Άλλη μια γυναικοκτονία. Δύο μόλις μήνες πριν, με τραγική πάλι αφορμή, έγραφα «στις πόσες γυναικοκτονίες θα αναμετρηθούμε με το πρόβλημα» και το μόνο που άλλαξε είναι η ματωμένη λίστα να μεγαλώσει και να γίνει το ερώτημα πιο επιτακτικό, πιο βασανιστικό.

Άλλη μια γυναίκα νεκρή από το χέρι άντρα. Που θεώρησε ότι για κάποιο λόγο αυτή η γυναίκα «του ανήκε». Που πίστεψε ότι δεν είχε δικαίωμα «να τον αφήσει». Που ασκούσε βία συστηματικά σε βάρος της για μεγάλο διάστημα.

Και ταυτόχρονα άλλη μια παταγώδης αποτυχία, του κράτους, της κοινωνίας, των θεσμών.

Αποτυχία της δικαιοσύνης και της αστυνομίας να παρέμβουν έγκαιρα.

Αποτυχία ενός θεσμικού πλαισίου που υποτίθεται ότι έχουμε αναπροσαρμόσει.

Αποτυχία μιας κοινωνίας που την κρίσιμη στιγμή δεν μπόρεσε να προστατεύσει ένα μέλος της.

Γιατί εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε την ενδοοικογενειακή βία ως κάτι που δεν αποτελεί μια απειλή και μάλιστα θανάσιμη για τις γυναίκες, αλλά ως «προβλήματα του ζευγαριού».

Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι σε αρκετές οικογένειες, κυριαρχεί ακόμη η αντίληψη ότι «είναι λίγο απότομος, αλλά κατά βάθος είναι καλό παιδί». Και λίγο αργότερα το «καλό παιδί» αποδεικνύεται δολοφόνος… Γιατί επιμένω μπροστά στα μάτια μας γίνονται οι γυναικοκτονίες.

Βαθιά ριζωμένη, άλλωστε, και η αντίληψη ότι το να «διαλυθεί μια οικογένεια» είναι θανάσιμο αμάρτημα, αποτρέποντας μια γυναίκα να αναζητήσει εγκαίρως την έξοδο από μια σχέση που είναι κακοποιητική και τελικά επικίνδυνη για την ίδια.

Και σε όλα αυτά προστίθεται η αντίληψη ότι η παρέμβαση «των αρχών» περιορίζεται σε αυτά που γίνονται «εκτός σπιτιού». Αυτά που συμβαίνουν μέσα στο σπίτι θεωρούνται ότι συμβαίνουν σε ένα άβατο.

Και μετά από αυτό το άβατο ακούγονται φωνές και πυροβολισμοί…

Αποτέλεσμα όλων αυτών των λανθασμένων αντιλήψεων και απαρχαιωμένων νοοτροπιών όποτε πάει μια γυναίκα να ζητήσει βοήθεια «από τις αρχές», τις περισσότερες φορές δεν αντιμετωπίζεται ως ένα υποψήφιο θύμα.

Συναντά απροθυμία παρέμβασης, δυσκολία να γίνει πιστευτή και αντιμετώπιση ως να πρόκειται για ένα «καυγαδάκι».

Και μετά έχουμε μια γυναικοκτονία έξω από το αστυνομικό τμήμα όπου το θύμα είχε πάει για να ζητήσει βοήθεια και προστασία.

Ή έχουμε αθώωση του θύτη στο πρώτο δικαστήριο που γίνεται, με αποτέλεσμα να μένει ελεύθερος και απλώς να μετράει ο χρόνος ανάποδα μέχρις ότου το «θα σε σκοτώσω» να γίνει από απειλή, πραγματικότητα.

Και απλώς ο κατάλογος των θυμάτων μεγαλώνει.

Και μπορεί να περιορίστηκε ο αριθμός των εξυπνάκηδων που συγκαλύπτουν τον σεξισμό τους πίσω από το βλακώδες «γιατί να λέμε γυναικοκτονία αφού δεν λέμε ανδροκτονία», αλλά πραγματική πρόοδο δεν έχουμε κάνει.

Γιατί εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μεμονωμένα περιστατικά. Έχουμε να κάνουμε με μια πραγματική επιδημία.

Γιατί είμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο στην κοινωνία όπου από τη μια οι γυναίκες ανέχονται πολύ λιγότερο την καταπίεση και από την άλλη στη σκέψη πολλών αντρών κυριαρχούν ακόμη αντιλήψεις πατριαρχικές και μια τοξική αρρενωπότητα.

Αυτή είναι μια εκρηκτική αντίθεση και απαιτεί παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα.

Προφανώς και το πρώτο που χρειάζεται είναι πρόληψη. Και πρόληψη εδώ σημαίνει μια συστηματική προσπάθεια και υπευθυνότητα από όλους όσοι εμπλέκονται στην ανατροφή των παιδιών, δηλαδή από τους γονείς, το εκπαιδευτικό σύστημα, τα ΜΜΕ να αποφεύγουν την αναπαραγωγή στερεότυπων για τα φύλα και τους ρόλους τους.

Σημαίνει ακόμη να ανοίξει αυτή η συζήτηση συνολικά στην κοινωνία, να δούμε αυτοκριτικά το πραγματικό βάθος του σεξισμού και των πατριαρχικών αντιλήψεων, να συνειδητοποιήσουμε, πρωτίστως εμείς οι άντρες, πόσες προβληματικές αντιλήψεις κουβαλάμε και να δοκιμάσουμε βήμα το βήμα να αλλάξουμε τα πράγματα.

Και γι’ αυτό τον λόγο έχει σημασία να δίνουμε στο φεμινιστικό κίνημα βήμα για να ακούγεται η φωνή του.

Όμως, πέρα από την πρόληψη χρειάζεται και ικανότητα παρέμβασης. Γιατί μετά από κάθε νέο θύμα συνειδητοποιούμε ότι ούτε η αστυνομία, ούτε τα δικαστήρια είναι πραγματικά σε θέση να χειριστούν τέτοιες περιπτώσεις και να προλάβουν το επόμενο θύμα.

Αντιθέτως δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι με τον τρόπο που λειτουργούν οι Αρχές και οι εμπλεκόμενοι φορείς πνιγμένοι και ταυτόχρονα κρυβόμενοι μέσα στη γραφειοκρατία, σε εγκυκλίους και πρωτόκολλα δίνονται πολλές ευκαιρίες και χρόνος στον θύτη να βάψει τα χέρια του με αίμα.

Δεν είναι ότι δεν υπάρχει το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο. Αυτό σίγουρα έχει βελτιωθεί. Ούτε ότι δεν υπάρχουν οδηγίες, εγχειρίδια, κατευθύνσεις. Αυτό που λείπει είναι όλα αυτά να είναι πραγματικό κτήμα όσων εμπλέκονται στην παρέμβαση σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και να καθορίζουν τα άμεσα αντανακλαστικά τους, ακριβώς για να μπορούν να προλάβουν τα χειρότερα. Διαφορετικά, οι αυστηρές ποινές, μικρή σημασία έχουν.

Το θέμα είναι πραγματικό. Δεν είναι μια «φεμινιστική εμμονή». Δεν είναι κάποια συνωμοσία για να υπονομευθεί η οικογένεια. Δεν είναι απλώς «επικαιρότητα».

Είναι πολύ απλά ότι στο διπλανό διαμέρισμα, εκεί από όπου κάπου κάπου ακούμε καυγάδες και μπορεί απλώς να δυναμώνουμε λίγο τη μουσική για να μην ακούμε, και να χαμηλώνουμε τα μάτια μας όταν συναντιόμαστε στο ασανσέρ για να μην φέρουμε σε δύσκολη θέση την κακοποιημένη γυναίκα που παρά τα μεγάλα γυαλιά οι μελανιές στο πρόσωπο φαίνονται, συσσωρεύονται οι όροι για την επόμενη γυναικοκτονία.

Αυτή που μπορούμε και οφείλουμε να αποτρέψουμε.