Γράφτηκε ήδη αρκετές φορές. Ο Ντόναλντ Τραμπ παραλίγο να είναι θύμα μιας κουλτούρας βίας, ενδημικής στα αμερικανικά πολιτικά προγράμματα, την οποία ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό υπέθαλψε και τροφοδότησε.

Μια κουλτούρα βίας που στηρίζεται σε μια φασίζουσα και συνωμοσιολογική σύλληψη της πολιτικής την οποία τροφοδότησε και ο ίδιος ο Τραμπ με τη ρητορική του.

Με αποκορύφωμα τον τρόπο που τον Ιανουάριο του 2021 προέτρεψε έναν όχλο να πάει να κάνει εισβολή στο Κογκρέσο, αρνούμενος να αποδεχτεί το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών που είχαν προηγηθεί τον Νοέμβριο του 2020.

Ήταν στο φόντο αυτού του κλίματος που αντίστροφα γεννιόταν το αντανακλαστικό ότι ο Τραμπ ήταν το «απόλυτο κακό» και άρα έπρεπε με κάθε τρόπο να ανακοπεί η πορεία του προς την εξουσία.

Στην Ευρώπη δεν έχουμε είναι αλήθεια μια αντίστοιχη «κουλτούρα βίας». Ευτυχώς, επειδή δεν έχουμε και παράδοση οπλοκατοχής (νομοθετικά αποτελεί την εξαίρεση και όχι ουσιαστικά τον κανόνα όπως στις ΗΠΑ), αποφεύγουμε και τον κίνδυνο επίδοξοι δολοφόνοι να έχουν αποκτήσει νόμιμα το όπλο τους.

Όμως, η πολιτική αντιπαράθεση έχει από καιρό αρχίσει να απομακρύνεται από τα προγράμματα και τις ιδεολογίες και να τροφοδοτείται από τις απλουστεύσεις, τον επικίνδυνο και αποπροσανατολιστικό λαϊκισμό, τα συνθήματα και συχνά τη συνωμοσιολογία.

Φαίνεται αυτό από τον τρόπο που κινείται η ακροδεξιά, που είναι η ανερχόμενη δύναμη -και κανείς δεν έχει δικαίωμα να εθελοτυφλεί-, αλλά συχνά τη μιμούνται και συστημικά κόμματα.

Βοηθάει σε αυτό το «τοξικό» είδος αντιπαράθεσης και ο τρόπος που η κουλτούρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ολοένα και περισσότερο αντανακλάται και στον πολιτικό διάλογο (πιο σωστά στους συγκρουόμενους πολιτικούς μονολόγους), που όχι σπάνια χαρακτηρίζεται από εμφυλιοπολεμική ρητορική.

Προσοχή: δεν υποστηρίζω ότι είναι προβληματικό να υπάρχουν έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Αντιθέτως, πιστεύω ότι είναι καλό τα «πολιτικά πάθη» να είναι έντονα. Αρκεί να πατάνε πάνω σε πραγματικές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και καταθέσεις αντίπαλων προγραμματικών τοποθετήσεων και προτάσεων για το μέλλον της χώρας και προφανώς να σέβονται τους κανόνες του δημοκρατικού πολιτικού παιχνιδιού.

Αυτό που είναι προβληματικό και συνάμα εξαιρετικά επικίνδυνο, είναι όταν την έλλειψη πραγματικών πολιτικών προτάσεων ή τη λαϊκίστικη ψηφοθηρία (ιδίως αυτή που αναπαράγει τρόπους της ακροδεξιάς), τη συμπληρώνει η επένδυση στο μίσος.

Στο μίσος για τον Άλλον, είτε πρόκειται για τον ξένο (τον μετανάστη, τον πρόσφυγα, κ.λπ.,), είτε για τον διαφορετικό (τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα), είτε για όποιο κίνημα θέλει πραγματική πρόοδο (π.χ. το φεμινιστικό). Γιατί αυτή η πολιτική επένδυση στο μίσος, που προφανώς γεννά και ανάλογα αντανακλαστικά από την άλλη πλευρά, είναι που οδηγεί τελικά στην απουσία πολιτικού διαλόγου και σε έναν ρητορικό εμφύλιο πόλεμο, όπου εύκολο είναι κάποιος να θελήσει να τον κάνει και πραγματικό.

Και τότε είναι που δρόμος για τη βία έχει ανοίξει.

Και εάν θέλουμε να βάλουμε φραγμό σε αυτή τη βία, όπως προκύπτει από την τοξική αντιπαράθεση και την επένδυση στο μίσος, χρειαζόμαστε μια επιστροφή της πολιτικής, που εξασφαλίζει την ποιότητα της Δημοκρατίας και βγάζει εκτός κάδρου οποιαδήποτε μορφή πολιτικής βίας, όχι με ευχολόγια του τύπου «την καταδικάζω από όπου και αν προέρχεται», αλλά επί τις ουσίας. Ακριβώς για να εμπνευστούν θετικά οι άνθρωποι και να διαλέξουν ξανά δρόμους συμμετοχής.

Μόνο που αυτό σημαίνει όντως πολιτική και όχι αναμάσημα ήδη δοκιμασμένων συνθημάτων. Ούτε είναι πολιτική η υποταγή στις αγορές ή η αντίληψη ότι όλα θα τα λύσει η τεχνολογία.

Πρωτίστως επιστροφή της πολιτικής σήμερα σημαίνει επιστροφή της δημοκρατικής πολιτικής, αυτής που αφορά την υπεράσπιση των λαϊκών στρωμάτων και της μεσαίας τάξης, που διεκδικεί αναδιανομή και κοινωνική δικαιοσύνη, που θέλει οικολογική ευθύνη και όχι ανεξέλεγκτη «ανάπτυξη», που πιστεύει στη δυνατότητα να έχουμε περισσότερα δικαιώματα και μεγαλύτερη αλληλεγγύη.

Γιατί αυτή η πολιτική γεννά ξανά την ελπίδα και βάζει φραγμό στο μίσος και τη βία.