Η δραματική αύξηση της παχυσαρκίας, εκτός από τις γνωστές επιπτώσεις στο καρδιαγγειακό και στο αναπνευστικόσύστημα, έρχεται τώρα να δείξει και μια άλλη μορφή νοσηρότητας, η οποία αυτή τη φορά επηρεάζει το συκώτι μας.

Η συγκέντρωση λίπους στο ήπαρ, μπορεί να φέρει μια διαφορετικού τύπου ηπατίτιδα, κι αυτή σιωπηλή χωρίς συμπτώματα, η οποία μπορεί να φτάσει ακόμα και σε κίρρωση του ήπατος ή ηπατοκυτταρικό καρκίνο.

Η εναπόθεση λίπους στο ήπαρ, χωρίς ο ασθενής να την έχει προκαλέσει ο ίδιος πίνοντας αλκοόλ, ονομάζεται Μη Αλκοολική Λιπώδης Νόσος του Ήπατος ή στην καθομιλουμένη λιπώδες ήπαρ.

Η πιο σοβαρή μορφή της είναι η Μη Αλκοολική Στεατοηπατίτιδα, κατά την οποία συνυπάρχει φλεγμονή και προκαλείται προοδευτικά ίνωση του ήπατος. Η εξέλιξη της κατάστασης αυτής μπορεί να οδηγήσει σε κίρρωση και ανάπτυξη ηπατοκυτταρικού καρκίνου.

Σε πληθυσμούς υψηλού κινδύνου όπως παχύσαρκοι και διαβητικοί, η πιθανότητα της νόσου αγγίζει το 55-75%

‘Εμφαση στη μεσογειακή διατροφή και τα λαχανικά για τις περιπτώσεις λιπώδους ήπατος

Για τη νόσο και τις διαφορετικές μορφές της μίλησε στο in.gr o επιμελητής Β’ της Γαστρεντερολογικής Κλινικής του Ευαγγελισμού Βασίλης Παπαστεργίου, τονίζοντας ότι το λεγόμενο λιπώδες ήπαρ αποτελεί ετερογενή νόσο και δεν είναι γνωστό, ούτε προβλέψιμο, αν και πότε ο ασθενής μπορεί να μεταπέσει από την απλή στεάτωση, στην πιο σοβαρή στεατοηπατίτιδα όπου μαζί με το λίπος συνυπάρχει χρόνια φλεγμονή.

Η τελευταία αποτελεί και την προοδευτική μορφή της νόσου, όπου η σταδιακή ανάπτυξη ίνωσης ενδέχεται να οδηγήσει στα τελικά στάδια της ηπατοπάθειας και την ανάγκη για μεταμόσχευση ήπατος.

Υπολογίζεται πως περίπου το 5% των ασθενών με λιπώδες ήπαρ, θα φτάσει τελικά να αναπτύξει κίρρωση και 1-2% θα αποβιώσει τελικά από την ηπατική νόσο ή θα μεταμοσχευθεί.

Σήμερα είναι ξεκάθαρο πως η παρουσία σημαντικής ίνωσης κατά την διάγνωση αποτελεί τον καθοριστικότερο παράγοντα για την έκβαση αυτών των ασθενών.

Συχνότητα

Η Μη Αλκοολική Λιπώδης Νόσος του Ήπατος αποτελεί σήμερα τη συχνότερη αιτία χρόνιας ηπατοπάθειας παγκοσμίως με τη συχνότητά της να αυξάνει παράλληλα με την παγκόσμια επιδημία της παχυσαρκίας και του σακχαρώδους διαβήτη.

Στους ενήλικες, υπολογίζεται ότι το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από «λιπώδες ήπαρ», ενώ η πιο βαριά μορφή της μη αλκοολικής στεατοηπατίτιδας πλήττει το 1,5%-6,5% του πληθυσμού, διεθνώς.

Σε πληθυσμούς υψηλού κινδύνου όπως είναι οι παχύσαρκοι και οι διαβητικοί, η πιθανότητα της νόσου είναι συντριπτικά υψηλότερη, αγγίζοντας το 55-75%.

Συνήθως η συχνότητα της στεατοηπατίτιδας αυξάνει με την ηλικία, αλλά σαφώς προσβάλλονται και νέα άτομα ακόμη και παιδιά.

