Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ξεχνά ποτέ ότι είναι υποψήφιος και πρέπει να κερδίσει τις εκλογές. Ακόμη και εάν μόλις έχει γλυτώσει κυριολεκτικά κατά τύχη από βέβαιο θάνατο. Εάν η βολίδα των 5.56. από ένα ημιαυτόματο ΑR-15 (ουσιαστικά την διαθέσιμη στο αμερικανικό εμπόριο εκδοχή του τυφεκίου εφόδου Μ-16 που είναι ο βασικός οπλισμός των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων), είχε κινηθεί ελάχιστα διαφορετικά το τραύμα στο κεφάλι θα ήταν θανατηφόρο. Όμως, ο Τραμπ γλύτωσε και έσπευσε αμέσως να στείλει το μήνυμά του στους ψηφοφόρους, υψώνοντας τη γροθιά του και λέγοντας “fight”. Η αντίστιξη με την εικόνα έλλειψης προσανατολισμού και τα συνεχή σαρδάμ του Προέδρου Μπάιντεν παραπάνω από φανερή.

Βεβαίως, για την Αμερική η εικόνα ήταν επίσης ένα μεγάλο σοκ. Ας μην ξεχνάμε ότι η τελευταία φορά που ένας πρόεδρος κινδύνευσε σε απόπειρα δολοφονίας ήταν το 1981 όταν ο Τζον Χίνκλεϊ αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον πρόεδρο Ρέιγκαν. Μάλιστα, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο τρίτος αμερικανός πρόεδρος που τραυματίστηκε σε απόπειρα δολοφονίας, σε μια χώρα που μετρά συνολικά τέσσερις προέδρους που δολοφονήθηκαν ενώ ασκούσαν τα καθήκοντά τους.

Όμως, η σκέψη των αρκετών πήγε 56 χρόνια πίσω, σε μια από τις πιο ταραγμένες χρονιές της αμερικανικής πολιτικής ιστορίας, το 1968. Τότε που είχαμε την τελευταία δολοφονία υποψηφίου για την προεδρία του Ρόμπερτ Κένεντι (5 σχεδόν χρόνια μετά τη δολοφονία του αδελφού του και προέδρου των ΗΠΑ Τζον Κένεντι), αλλά και τη δολοφονία του σημαντικότερου ηγέτη του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα του Δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Πάλι σε μια εποχή μεγάλων αντιθέσεων, καθώς τόσο η αντίθεση στον πόλεμο του Βιετνάμ, όσο και η ριζοσπαστικοποίηση που έπαιρνε το φοιτητικό κίνημα, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και σε ορισμένες περιπτώσεις και το εργατικό κίνημα, ερχόταν σε σύγκρουση με τον πυρήνα του ίδιου του τρόπου που ήταν συγκροτημένο το αμερικανικό πολιτικό σύστημα στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου.

Όμως, το ζήτημα δεν είναι απλώς η ιστορικότητα της πολιτικής βίας στις ΗΠΑ, όσο το παρόν της. Και σε αυτό με έναν τρόπο έχει συμβάλει και ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ.

Γιατί μπορεί τώρα ο Τραμπ να κατηγορεί τους Δημοκρατικούς ότι με την εμπρηστική σε βάρος του ρητορική και τη δαιμονοποίησή του όπλισαν ουσιαστικά το χέρι του παρ’ ολίγο δολοφόνου του, όμως ήταν ο ίδιος ο Τραμπ που αμφισβητώντας το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου 2020, ουσιαστικά προέτρεψε τους οπαδούς του να πάνε να εισβάλουν  βίαια στο Κογκρέσο στις 6 Ιανουαρίου 2021, σε μια από τις πιο τραυματικές στιγμές για τους πολιτικούς θεσμούς της κύριας υπερδύναμης του πλανήτη.

Για να μην αναφερθούμε στον τρόπο που ο ίδιος ο Τραμπ κατεξοχήν στηρίζεται σε μια απλουστευτική εμπρηστική και πολεμική ρητορική, απέναντι στους μετανάστες, την Αριστερά και τους πολιτικούς του αντιπάλους που συμβάλλει στο ιδιότυπο κλίμα εμφυλίου πολέμου που ζουν οι ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια.

Ενδεικτικό της πόλωσης και μιας εμπεδωμένης αντίληψης για τη βία το γεγονός ότι όπως υπενθυμίζουν και οι New York Times, σε μια πρόσφατη έρευνα το 10% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι είναι δικαιολογημένη η χρήση βίας για να αποτραπεί η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία και το 7% ότι είναι δικαιολογημένη για να αποτραπεί η επιστροφή του Τραμπ στην προεδρία.

Στην πραγματικότητα η Αμερική έρχεται αντιμέτωπη ξανά με τους ίδιους τους δαίμονές της. Μια χωρά εξαιρετικά άνιση και βαθιά διαιρεμένη σε διάφορα επίπεδα, με έντονες κοινωνικές αντιθέσεις και «πολιτιστικούς πολέμους», πάντα ταλαντευόμενη ανάμεσα στο ότι είναι «χωνευτήρι» και στο ότι είναι κατά βάθος είναι λευκή, με ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία να έχει κοινά σημεία αναφοράς, πέραν των κοινών καταναλωτικών πρακτικών, και ταυτόχρονα μια χώρα βίαιη, από το πώς συμπεριφέρεται η αστυνομία έως την κυριολεκτική θανατηφόρα αντίληψη της οπλοκατοχής ως αναφαίρετου δικαιώματος, αλλά και πάντα επιρρεπής σε αυτό που ο Ρίτσαρντ Χοφστάντερ είχε ονομάσει «το παρανοϊκό στυλ στην αμερικανική πολιτική» για να περιγράψει τη διαχρονική απήχηση της συνωμοσιολογίας στις πολιτικές αντιπαραθέσεις στις ΗΠΑ.

Μια χώρα σε ένα διαρκή πόλεμο με τον εαυτό της. Έναν πόλεμο που παραλίγο να είχε ως θύμα τον Ντόναλντ Τραμπ. Έναν πόλεμο που θα συνεχιστεί όποιος και εάν είναι τελικά ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ.