Άρθουρ Έβανς: Ο σκαπανεύς
Όσοι τον εγνώρισαν δεν θα λησμονήσουν ευκόλως την μορφήν του
Ο Αρθούρος Ήβανς υπήρξεν αρχαιολογικώς «πορφυρογέννητος»: ο πατήρ του sir John Evans διεκρίθη εις την εποχήν του ως άριστος αρχαιολόγος, μάλιστα εις την βρεττανικήν και βορειοευρωπαϊκήν προϊστορίαν και εις την βρεττανικήν νομισματολογίαν. Διέπρεψε παρά ταύτα και ως εξαιρετικώς δραστήριος βιομήχανος, ασκήσας τον έλεγχον πέντε μεγάλων χαρτοποιείων.
Ο Αρθούρος, ο πρεσβύτερος υιός του, εγεννήθη το 1851 παρά το Nash Mils, όπου ο πατήρ του ειργάζετο, εστάλη εις την ονομαστήν σχολήν Harrow και το 1870 εγένετο δεκτός ως τελειόφοιτος του Brasenose College της Οξφόρδης.
Το επόμενον έτος ήρχισεν εκδρομικάς περιοδείας εις τας βαλκανικάς χώρας, αι οποίαι τα μάλιστα επηρέασαν την μελλοντικήν του σταδιοδρομίαν και απετύπωσαν εις τον χαρακτήρα του το πάθος διά τον αγώνα υπέρ των μειονοτήτων και των μικρών χωρών κατά της απληστίας της αυστριακής και της σκληρότητος της τουρκικής κυβερνήσεως.
[…]
Το 1883 επεσκέφθη το πρώτον την Ελλάδα, όπου είδε τον Schliemann ανασκάπτοντα τον Ορχομενόν και εγοητεύθη από τα αποτελέσματα των γερμανικών ανασκαφών των Μυκηνών.
Το 1884 εξελέγη έφορος (Keeper) του Ashmolean Museum της Οξφόρδης και εις την θέσιν ταύτην παρέμεινε μέχρι του 1908, ότε παραιτηθείς έλαβε τον τίτλον του επιτίμου εφόρου (Honorary Keeper) του μουσείου τούτου. Ήδη απέβλεπεν εις την Κρήτην ως αποδοτικόν δι’ ερεύνας έδαφος και η προς τα εκεί απόκλισίς του ενισχύθη αναμφιβόλως τον Φεβρουάριον του 1892, ότε συνήντησε το πρώτον εν Ρώμη τον δραστήριον ιταλόν αρχαιολόγον Federico Halbherr και επληροφορήθη παρά τούτου τας ανασκαφικάς του επιτυχίας εις διαφόρους αρχαιολογικούς χώρους της νήσου.
[…]
Την 15ην Μαρτίου 1894 ο Αρθούρος Ήβανς έφθασε διά πρώτην φοράν εις Ηράκλειον —το ωνόμαζε πάντοτε Candia—, ηγόρασε μικράς αρχαιότητας και επεσκέφθη τας ιδιωτικάς συλλογάς του Ι. Μητσοτάκη και Μίνωος Καλοκαιρινού. Την 19ην επεσκέφθη τον χώρον της Κνωσού και την επομένην το Μουσείον του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου: συνεζήτησε μετά του Ιωσήφ Χατζηδάκη τας δυνατότητας να γίνη κύριος του χώρου δι’ ανασκαφάς και προέβη αμέσως εις αγοράν του 1/4 αυτού, ανήκοντος από κοινού εις δύο ιδιοκτήτας. Προτού τελειώσουν αι διαπραγματεύσεις της αγοράς του συνόλου εξερράγη η κρητική επανάστασις του 1896, η οποία όμως, με μερικάς παραχωρήσεις της Υ. Πύλης, κατά το φθινόπωρο του αυτού έτους επισήμως ετερματίσθη. Εν τω μεταξύ τόσον ο Ήβανς εν Αγγλία όσον και ο Χατζηδάκης εν Κρήτη συνέλεγον εράνους, όχι όμως δι’ αρχαιολογικούς σκοπούς, αλλά διά τα θύματα του αγώνος. Οι Τούρκοι δεν ετήρησαν τας υποσχέσεις των και το επόμενον έτος η επανάστασις εξέσπασεν εκ νέου. Η Ελλάς εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Τουρκίας κυρίως διά το μακεδονικόν ζήτημα και ελληνικά στρατεύματα απεστάλησαν διά να βοηθήσουν τους Κρήτας αντάρτας.
Ούτω μόλις τον Μάρτιον του 1898, όταν αι εχθροπραξίαι ετελείωσαν, ο Ήβανς ήλθεν εις Κρήτην, διά να αρχίση το αρχαιολογικόν του έργον συνοδευόμενος υπό του Μyres και του Hogarth: ηύρον την Κρήτην υπό την προστασίαν των Μεγάλων Δυνάμεων και βρεττανικά στρατεύματα ελέγχοντα το Ηράκλειον.
Το 1899 αι συνθήκαι εγένοντο ευνοϊκώτεραι δι’ ανασκαφάς: ο Πρίγκηψ Γεώργιος της Ελλάδος ανεκηρύχθη Ύπατος Αρμοστής και τα τελευταία τουρκικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την νήσον· εισηγουμένων των Χατζηδάκη και Ξανθουδίδου εψηφίσθη προκαταρκτικός αρχαιολογικός Νόμος, εγκριθείς υπό του Υπάτου Αρμοστού, και η αγορά του χώρου Κνωσού υπό του Ήβανς εξησφαλίσθη.
Την 23ην Μαρτίου 1900 ο Ήβανς βοηθούμενος υπό των Mackenzie και Fyfe ήρχισε την ανασκαφήν του χώρου, όπου ήρχισε να αποκαλύπτεται το ανάκτορον του Μίνωος. Την επομένην εβδομάδα ήλθον εις φως αι πρώται μινωικαί τοιχογραφίαι και πινακίδες γραφής: η γνωστή υπό το όνομα «Ρυτοφόρος» ονομαστή μινωική τοιχογραφία απεκαλύφθη την 5ην Απριλίου.
Τας αρχάς του 1901 εδημοσιεύθη η προκαταρκτική έκθεσις της πρώτης ανασκαφικής περιόδου και ήδη από του Φεβρουαρίου του αυτού έτους ο Ήβανς ανέσκαπτε πάλιν εις την Κνωσόν, όπου ο πατήρ του, γέρων πλέον 77 ετών, τον επεσκέφθη: η μεγάλη όμως κλίμαξ του ανακτόρου ανεκαλύφθη μετά την αναχώρησιν του τελευταίου. Μετά την επιστροφήν του εις την Αγγλίαν ο Αρθούρος Ήβανς ετιμήθη διά ανακηρύξεως εις τιμητικά αξιώματα των πανεπιστημίων του Δουβλίνου και του Εδιμβούργου και εις συνέλευσιν της British Association εν Glasgow ανέγνωσε την περίφημον πραγματείαν του επί της συστηματικής ταξινομήσεως και υπαγωγής των ευρημάτων εις την Κρητικήν Νεολιθικήν Περίοδον και τας τρεις κυρίας περιόδους της Χαλκής Εποχής, την Πρωτο- Μεσο- και Υστερομινωικήν, λαβούσας το όνομα εκ του θρυλικού βασιλέως Μίνωος.
Κατά τα επόμενα έτη νέαι καταπληκτικαί ανακαλύψεις διεδέχθησαν αλλήλας εις το ανάκτορον της Κνωσού, ενώ παραλλήλως τα κυριώτερα διαμερίσματα τούτου ανεστυλούντο και ωλοκληρούντο υπό του Ήβανς με δαπάνην σημαντικωτέραν τής διά τας ανασκαφάς καταβληθείσης. Πολλοί έκριναν αυστηρώς τον σοφόν ανασκαφέα διά την υπέρμετρον χρήσιν σιδηροπαγούς τσιμεντοκονιάματος (béton armé), αλλ’ είναι αναμφισβήτητον ότι άνευ τοιούτων εργασιών το κύριον μέρος των ερειπίων θα κατεστρέφετο ανεπανορθώτως.
Το 1906 ο Ήβανς ωκοδόμησε την Έπαυλιν «Αριάδνη» ως βάσιν της αρχαιολογικής του εν Κνωσώ ερεύνης και ως θερινήν διαμονήν, αλλά παρέμεινε λόγω πανεπιστημιακών ασχολιών κατά το έτος τούτο εν Αγγλία. Το 1907 και 1908 ανασκάπτει περί το ανάκτορον και ανακαλύπτει το Μικρόν Ανάκτορον, όπου εργαζόμενος επληροφορήθη τον θάνατον του 83ετούς πατρός του. Και μετά την κατά το αυτό έτος παραίτησίν του από την θέσιν του ως Εφόρου του Ashmolean Museum δεν έπαυσε ως Επίτιμος Έφορος να είναι μέλος του διοικούντος συμβουλίου του μουσείου τούτου. Ειργάζετο εκ παραλλήλου εντόνως διά την οριστικήν δημοσίευσιν τών εν Κνωσώ εργασιών του —εις το σύγγραμμα το οποίον μετά έτη ενεφανίσθη υπό τον τίτλον The Palace of Minos— και εξέδωκε τον πρώτον τόμον των Scripta Minoa.
To 1911 ο Ήβανς επαρασημοφορήθη με το παράσημον των ιπποτών διά τας υπηρεσίας του εις την αρχαιολογίαν. Εν τούτοις τα ενδιαφέροντά του υπήρξαν ποικιλώτερα παρά ποτέ και το ενδιαφέρον του διά τον προσκοπισμόν εξεδηλώθη με την ίδρυσιν του Σώματος Youlbury εν Οξφόρδη με αρχηγείον εγκατασταθέν εις αυτά τα κτήματά του το 1914.
[…]
Το 1920 μετέβη εις Στοκχόλμην, ίνα δεχθή παρά της Σουηδικής Εταιρείας της Ανθρωπολογίας και Γεωγραφίας το Μέγα Χρυσούν Μετάλλιον, το μέχρι τότε απονεμηθέν μόνον εις τον Montelius (σ.σ. διαπρεπής σουηδός αρχαιολόγος, 1843-1921). Το 1921 εξεδόθη ο πρώτος τόμος του The Palace of Minos. Από του 1922 μέχρι του 1926 αι ανασκαφαί, περί το ανάκτορον μάλιστα, εσυνεχίσθησαν παρά του Ήβανς, ως και ακολούθως, μετά την έκδοσιν του δευτέρου (1928) και του τρίτου (1930) τόμου του έργου του, από του 1930 μέχρι του 1931: ο βοηθός του Mackenzie ήρχετο κατ’ έτος εις την Κνωσόν. Το 1934 εδέχθη το πρώτον υπό της Εταιρείας των Αρχαιοδιφών απονεμηθέν Χρυσούν Μετάλλιον. Το 1935 εξεδόθη ο τέταρτος και τελευταίος τόμος του Palace of Minos καί κατά το αυτό έτος ο Ήβανς επεσκέπτετο διά τελευταίαν φοράν την Κνωσόν και το Ηράκλειον, όπου ετιμήθη πολλαχώς καί διά χαλκής προτομής υπό του Δήμου και των κατοίκων της πόλεως.
Το 1938 η υγεία του ήρχισε να κλονίζεται και εχρειάσθη να υποστή εγχείρησιν. Ο πόλεμος και η κατά των βαλκανικών χωρών, τας οποίας τόσον ηγάπησεν, εισβολή του 1940 υπήρξαν σοβαρά πλήγματα διά τον Ήβανς, επί τοσούτον μάλλον καθ’ όσον τας πραγματικάς καταστροφάς έμαθεν επηυξημένας υπό φημών, ότι η Κνωσός εβομβαρδίσθη και ότι το Μουσείον Ηρακλείου είχε κονιορτοποιηθή.
