Κώστας Ουράνης: Τα «κινήματα» της ψυχής και της φαντασίας
Ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην πεζογραφία μας
[…]
Πρέπει να προχωρήσουμε στις ταξιδιωτικές σελίδες του Ουράνη, στο Sol y sombra, στους «Γλαυκούς δρόμους», το «Ταξίδι της Ιταλίας», στα «Ταξίδια στην Ελλάδα», στο «Σινά, το θεοβάδιστο όρος», στις εντυπώσεις του από τόσους άλλους τόπους κι ομορφιές, για να καταλάβουμε ότι έφτασε πολύ πέρα από την απλή επιτυχία κ’ επρόσφερε μια σημαντικότατη υπηρεσία στα ελληνικά Γράμματα: ότι μαζί με δυο-τρεις άλλους πεζογράφους μας, έκαμε την ταξιδιωτική εντύπωση αληθινά λογοτεχνικό είδος στη γλώσσα μας και ότι επρόσθεσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην πεζογραφία μας.
Έχω από τα ταξιδιωτικά του Ουράνη και παλιές και χτεσινές ακόμα σημειώσεις. Μα και η έρευνα που θεμελίωσε την αποψινή ομιλία δε με απομακρύνει από τις αγάπες κι από τις προτιμήσεις μου. […] Μα τώρα, απάνω στον απολογισμό μιας ζωής και στην αποτίμηση μιας προσφοράς, πρέπει να δούμε όχι το μέρος, αλλά το όλον, όχι τη λεπτομέρεια, το κόσμημα σε μια πρόσοψη ή το σκάλισμα σε μια θύρα, αλλά το οικοδόμημα. Και πρέπει αμέσως να πω ότι ο πεζογράφος των ταξιδιωτικών αυτών εντυπώσεων είναι από τους συγγραφείς που παραμέρισαν τις οποιεσδήποτε επιφυλάξεις για τα ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα και τα συμφιλίωσαν με το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Κι ο πιο απαιτητικός κι ο πιο καλά πληροφορημένος για τα κατορθώματα του πεζού λόγου στις μεγάλες ξένες λογοτεχνίες έχει μια βάσιμη προσδοκία όταν ανοίγει βιβλίο του Ουράνη. Ξέρει ότι, εκτός απ’ όλα τ’ άλλα, θα βρεθεί πέρ’ από την επανάληψη, το μεγάλο αυτό μειονέκτημα πολλών λογοτεχνικών έργων, που ελαττώνει αμέσως το ενδιαφέρον των αναγνωστών και προκαλεί τούτη την απορία-καταδίκη: γιατί γράφτηκε κι αυτό το βιβλίο αφού δεν προσφέρει τίποτε το νέο και το προσωπικό κι αφού δεν κάνει παρά να ξαναλέει ό,τι είπε, και πολύ καλύτερα, ένας άλλος, ένας πιο έμπειρος και πιο ολοκληρωμένος λογοτέχνης;
Κι αυτό ακριβώς είναι ένα πρώτο γνώρισμα κάθε βιβλίου του Ουράνη. Καθώς μάλιστα προβάλλει το γνώρισμα τούτο από κείμενα με θέματα τόσο πολυμεταχειρισμένα —οι ίδιοι τόποι περιμένουν όλους τους ταξιδιώτες—, παίρνει ακόμα πιο μεγάλη αξία και δείχνει καθαρότερα με πόσο δικό του υλικό, δηλαδή με πόσες ατομικές συγκινήσεις και εντυπώσεις, εργάζεται ο συγγραφέας των «Ταξιδιών στην Ελλάδα» ή των «Γλαυκών δρόμων». Σ’ έναν πρόλογό του διαβάζουμε: «Δεν έχουν τίποτα το documentaire, δεν εικονίζουν την Ελλάδα της εποχής των πολέμων. Είναι εντυπώσεις καθαρά υποκειμενικές και, τις περισσότερες φορές, συναισθηματικές. Ο τόνος σ’ αυτές δεν είναι σε ό,τι είδα αλλά στο τι αισθάνθηκα μπροστά σε ό,τι έβλεπα. Εκφράζουν τα κινήματα της ψυχής και της φαντασίας που μου προκαλούσαν τα μέρη που επισκεπτόμουν».
