έχει και ανοιχτά ερωτήματα για την κατεύθυνση του γαλλικού πολιτικού συστήματος.

Καταρχάς, υπάρχει το ερώτημα μέχρι που θα φτάσει η διεύρυνση της επιρροής της Άκρας Δεξιάς ιδίως σε τμήματα των λαϊκών τάξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον δεύτερο γύρο παγίωσε την παρουσία της στην επαρχία σε αντιδιαστολή προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Έπειτα υπάρχει το ερώτημα εάν μπορεί η Αριστερά να επεκτείνει σημαντικά την επιρροή της, τόσο ως προς τη συσπείρωση ενός συνόλου λαϊκών στρωμάτων ιδίως παραδοσιακών εργατικών που σήμερα είναι υπό την επιρροή της Άκρας Δεξιάς, δηλαδή εάν θα μπορέσει να κάνει να σπάσει αυτή τη διαίρεση στις λαϊκές τάξεις που σήμερα είναι καθοριστική μέσα στο γαλλικό πολιτικό τοπίο.

Σε αυτό προστίθεται και το ερώτημα εάν οι υπόλοιποι χώροι πλην της Αριστεράς αντιλαμβάνονται (και πώς) το βαθύτερο αίτημα αλλαγής πολιτικής που εκφράζεται ποικιλότροπα το τελευταίο διάστημα στη Γαλλία και το οποίο στην πραγματικότητα τροφοδότησε και το αίτημα για το Νέο Λαϊκό Μέτωπο.

Γιατί στην πραγματικότητα αυτό που προκύπτει ως συνολικότερο ερώτημα είναι ποια είναι τελικά η δημοκρατική-ρεπουμπλικανική παράδοση την οποία υπερασπίστηκε ένα μάλλον ετερόκλητο σύνολο δυνάμεων απέναντι στην Άκρα Δεξιά. Είναι για παράδειγμα η ολοένα και πιο αυταρχική διακυβέρνηση του Εμανουέλ Μακρόν και η απόπειρα συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους; Ή είναι όντως η επιστροφή στο νήμα των μεγάλων κοινωνικών κατακτήσεων που στη συλλογική μνήμη της Γαλλίας ταυτίστηκε με το Λαϊκό Μέτωπο του 1936;

Σε κάθε περίπτωση η Γαλλία είναι σε ένα σταυροδρόμι ανεξαρτήτως της έκβασης της διαδικασίας σχηματισμού κυβέρνησης. Τόσο οι θεσμικοί όσο και οι κοινωνικοί συμβιβασμοί της Πέμπτης Δημοκρατίας (που γεννήθηκε σε μια περίοδο κρίσης μέσα από περίπου ένα πραξικόπημα του Ντε Γκωλ) μαζί με τις όποιες θεσμικές δικλείδες ασφαλείας είχε, έχουν πια εξαντληθεί. Το προς τα πού θα πάνε τα πράγματα θα εξαρτηθεί από το ποια δύναμη θα αφήσει το στίγμα της και θα διαμορφώσει την πιο μεγάλη και συνεκτική κοινωνική συμμαχία. Και σίγουρα αυτό δεν θα είναι το «Κέντρο» όπως τo φαντάστηκε ο Εμανουέλ Μακρόν.