Στη χώρα μας, αν και δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα,  οι εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό ασθενών με λιπώδες ήπαρ στο 25-30% και το αντίστοιχο αυτών με μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα σε 4-6%.

Όμως, Ελληνική νεκροτομική μελέτη έδειξε ότι ο επιπολασμός λίπωσης του ήπατος ήταν 31%. Σε άλλη Ελληνική πολυκεντρική μελέτη του καθηγητή Γ. Παπαθεοδωρίδη το 2007, σε αιμοδότες, βρέθηκε λιπώδες ήπαρ στο 18% αυτών, με βιοχημικές εξετάσεις. Να σημειωθεί ότι αφενός οι αιμοδότες αποτελούν υγιή πληθυσμό οπότε οι πιθανότητες λιπώδους ήπατος είναι χαμηλές και αφετέρου, οι βιοχημικές εξετάσεις δεν προβλέπουν πάντα την παρουσία της νόσου.

Σε άτομα που έχουν προδιαθεσικούς παράγοντες για τη νόσο, όπως παχύσαρκοι, ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, δυσλιπιδαιμίες και άλλες μεταβολικές διαταραχές, η συχνότητα όλων των μορφών της νόσου είναι αρκετά υψηλότερη.

Παρά τη στενή συσχέτισή της με την παχυσαρκία, η νόσος έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχει και σε άτομα με φυσιολογικό σωματικό βάρος.  Στοιχεία από την Ελλάδα δείχνουν ότι περίπου 1 στους 8 ασθενείς με Μη αλκοολική Λιπώδη Νόσο του ήπατος,δηλαδή το 12,5% αυτών, έχει φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος που κυμαίνεται μεταξύ 20-25 kg/m2.

Χωρίς συμπτώματα

Oι ασθενείς με λιπώδη διήθηση ή μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα, δεν έχουν συμπτώματα -κατά κανόνα.

Η πρώτη υποψία της νόσου τίθεται συνήθως τυχαία με την ανακάλυψη αυξημένων επιπέδων ηπατικών ενζύμων [τρανσαμινασών (ΑLT/AST) και/ή γGT] σε αιματολογικό έλεγχο ρουτίνας , αν και  η νόσος μπορεί να υπάρχει, παρότι τα άτομα διατηρούν φυσιολογικά επίπεδα ηπατικών ενζύμων. Άλλος τρόπος διαπίστωσης της νόσου, πάλι τυχαία, μπορεί να γίνει με κάποιο υπερηχογράφημα στην περιοχή της κοιλιάς, όπου διαπιστώνεται η εναπόθεση λίπους στο ήπαρ.

Αιτίες ελέγχου

Έλεγχος για τη διαπίστωση της παρουσίας λιπώδους ήπατος, πρέπει να γίνεται σε

  • Όλα τα άτομα με λίπωση ήπατος σε υπερηχογράφημα
  • Όλα τα άτομα με αυξημένα επίπεδα ηπατικών ενζύμων (ALT/AST, γGT)
  • Όλα τα άτομα με παχυσαρκία, δηλαδή με δείκτη μάζας σώματος (BMI) πάνω από 30 kg/m2
  • Όλα τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
  • Όλα τα άτομα με μεταβολικό σύνδρομο.

Ο έλεγχος των ασθενών με μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος περιλαμβάνει τον αποκλεισμό άλλων αιτίων που προκαλούν αντίστοιχες  βλάβες στο ήπαρ.

Συγκεκριμένα ο αποκλεισμός περιλαμβάνει:

  • τη συχνή χρήση αλκοόλ (μέση ημερήσια κατανάλωση: πάνω από 20-30 γραμμάρια αλκοόλ για γυναίκες και άνδρες, αντίστοιχα),
  • λίπωση ήπατος από φάρμακα,
  • χρόνιες ιογενείς ηπατίτιδες και ειδικότερα λιπώδες ήπαρ λόγω χρόνιας ηπατίτιδας C και
  • διάφορα άλλα, σπάνια κυρίως, μεταβολικά νοσήματα.

Γι΄αυτό, απαιτείται λεπτομερές ιστορικό και προσεκτική αντικειμενική εξέταση σε όλα τα άτομα με υποψία λιπώδους ήπατος, τα οποία επίσης πρέπει να υποβάλλονται σε ειδικές αιματολογικές εξετάσεις.

Κάποια άτομα με υποψία λιπώδους ήπατοςμπορεί να χρειαστεί να υποβληθούν και σε ειδικές δοκιμασίες όπως η ελαστογραφία ήπατος και ένα μικρό ποσοστό ίσως και σε βιοψία ήπατος προκειμένου να αποκλεισθούν με βεβαιότητα άλλα ηπατικά νοσήματα και να αξιολογηθεί με ακρίβεια η βαρύτητα της νόσου.

Πρώτα η καρδιά

Οι ασθενείς στους οποίους επιβεβαιώνεται η διάγνωση λιπώδους ήπατοςπρέπει αρχικά να ελέγχονται για την ύπαρξη παραγόντων του μεταβολικού συνδρόμου και να εκτιμώνται για τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβαμάτων, καθώς και την ύπαρξη άλλων σχετιζόμενων συνοσηροτήτων.Αξίζει να σημειωθεί πως η πλειονότητα των ασθενών με λιπώδες ήπαρ δεν θα αποβιώσει τελικά από ηπατικά αίτια, αλλά λόγω καρδιαγγειακής νόσου.

Η στεατοηπατίτιδα

Κατά τη διάγνωση, σε όλους τους ασθενείς με λιπώδες ήπαρ πρέπει να αξιολογείται η τυχόν παρουσία στεατοηπατίτιδας και σημαντικής ίνωσης του ήπατος. H αρχική αξιολόγηση βασίζεται σε ειδικούς μη επεμβατικούς δείκτες που προσδιορίζονται με βάση τα εργαστηριακά ευρήματα και πιθανόν σε ελαστογραφία ήπατος. Με βάση τα πρώτα ευρήματα, αποφασίζεται ποιοι ασθενείς είναι υποψήφιοι για βιοψία ήπατος.

Με τη διάγνωση της νόσου, όλοι οι ασθενείς πρέπει να είναι σε στενή παρακολούθηση για την κατάλληλη αντιμετώπιση.Κατά κανόνα, οι ασθενείς με  στεατοηπατίτιδα θα πρέπει να παρακολουθούνται τουλάχιστον ετησίως από εξειδικευμένο στα ηπατικά νοσήματα ιατρό.

Η θεραπευτική παρέμβαση στοχεύει στην αναχαίτιση της προοδευτικότητας της νόσου προς τα τελικά στάδια της ηπατοπάθειας. Σε όλους τους ασθενείς με λιπώδες ήπαρ θα πρέπει να διορθώνονται οι υποκείμενες μεταβολικές διαταραχές (διαβήτης, δυσλιπιδαιμία, υπέρταση) και να γίνονται παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής. Οι τελευταίες συμπεριλαμβάνουν  αρνητικό θερμιδικό ισοζύγιο με στόχο την απώλεια σωματικού βάρους, στροφή στην μεσογειακή δίαιτα, φυσική άσκηση, διακοπή καπνίσματος και αποφυγή του fast food και του αλκοόλ.

Οι ασθενείς με στεατοηπατίτιδα και σημαντική ίνωση είναι οι βασικοί υποψήφιοι για στοχευμένη στο ήπαρ φαρμακοθεραπεία. Ωστόσο, παρά τις εντατικές προσπάθειες, το ιδανικό φάρμακο για την αντιμετώπιση της μη-αλκοολικής στεατοηπατίτιδας μένει να ανακαλυφθεί. Σε κάποιες περιπτώσεις, η εξατομικευμένη χορήγησης βιταμίνης Ε ή πιογλιταζόνης φαίνεται να βοηθάει, ενώ πρόσφατα η ρεσμετιρόμη (μερικός αγωνιστής του υποδοχεά της θυροειδικής ορμόνης THR-β) αποτέλεσε ιστορικά την πρώτη φαρμακοθεραπεία που εγκρίθηκε στην Ηνωμένες Πολιτείες ειδικά για τη συγκεκριμένη νόσο.