Το τένις και η μόδα έχουν εδώ και καιρό στενή σχέση και το στιλ του τένις ήρθε πρόσφατα και πάλι στο προσκήνιο – σε μεγάλο βαθμό χάρη στην ταινία Challengers του Luca Guadagnino. Σε αυτήν εκτός από το δίδυμο Zendaya και Law Rοach, που τα έδωσαν όλα στις εμφανίσεις την πρωταγωνίστριας και βραβευμένου fashion icon στην press tour, έβαλε το μαγικό του χεράκι και ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Loewe, Jonathan Anderson, ως σχεδιαστής κοστουμιών.

Η αισθητική του #tenniscore είναι τους τελευταίους μήνες παντού στο TikTok και οι οίκοι μόδας επιστρατεύουν τους πιο σπουδαίους του αθλήματος για να πλαισιώσουν με το στιλ, αλλά και κυρίως με την φήμη τους, τις καμπάνιες τους.

Οι πρώην αντίπαλοι στο γήπεδο Roger Federer και Rafa Nadal εμφανίζονται μαζί σε μια νέα διαφήμιση της Louis Vuitton. Ο Ιταλός παίκτης και πρωταθλητής του Australian Open Jannik Sinner είναι πρεσβευτής της μάρκας Gucci. Ο Ισπανός Carlos Alcaraz – ο οποίος νίκησε τον Novak Djokovic στον περσινό συναρπαστικό τελικό του Wimbledon – έχει εμφανιστεί σε καμπάνιες της Calvin Klein και της Louis Vuitton. Η Βρετανίδα Emma Raducanu έχει συμβόλαιο με τον οίκο Dior, ενώ η Coco Gauff κοσμούσε φέτος το εξώφυλλο της αμερικανικής Vogue. Αλλά καμία παίκτρια δεν έκανε περισσότερα για να αναπτυχθεί η σχέση μεταξύ τένις και μόδας από τη Γαλλίδα Suzanne Lenglen.

Γεννημένη στο Παρίσι το 1899, η Lenglen έπιασε για πρώτη φορά ρακέτα τένις σε ηλικία 11 ετών και γρήγορα έδειξε ταλέντο στο παιχνίδι. Βλέποντας τις δυνατότητές της, ο πατέρας της έγινε όχι απλώς ένας πιεστικός γονιός, αλλά ένας απαιτητικός προπονητής, που την ανάγκαζε να προπονείται επί ώρες και την εξευτέλιζε σε κάθε λάθος.

Μέχρι τα 15 της, η Lenglen είχε κερδίσει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Hardcourt, αλλά η καριέρα της περιορίστηκε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν το τένις επανήλθε το 1919, ήταν απολύτως έτοιμη να αφήσει το στίγμα της – και το έκανε με στιλ.
Εκείνη τη χρονιά, σε ηλικία 20 ετών, η Lenglen έπαιξε για πρώτη φορά στο Wimbledon και έφτασε εύκολα στον τελικό, όπου αντιμετώπισε την 40χρονη Βρετανίδα – και επτά φορές υπερασπίστρια του τίτλου – Dorothea Douglass Chambers. Η αντίθεση δεν θα μπορούσε να είναι πιο έντονη: ήταν μια σύγκρουση του παλιού με το νέο, της παράδοσης με την πρόοδο, του προπολεμικού με το μεταπολεμικό.

Photo by Topical Press Agency/Getty Images

Σε αυτό το σημείο, η συνήθης ενδυμασία για τις τενίστριες περιλάμβανε κορσέ και μεσοφόρι, αλλά η Lenglen δεν φορούσε κανένα από τα δύο. Αντ’ αυτού, βγήκε στο γήπεδο – μπροστά στον βασιλιά Γεώργιο Ε’ και τη βασίλισσα Μαρία – φορώντας ένα κοντομάνικο πλισέ φόρεμα, το στρίφωμα του οποίου έπεφτε ακριβώς κάτω από το γόνατο, αποκαλύπτοντας το πάνω μέρος των τυλιγμένων μεταξωτών καλτσών της καθώς έπαιζε. Ήταν μια έντονη αντίθεση με τη φούστα μέχρι τον αστράγαλο και την ψηλόμεση μπλούζα της αντιπάλου της. Ακόμα και το μαύρισμά της ήταν ριζικό.