Με άλλα λόγια: έχουμε όχι το ελληνικό ή άλλο τοπίο, με το σχήμα, με το χρώμα ή με την ιστορία του, αλλά τον Ουράνη μπροστά σ’ αυτό το τοπίο, ή καλύτερα τον συναισθηματικό του κόσμο στις ποικίλες καταστάσεις που προκαλεί ο θαυμασμός, το δέος, η αναζήτηση, η μεγάλη έκπληξη. Δηλαδή έχουμε ακόμη ένα τοπίο, ένα τοπίο ψυχής. Μα ό,τι αξίζει στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις που είναι γραμμένες από λογοτέχνη —ο λογοτέχνης δε θα κάνει τη δουλειά του με την κορδέλα του γεωμέτρη και δε θα γεμίσει τα χαρτιά του με αριθμούς—, ό,τι αξίζει και ό,τι μπορεί να μας ενδιαφέρει και στενά να μας δέσει με τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του είναι αυτός ακριβώς ο συναισθηματικός κόσμος, ο άνθρωπος στις πιο γνήσιες και στις πιο ατομικές εκδηλώσεις του, με τους ψιθύρους του, με τις εκρήξεις του, με τους λυγμούς του, με το ρεμβασμό του, με το προσωπικό του όνειρο. Κι ο άνθρωπος αυτός κατέχει κάθε ταξιδιωτικό κείμενο του Ουράνη, είναι πολύ αισθητός και προσφέρει σημαντική υπηρεσία. Μας δείχνει πόση ομορφιά έχει να χαρεί όποιος ξέρει να βλέπει και μας κάνει ν’ αγαπήσουμε, λ.χ. με τα «Ταξίδια στην Ελλάδα», ακόμη μια φορά τον τόπο μας, γιατί τον είδαμε καλύτερα και με αρκετές σελίδες του, μπορεί να πει κανείς, τον ανακαλύψαμε.
Λυρικός, λοιπόν, ταξιδιώτης ο Ουράνης, δηλαδή ο πιο άπληστος κι ο πιο αδιάλλακτος από τους ταξιδιώτες, ο άνθρωπος που όλα τα παραμερίζει για το ταξίδι, που όλες τις θυσίες είναι έτοιμος να τις κάνει πάλι για το ταξίδι, μια και δεν ανέχεται, δεν υποφέρει τη νοθεία σ’ αυτό που είναι η ευτυχία του, η χαρά της ζωής του. Κ’ εκεί, στην απόλαυση του ταξιδιού, έχουμε κ’ ένα άλλο γνώρισμα του Ουράνη, από τα πιο προσωπικά, που δε λείπει σχεδόν από καμιά σελίδα του, αλλά στα ταξιδιωτικά του κείμενα, δηλαδή στον δικό του, στον εντελώς δικό του χώρο, ανεβαίνει ολόκληρο στην επιφάνεια, προβάλλεται πιο έντονα και γίνεται μαστίγιο στα χέρια ενός πολιτισμένου. Το μαστίγιο αυτό είναι η ειρωνεία του Ουράνη, που, χωρίς να πέφτει βάναυσα και να ματώνει, σκληρά τιμωρεί. Το θυμάμαι αυτό το μαστίγιο σε μια διάλεξη που έκαμε ο Ουράνης γύρω στα 1933. Ήταν τότε σ’ όλη του την ακμή και σ’ όλο το θησαύρισμα από την πολύχρονη περιπλάνησή του. Αλλά και στο εντελώς δικό του θέμα. Μίλησε για τα ταξίδια και τους ταξιδιώτες και πόση πίστη στην αποδημία δεν ομολόγησε εκείνο το βράδυ και πόσο πικρός για τους ψευτοταξιδιώτες δεν έγινε. […]
Στην ίδια διάλεξη ο Ουράνης έδωσε έναν ορισμό του ταξιδιού και έκανε μιαν αδυσώπητη κατάταξη των ταξιδιωτών. «Το ταξίδι», είπε, «είναι περίπου σαν τα ισπανικά χάνια, στα οποία, όπως παρατήρησε κάποιος, δεν βρίσκει κανείς να φάει παρά ό,τι φέρνει μαζί του». Και συνέχισε ο Ουράνης: «Μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει το πιο μακρινό, το πιο γραφικό, το πιο ωραίο ταξίδι, το ταξίδι που προσφέρει τις περισσότερες ευκαιρίες (γιατί απλώς και μόνο ευκαιρίες προσφέρει το ταξίδι) για το θάμβος, την έξαρση, τη χαρά, τη γοητεία και τη συγκίνηση. Η απήχησή του θα είναι μηδαμινή στην ψυχή του ανθρώπου αυτού, αν ο ίδιος αυτός είναι ένας κοινός και ασήμαντος, ψυχικώς και πνευματικώς, άνθρωπος — όπως μηδαμινή θάναι η απόδοση και του πιο περίφημου Στραντιβάριους, αν εκείνος που κρατάει στο χέρι του το δοξάρι δεν έχει την ιδιοφυΐα και την καλλιέργεια ενός βιρτουόζου.
Και για να πείσει, αλλά και για να ξεσπάσει, είχε ο Ουράνης πρόχειρο το παράδειγμα. «Θυμάμαι», διηγήθηκε, «ένα ζεύγος μεσόκοπων Αμερικανών που έτυχε να γνωρίσω κάποτε σ’ ένα ξενοδοχείο του Κάντιξ, έτοιμο να επιστρέψει στην Αμερική ύστερα από έναν πολύμηνο γύρο όλης της Ευρώπης. Μιλούσα μαζί του στο χωλ, κ’ η κουβέντα μας περιεστρέφετο γύρω από τα ταξίδια — γιατί τι άλλο θέμα συνομιλίας θα ερχόταν φυσικότερα σ’ ανθρώπους ξένους μεταξύ τους και που γνωρίζονται σ’ έναν ξένο επίσης γι’ αυτούς τόπο; Μια στιγμή πάνω στην κουβέντα ανέφερα τη Βενετία, ως μία από τις πόλεις που με είχαν περισσότερο γοητεύσει.
— Βενετία, Βενετία… διερωτήθηκε μεγαλόφωνα ο σύζυγος, και στήριξε το βλέμμα του στο κενό, περιμένοντας να λειτουργήσει η μνήμη του. Η μνήμη του όμως θα είχε πάθει κάποιο βραχυκύκλωμα, γιατί το γύρισμα του κουμπιού «Βενετία» δεν εφώτισε τίποτα, καμιά εικόνα στο μυαλό του. Στράφηκε τότε στη γυναίκα του και την ερώτησε:
— Έχουμε πάει στη Βενετία;
— Πώς! έσπευσε νάρθει επίκουρος εκείνη. Είναι εκεί που στραμπούλισες το πόδι σου. Θυμάσαι;
— Ω! Γιες! Τώρα θυμάμαι… έκανε ικανοποιημένος εκείνος».
Ο Ουράνης στη διάλεξη εκείνη παρουσίασε διάφορα είδη ταξιδιωτών. Μίλησε και για τους «ακίνητους», όπως τους χαρακτήρισε, ταξιδιώτες. Και θυμήθηκε έναν ήρωα του Γάλλου μυθιστοριογράφου Huysmans.
«Δεν είναι φανταστικός», εξήγησε, «κι’ ούτε απίθανος ο τύπος αυτός, που, όταν είχε διάθεση ν’ αφήσει το Παρίσι και να ταξιδέψει, περιοριζόταν να πηγαίνει με τις αποσκευές του στο σταθμό του Βορρά από τον οποίο φεύγουν οι Άγγλοι επισκέπτες του Παρισιού για τη χώρα τους, ν’ ανακατεύεται μαζί τους, ν’ ακούει τις λαρυγγώδεις ομιλίες τους, να καπνίζει αγγλικό καπνό, να ζει μερικές ώρες μέσα στην ατμόσφαιρά τους — κ’ ύστερα γύριζε στο σπίτι του έχοντας ικανοποιήσει την ταξιδιωτική διάθεση της ψυχής του».
[…]
*Αποσπάσματα από ομιλία που είχε εκφωνήσει ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός Πέτρος Χάρης (1902-1998) σε έκτακτη συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών στις 27 Φεβρουαρίου 1990. Ο τίτλος της ομιλίας του ήταν ο εξής: «Κώστας Ουράνης: ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο ταξιδιώτης» (το προεκτεθέν κείμενο προέρχεται από το Ψηφιακό Αποθετήριο της Ακαδημίας Αθηνών).
Ο Πέτρος Χάρης (πηγή: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο/www.elia.org.gr)
Ο λογοτέχνης Κώστας Ουράνης (Κώστας Νέαρχος ήταν το πραγματικό του όνομα) απεβίωσε στο πέρασμα από την 11η στη 12η Ιουλίου 1953, νύχτα Σαββάτου προς Κυριακή, σε ηλικία 63 ετών.
Ο αρκαδικής καταγωγής Ουράνης έγραψε κατά κύριο λόγο ποιητικές συλλογές, πεζογραφήματα, δημοσιογραφικά και ταξιδιωτικά κείμενα, καθώς και χρονογραφήματα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις