Ο Τζόρτζιο Αρμάνι, αναμφισβήτητα το πιο αναγνωρίσιμο όνομα στη μόδα, γεννήθηκε στις 11 Ιουλίου του 1934 στην πόλη Πιατσέντζα της βόρειας Ιταλίας, περίπου 40 μίλια νοτιοανατολικά του Μιλάνου, στις βαλτώδεις όχθες του ποταμού Πο.

«Ως παιδί, και στη συνέχεια ως έφηβος», λέει, «δεν γνώριζα τη βιομηχανία της μόδας, απλώς και μόνο επειδή το ιταλικό φαινόμενο της μόδας δεν είχε ακόμη συμβεί». Αντ’ αυτού, ο Αρμάνι γράφτηκε το 1953 στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου για να γίνει γιατρός. Τα παράτησε μετά από τρία χρόνια για να καταταγεί στο στρατό και αργότερα προσλήφθηκε ως διακοσμητής βιτρινών στο μιλανέζικο πολυκατάστημα Rinascente.

«Μια από τις πρώτες μου δουλειές στη μόδα ήταν να δουλεύω δίπλα στον Nino Cerruti, ο οποίος ήταν υφαντής και είχε επίσης τη δική του σειρά ρούχων», λέει ο Armani. Εκεί ήταν που έμαθε την περίπλοκη διαδικασία της κατασκευής υφασμάτων, περνώντας χρόνο σε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας ώστε να βελτιώσει την τέχνη του.

«Η πρώτη μου ανάμνηση; Η μητέρα μου, με ένα μαύρο φόρεμα»

Τα drapey σακάκια και τα ελαφριά κοστούμια του

Τα επόμενα χρόνια, ο Αρμάνι εργάστηκε για καθιερωμένους οίκους όπως ο Valentino και ο Zegna, ενώ το 1975 ίδρυσε το ομώνυμο εμπορικό σήμα του στο Μιλάνο με τον Sergio Galeotti, συνεργάτη του στην επιχείρηση και στη ζωή, ο οποίος πέθανε 10 χρόνια αργότερα.

Το πρώτο ρούχο του Αρμάνι με τη νέα του ετικέτα ήταν ένα αποδομημένο ανδρικό σακάκι, το οποίο δεν κουβαλούσε τίποτα από τις άκαμπτες φόδρες και τις περιττές βάτες της εποχής. «Σχεδιάστηκε για μένα και για άνδρες σαν εμένα, που δεν αναγνώριζαν πλέον τον εαυτό τους στην άκαμπτη τυπικότητα της προηγούμενης γενιάς», λέει για τα drapey σακάκια και τα ελαφριά κοστούμια του.

Εκείνη την εποχή, λέει, το μετάξι και το λινό «θεωρούνταν θηλυκά υλικά – εγώ απέδειξα το αντίθετο». Ένα λιτό, κομψά τσαλακωμένο κοστούμι του Αρμάνι έγινε σύντομα η de facto στολή για τους κοσμοπολίτες άνδρες και γυναίκες της δεκαετίας του 1980 και ο σχεδιαστής απέκτησε γρήγορα παγκόσμια φήμη.

Δείτε το βίντεο

Συγκρατημένο, σπάνιο και φίνο – Το στυλ του Αρμάνι

Το 1981, άνοιξε την πρώτη του ναυαρχίδα στο Μιλάνο, όπου ζει ακόμη, και ακολούθησαν αρκετές ακόμη στην Ασία και τη Βόρεια Αμερική- συνέχισε να λανσάρει diffusion σειρές (Armani Exchange το 1991 και το brand οικιακών ειδών Armani Casa το 2000), ξενοδοχεία (στο Ντουμπάι και το Μιλάνο) και περισσότερα από 20 εστιατόρια σε όλο τον κόσμο.

Σήμερα, 90 ετών, ο Αρμάνι έχει γίνει το απόλυτο συνώνυμο του μιλανέζικου στυλ: Συγκρατημένο, σπάνιο και φίνο. Αλλά παρά την εμβέλεια της αυτοκρατορίας του, ο ίδιος επιμένει ότι δεν ήταν ποτέ προσχεδιασμένη. «Προτιμώ να εκμεταλλεύομαι τις ευκαιρίες όπου παρουσιάζονται», λέει. «Και αυτή η παρόρμηση με οδήγησε εκεί που βρίσκομαι σήμερα. Όταν ξεκίνησα δεν είχα τίποτα».

Το πρώτο ρούχο του Αρμάνι με τη νέα του ετικέτα ήταν ένα αποδομημένο ανδρικό σακάκι, το οποίο δεν κουβαλούσε τίποτα από τις άκαμπτες φόδρες και τις περιττές βάτες της εποχής

O Αρμάνι με τον Σκορσέζε / Photo: YouTube

Ο φόβος του Ιταλού σχεδιαστή

«Είμαι ένας παραβάτης των κανόνων» θα πει ο Τζόρτζιο Αρμάνι στη βρετανική εφημερίδα Guardian, τρία χρόνια πριν, σε μια μεγάλη συνέντευξη για τη ζωή του, για την ομορφιά, την κομψότητα και τη σοφία της μητέρας του, το δόγμα  του «less is more» και τον φόβο του για τη μοναξιά

«Η πρώτη μου ανάμνηση; Η μητέρα μου, με ένα μαύρο φόρεμα. Ήταν μια όμορφη, κομψή γυναίκα που μπορούσε να είναι γλυκιά και δυνατή ταυτόχρονα. Η αυστηρότητα και η αξιοπρέπεια χαρακτήριζαν ολόκληρη τη ζωή της» θυμάται και ξετυλίγει την ιστορία του αρχίζοντας από πολύ παλιά:

«Μου άρεσε πολύ ο Yves Saint Laurent. Θυμάμαι όταν τον επισκεφθήκαμε με την αδελφή μου στο Μαρακές τότε που ήμασταν μικρά. Βρισκόμασταν σε ένα ετοιμόρροπο φορτηγάκι, με βερμούδες και μπλουζάκια. Εκείνος άνοιξε την πόρτα με ένα ριγέ σακάκι με διπλή λωρίδα και κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μικρό σκυλάκι. Ήταν πολύ ευγενικός» λέει για να περάσει σε ένα άλλο, πανανθρώπινο θέμα, ένα θέμα πέρα από το γκλάμουρ και την επιτυχία: «Φοβάμαι τη μοναξιά. Δεν υποφέρω πραγματικά από τύψεις. Ωστόσο, αν ξαναζούσα τη ζωή μου, θα προσπαθούσα να περνάω περισσότερο χρόνο με φίλους και οικογένεια».

«Είμαι ένας παραβάτης των κανόνων στον τομέα του σχεδιασμού, αλλά ποτέ δεν επεδίωξα συνειδητά να δημιουργήσω επανάσταση»

Photo: YouTube

Το American Gigolo και η απατηλή λάμψη της γοητείας των 80s

«Το «American Gigolo» του 1980 ήταν ένα σημείο καμπής για μένα. Το πρότζεκτ ξεκίνησε όταν, προς μεγάλη μου έκπληξη, ο σκηνοθέτης της ταινίας, Paul Schrader ήρθε στο Μιλάνο τον Ιούλιο του 1979 μαζί με τον John Travolta, ο οποίος αρχικά υποτίθεται ότι θα έπαιζε τον ρόλο του Julian Kay, και τους έδειξα σκίτσα για την ανοιξιάτικη συλλογή που δούλευα.

»Ο Schrader μου είπε ότι τα ρούχα ήταν ακριβώς αυτό που είχε στο μυαλό του. Ο Richard Gere, ο οποίος τελικά έπαιξε τον ρόλο του Julian, έδωσε ζωή στα ρούχα με το αμίμητο περπάτημά του. Το σακάκι τόνιζε τους μύες του και το παντελόνι χάιδευε τα πόδια του. Ήταν μια αποκάλυψη» λέει ο σχεδιαστής για την ταινία που καθόρισε μια ολόκληρη εποχή με την αβίαστη σεξουαλικότητά της αλλά όρισε και το «στυλ Αρμάνι».

«Αισιόδοξος και ρεαλιστής είναι ο τρόπος με τον οποίο θα περιέγραφα τον εαυτό μου. Πώς θα μπορούσε ένας απαισιόδοξος να είναι σχεδιαστής μόδας; Η δουλειά είναι γεμάτη ρίσκο» συμπληρώνει.

Ο Akira Kurosawa ως έμπνευση

«Ήμουν πάντα οπαδός του κινηματογράφου, ειδικά στα νιάτα μου, όταν ήταν η μόνη πραγματική διέξοδος που υπήρχε. Είχα ακούσει πολλά για τον Akira Kurosawa ως σκηνοθέτη, αλλά η πρώτη μου επαφή με το έργο του ήταν το ‘Kagemusha’ -η ταινία του 1980 στην οποία βασίστηκε η φθινοπωρινή συλλογή του οίκου Armani για το 1981.

»Αν και οι σκηνές μάχης είναι οι αγαπημένες μου, εντυπωσιάστηκα από την ποιητική αυστηρότητα του στυλ του και από την απαλή και ακριβή αισθητική αίσθηση, την οποία ένιωσα αμέσως ότι ήταν σαν τη δική μου. Η συλλογή αποθεώθηκε από τους κριτικούς, αλλά δεν έτυχε πολύ καλής υποδοχής από το κοινό» θυμάται ο σχεδιαστής, πέρσι στους New York Times ενώ λίγα χρόνια πριν, στην Guardian, περνάει σε πιο προσωπικά ζητήματα:

«Η καλύτερη συμβουλή που έλαβα ποτέ ήταν από τη μητέρα μου. Είπε ότι αν θέλεις να δημιουργήσεις ομορφιά, κάνε μόνο ό,τι είναι απαραίτητο και τίποτα περισσότερο. Αυτή η ιδέα του «το λιγότερο είναι περισσότερο» ήταν ένα δόγμα που έκανα δικό μου. Εξακολουθεί να με στηρίζει. Πράγματι, αυτές τις μέρες τη βρίσκω πιο επίκαιρη από ποτέ».

Ο θάνατος του Sergio Galeotti

«Το χειρότερο πράγμα που μου έχει πει ποτέ κανείς; Η φράση «δεν μπορείς». Ξεκίνησα την εταιρεία μου μόνο με το πάθος και την ενθάρρυνση του επιχειρηματικού μου εταίρου Sergio Galeotti, ο οποίος πέθανε το 1985. Είπε: «Να είσαι ο εαυτός σου, να πιστεύεις στο όραμά σου, ανεξάρτητα από την κριτική». Τα αποτελέσματα ήταν εκπληκτικά. Θα ήθελα πολύ να του είχα δείξει τι έγινε από αυτό που δημιουργήσαμε οι δυο μας. Ξεκινήσαμε τόσο μικροί.

»Ξαφνιάστηκα όταν πέθανε ο Sergio. Έπρεπε να αναλάβω τη διοίκηση ολόκληρης της επιχείρησης. Δεν δίστασα, αν και ήταν τρομακτικό και ήξερα ότι θα έπρεπε να μάθω νέες δεξιότητες. Όλα πήγαν καλά» αναφωνεί με ένα αίσθημα κομψής ικανοποίησης.

«Η ιδιοσυγκρασία μου εκδηλώνεται ως πείσμα. Από την άλλη πλευρά, η ισχυρή μου θέληση, η συγκέντρωση και η αποφασιστικότητά μου με στήριξαν» συμπληρώνει.

«Θόλωσα τα όρια μεταξύ αυτού που θεωρούνταν «ανδρικό» και «θηλυκό»»

«Είμαι ένας παραβάτης των κανόνων στον τομέα του σχεδιασμού, αλλά ποτέ δεν επεδίωξα συνειδητά να δημιουργήσω επανάσταση. Απλώς ακολούθησα το ένστικτό μου. Απελευθέρωσα τους ανθρώπους από την άβολη ραπτική και ταυτόχρονα θόλωσα τα όρια μεταξύ αυτού που θεωρούνταν «ανδρικό» και «θηλυκό» ένδυμα και στυλ» λέει σήμερα ο μέγας παραβάτης του στυλ και συνεχίζει:  «Τι με στεναχωρεί; Η δυστυχία των ανθρώπων».

Το 2020, ο Τζόρτζιο Αρμάνι είχε ταχθεί με το αμερικανικό #metoo μέσω των δηλώσεών του για τον κόσμο της μόδας: «Οι σχεδιαστές βιάζουν τις γυναίκες. Μπορείς να βιάσεις μία γυναίκα με πολλούς τρόπους, είτε ρίχνοντάς την στο υπόγειο είτε προτείνοντας την να ντύνεται με συγκεκριμένο τρόπο».

«Δεν ανέχομαι τις περιττές υπερβολές και τη χυδαιότητα. Και αυτό, επίσης, μπορώ να το εντοπίσω στη μητέρα μου» συμπληρώνει για να καταλήξει: «Το μεγαλύτερο επίτευγμά μου; Η δημιουργία όλου αυτού – του κόσμου της Armani – από το μηδέν, με μια επένδυση μόλις 400 λιρών από την πώληση του παλιού μου VW Beetle».