«Ο κόσμος σοκαρίστηκε, επειδή εμφανώς δεν φορούσε κορσέ», λέει η Elizabeh Wilson, συγγραφέας του βιβλίου Love Game: A History of Tennis, from Victorian Pastime to Global Phenomenon. «Η όλη εμφάνισή της ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον εδουαρδιανό κανόνα, όπως ήταν, και ο κόσμος το βρήκε σοκαριστικό και άσεμνο». Ο Τύπος το χαρακτήρισε απρεπές, αλλά σύντομα κάθε παίκτρια θα ακολουθούσε το παράδειγμά της.

Εξάλλου, η Lenglen ήταν πολύ απασχολημένη με το σερί από νίκες για να νοιάζεται – όχι μόνο σε εκείνον τον τελικό του Wimbledon το 1919, αλλά και σε πέντε επόμενους (αποσύρθηκε από το τουρνουά το 1924 για λόγους υγείας).

Η λέξη «κυρίαρχη» είναι λίγη για να περιγράψει τα επιτεύγματά της στο απόγειο της δόξας της, καθώς έχασε μόνο έναν αγώνα single match – και τρία sets- μέσα σε επτά χρόνια. Κατέκτησε το χρυσό στους Ολυμπιακούς Αγώνες και κέρδισε δύο φορές το «τριπλό» στο Γαλλικό Open. Το σερί της ήταν τόσο εντυπωσιακό που ενέπνευσε ακόμη και μια φράση στο μυθιστόρημα του Ernest Hemingway με τίτλο «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά» του 1926, στο οποίο ένας χαρακτήρας «πιθανόν αγαπούσε να κερδίζει όσο και η Lenglen».

Το επιθετικό, στιλ παιχνιδιού της ήταν πολύ πιο κοντά στους άνδρες παίκτες της εποχής, ενώ το σερβίς της πάνω από το κεφάλι ήταν τότε ανήκουστο για γυναίκα παίκτρια. Οι ακροβατικές, συχνά μπαλετικές κινήσεις της διευκολύνονταν από τα ρούχα της. Επίσης, δεν φοβόταν να δείξει πάθος και προσωπικότητα στο γήπεδο. Με το χαρακτηριστικό της blunt bob κούρεμα και τα κόκκινα χείλη, έπινε μπράντι ανάμεσα στα σετ για να ηρεμήσει τα νεύρα της. Όταν κάποτε οι υπεύθυνοι την εμπόδισαν να φέρει το φλασκί της στον χώρο του γηπέδου, έβαλε τον πατέρα της να πετάξει από τις κερκίδες κύβους ζάχαρης εμποτισμένους με κονιάκ.

«Η επιτυχία της, το στιλ της και η χαρισματική της persona έφτασαν σε μια στιγμή που οι άνθρωποι αναζητούσαν διακαώς κάτι για να ξεφύγουν από την μιζέρια και την κατάσταση του κόσμου», λέει ο καλλιτέχνης και εικονογράφος Tom Humberstone, ο οποίος γοητεύτηκε τόσο πολύ από την ιστορία της Lenglen που βασίστηκε στη ζωή της για το πρώτο του graphic novel, με τίτλο Suzanne.

Ο γαλλικός Τύπος – που χάρηκε που είχε κάτι να γιορτάσει μετά τον πόλεμο – την ονόμασε Notre Suzanne (η δική μας Suzanne) και, ως γνωστόν, La Divine (Η Θεά). Η Lenglen έφερε τον κόσμο στα ταμεία – η δημοτικότητα των αγώνων της ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους το Wimbledon μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερο χώρο το 1922 για να μπορεί να φιλοξενεί το αυξανόμενο κοινό. «Η Suzanne έκανε το γυναικείο τένις αναμφισβήτητο», λέει ο Humberstone στο BBC. «Ήταν το μεγαλύτερο όνομα στο τένις εκείνη την εποχή και αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο όνομα στον αθλητισμό».

Αλλά η μόδα της ήταν η πιο επαναστατική απ’ όλες. «Το γεγονός ότι οι γυναίκες έπαιζαν με στενούς κορσέδες με μπανέλες εμπόδιζε την ικανότητά τους να παίζουν ελεύθερα και ήταν επιζήμιο για την υγεία τους», λέει ο Humberstone. «Αποφεύγοντας τον κορσέ υπέρ των ελεύθερων, ανδρόγυνων φορεμάτων, έδωσε τη δυνατότητα στις γυναίκες να παίζουν το άθλημα με ελευθερία – ενώ παράλληλα άνοιξε το δρόμο για την αισθητική των flapper της δεκαετίας του 1920».

Τα αμάνικα φορέματα – σήμα κατατεθέν της ήταν έργο του Γάλλου σχεδιαστή Jean Patou, τότε αντίπαλου δέους της Coco Chanel, ο οποίος μετέτρεψε τη σταρ του τένις σε μούσα του. Αυτό απέδωσε καρπούς, αφού μεταξύ 1919 και 1924, τα έσοδα του οίκου μόδας αυξήθηκαν τριάντα φορές. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Patou, ο σχεδιαστής ήθελε να «απελευθερώσει τις γυναίκες από τα περιοριστικά ρούχα που τους επιβάλλονταν».

Τα απλά, χαλαρά σχέδια που φορούσε η Lenglen στο γήπεδο δεν διέφεραν από εκείνα που φορούσε εκτός γηπέδου, αντανακλώντας μια διάρρηξη των ορίων μεταξύ αθλητικής ένδυσης και μόδας. Η Lenglen εμφανίστηκε το 1926 σε μια φωτογράφηση μόδας για τη Vogue, με το περιοδικό να γράφει: «τα αθλητικά της κοστούμια Jean Patou είναι σωστά και κομψά στο γήπεδο και μετά το παιχνίδι».

Εκτός από τα φορέματα και, αργότερα, τις περίφημες πλισέ φούστες, η Lenglen ήταν γνωστή για το γεγονός ότι φορούσε παστέλ χρώματος ζακέτες κατά τη διάρκεια της προθέρμανσης πριν από τον αγώνα, καθώς και λευκά unisex πάνινα αθλητικά παπούτσια και την υπογραφή της, την κορδέλα στο κεφάλι, συχνά διακοσμημένη με μια διαμαντένια καρφίτσα, που ονομάστηκε Lenglen bandeau. Συχνά έφτανε στους αγώνες της φορώντας γούνινο παλτό.

Σε μια εποχή που οι γυναίκες άρχισαν σιγά σιγά να περιφρονούν τις κοινωνικές προσδοκίες και νόρμες, η τολμηρή και ανεξάρτητη Lenglen έγινε το poster girl όχι μόνο για την διαφορετική της προσέγγιση στο ντύσιμο, αλλά και για ένα διαφορετικό είδος ζωής.
«Δεν ήταν εκλεπτυσμένη», λέει η Wilson στο BBC. Ήταν το αξιοθαύμαστο άτομο που δεν ήταν παντρεμένη και δεν είχε παιδιά, που απλώς έπαιζε τένις όλη την ώρα και καμάρωνε για το ότι ήταν διάσημη και πήγαινε σε χορούς και δείπνα. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο ήταν μια εξαίρεση».

Ο αθλητισμός απέκτησε νέα σημασία μετά τον πόλεμο και τα ιδεώδη που υπήρχαν από πάντα στον πυρήνα του, αυτά του ηρωισμού, της δύναμης και του θάρρους εμφυτεύτηκαν σαν σπόρος στις καρδιές των ανθρώπων. Με την άνοδο του αθλητισμού ως ψυχαγωγίας, οι μεγαλύτεροι αθλητές βρέθηκαν στο επίκεντρο ή -στο χειρότερο σενάριο-, την αφάνεια.

«Πριν από την Lenglen , η έννοια των αθλητών-celebrities δεν υπήρχε πραγματικά», λέει ο Humberstone. «Ήρθε στο σημείο όπου ο αθλητισμός άρχισε να εκρήγνυται σε δημοτικότητα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ένα μεγάλο μέρος αυτού ήταν η ίδια η Suzanne. Βρισκόταν στο επίκεντρο αυτής της αλλαγής».

Η Lenglen ήρθε σε επαφή με Ευρωπαίους βασιλείς και αστέρες του Χόλιγουντ, αλλά συγκέντρωσε την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, προσοχή με οποιονδήποτε από αυτούς. Το 1926, ένας αγώνας στις Κάννες εναντίον της ανερχόμενης Αμερικανίδας σταρ Helen Wills – που θεωρούνταν η μεγαλύτερη αντίπαλός της, παρόλο που δεν είχαν παίξει ποτέ μεταξύ τους στο παρελθόν – ονομάστηκε ο αγώνας του αιώνα, με τα εισιτήρια να αλλάζουν χέρια σε εξωφρενικές τιμές και όσους δεν μπορούσαν να μπουν στο χώρο να σκαρφαλώνουν στα γύρω δέντρα για να τον παρακολουθήσουν. Η Lenglen, για άλλη μια φορά, θριάμβευσε.

Αν η Lenglen έπαιζε σήμερα, η επιτυχία της στο γήπεδο θα μεταφραζόταν σε χρηματικά έπαθλα πολλών εκατομμυρίων. Τότε το τένις ήταν ακόμη ερασιτεχνικό άθλημα, με όσους επέλεγαν να λάβουν χρήματα από αυτό να αποκλείονται από τα περισσότερα μεγάλα τουρνουά, συμπεριλαμβανομένου του Wimbledon.

Το 1926, η Lenglen – η οποία καταφέρθηκε εναντίον του ελιτισμού ενός κανόνα που αφορούσε μόνο ερασιτέχνες και ευνοούσε τους πλούσιους – αποφάσισε να γίνει επαγγελματίας και να ξεκινήσει μια επικερδή περιοδεία στις ΗΠΑ, αποκαλώντας την κίνηση αυτή «απόδραση από τη δουλεία και τη σκλαβιά». Στην πραγματικότητα, η απόφασή της αυτή ήταν η αρχή του τέλους της καριέρας της. Αυτό σήμαινε επίσης ότι δεν αγωνίστηκε ποτέ στο Stade Roland Garros, το οποίο έγινε χώρος διεξαγωγής του γαλλικού τουρνουά μόλις το 1928.

Τη δεκαετία του 1930 εργάστηκε σε ένα κατάστημα μόδας και αργότερα ως διευθύντρια μιας γαλλικής σχολής τένις, αλλά σε ηλικία 39 ετών πέθανε ξαφνικά από οξεία αναιμία. Σήμερα, εκτός από ένα γήπεδο και έναν διάδρομο που ονομάστηκαν προς τιμήν της, ένα άγαλμα της Lenglen βρίσκεται στους χώρους του Roland Garros, ενώ το τρόπαιο του μονού των γυναικών είναι γνωστό ως Coupe Suzanne Lenglen.

Η αίγλη της εποχής της Lenglen μοιάζει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Μπορεί οι πολυτελείς οίκοι μόδας να ντύνουν τις παίκτριες εκτός γηπέδου, αλλά οι συμφωνίες με μεγάλες μάρκες αθλητικών ειδών σημαίνουν ότι φτάνουν στους αγώνες φορώντας φούτερ με λογότυπο, αντί για γούνες. Οι παίκτες με τον ίδιο χορηγό μπορεί ακόμη και να καταλήξουν με ακριβώς την ίδια στολή, καθιστώντας δύσκολο για τους θεατές να διακρίνουν ποιον παρακολουθούν – ποτέ δεν υπήρξε τέτοιο πρόβλημα με τη «Θεά».

Πηγή: grace.gr