Τον Μάιον 1940 μετέβη διά τελευταίαν φοράν εις το Λονδίνον προς επίσκεψιν του βομβαρδισθέντος τμήματος του Βρεττανικού Μουσείου και εζήτησε πληροφορίας περί της τύχης τών εις Κρήτην και λοιπήν Ελλάδα ευρισκομένων φίλων του. Περί το τέλος του μηνός ησθένησε και εχρειάσθη δευτέραν εγχείρησιν.
Κατά την ενενηκοστήν επέτειον των γενεθλίων του αποστολή φίλων του παρουσίασεν εις αυτόν τιμητικόν ψήφισμα της Ελληνικής Εταιρείας· τρεις ημέρας βραδύτερον απέθνησκε, χωρίς να αφήση τέκνα.
Όσοι εγνώρισαν τον Ήβανς δεν θα λησμονήσουν ευκόλως την μορφήν του: δεν θα λησμονήσουν την μικράν, σαφώς ενεργητικήν του όψιν, τας ταχείας σχεδόν ως πτηνού χειρονομίας του, την υπερήφανον κελτικήν ρωμαντικήν ιδιοσυγκρασίαν του, τον νευρώδη, τελείως άφοβον, ταχύν και γενναιόφρονα χαρακτήρα του, τον πάντοτε πρόθυμον υπερασπιστήν των ασθενεστέρων, τον αληθώς φίλον των μικρών εθνών και των καταθλιβομένων μειονοτήτων. Η χαμηλή, μόλις ακουομένη φωνή του κατέστρεφε την εντύπωσιν των διαλέξεών του, των οποίων το θέμα ήτο εξαιρετικόν, αλλ’ εις στενόν κύκλον δεν θα ευρίσκετο πλέον ευχάριστος σύντροφος, καλύτερος εις τας διηγήσεις και τα ανέκδοτα.
Ως αρχαιολόγος ο Ήβανς υπήρξε «θεαματικός». Συχνά διετύπωνε συμπεράσματα με την διαίσθησιν και την στιλπνότητα του κελτικού πνεύματός του, συμπεράσματα των οποίων την προφάνειαν το βραδύ αγγλοσαξωνικόν πνεύμα εύρισκεν ανεπαρκή, αλλά ταύτα τοσάκις επηλήθευσαν διά μεταγενεστέρων ερευνών, ώστε ο Ήβανς ακόμη και εις προκεχωρημένην ηλικίαν εθεωρείτο πάντοτε ο σκαπανεύς, του οποίου αι θεωρίαι είχον προορισμόν να αποδειχθούν και να αποβούν βραδύτερον κανόνες.
Τον όμοιόν του βεβαίως δεν θα εύρωμεν ευκόλως· αλλά δεν θα είπω requiescat in pace (σ.σ. ας αναπαυθεί εν ειρήνη), διότι ο μόνος Παράδεισος ο οποίος θα ηδύνατο να ικανοποιήση τον Sir Arthur Evans θα ήτο ο της ακαταπαύστου ενεργητικότητος!
*Δημοσίευμα (νεκρολογία) για τη ζωή, τη δράση και τις αρετές του Άρθουρ Έβανς διά χειρός του βρετανού αρχαιολόγου και Επιμελητή Κνωσού Richard Hutchinson (1894-1970). Το κείμενο είχε δημοσιευτεί το 1947, έξι χρόνια μετά το θάνατο του Έβανς, στον πρώτο τόμο των Κρητικών Χρονικών (τεύχος ΙΙ, σελ. 453-457), του πρωτοποριακού και υψηλής αξίας επιστημονικού περιοδικού που εξέδιδε στο Ηράκλειο επί δεκαετίες ο Ανδρέας Γ. Καλοκαιρινός (1922-1993).
Ο σερ Άρθουρ Έβανς (Sir Arthur John Evans), που γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1851 και απεβίωσε στις 11 Ιουλίου 1941, ανακάλυψε το ξακουστό ανάκτορο της Κνωσού, ένα μεγάλο τμήμα της μινωικής πόλης και νεκροταφεία διαφόρων περιόδων, διενεργώντας συστηματικές ανασκαφές από το 1900 έως το 1931.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις