Ο ρώσος συγγραφέας Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1860 στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ της νότιας Ρωσίας και απεβίωσε στις 15 Ιουλίου 1904 στη γερμανική πόλη Μπαντενβέιλερ.

Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειάς του, μεγάλωσε δε σε ένα πολύ αυστηρό περιβάλλον. Ήδη μαθητής γυμνασίου, ο Τσέχωφ αναγκάστηκε να εξασφαλίζει αφ’ εαυτού τα προς το ζην παραδίδοντας μαθήματα κατ’ οίκον, ενώ είχε αρχίσει να γράφει χιουμοριστικές σκηνές, αφηγήσεις και μονόπρακτα.

Το 1879 εισήλθε στο ιατρικό τμήμα του πανεπιστημίου της Μόσχας, απ’ όπου αποφοίτησε το 1884.

Από το 1880 τα έργα του άρχισαν να δημοσιεύονται σε περιοδικά με το ψευδώνυμο Αντόσια Τσεχοντέ. Το 1884 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο διηγημάτων του Τσέχωφ, «Τα παραμύθια της Μελπομένης».


Ως γιατρός ο Τσέχωφ βοηθούσε τους ανήμπορους και παρείχε δωρεάν τις ιατρικές υπηρεσίες του.

Ο Τσέχωφ έγινε γνωστός περισσότερο για τα θεατρικά έργα του, με τα οποία αναμόρφωσε το ρωσικό και επηρέασε το παγκόσμιο θέατρο. Ωστόσο, και το πεζογραφικό έργο του (διηγήματα, μυθιστορήματα) αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη, λογοτεχνική και κοινωνική.

Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που ξοδεύουν τη ζωή τους μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ρωσικής επαρχίας.

Στα γνωστότερα έργα του συγκαταλέγονται τα ακόλουθα: «Ο γλάρος», «Ο θείος Βάνιας», «Οι τρεις αδελφές», «Ο βυσσινόκηπος», «Η στέπα».

Στον «Ταχυδρόμο» της 24ης Ιουλίου 1954 (τότε εικονογραφημένη εφημερίδα πολιτικού, φιλολογικού, επιστημονικού και εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου, που κυκλοφορούσε κάθε Σάββατο) υπήρχε ένα διήγημα του Τσέχωφ, που έφερε τον τίτλο «Το παράσημο». Το μεταφρασμένο κείμενο με την υπογραφή «Λ. Κς» ήταν το εξής:


Ο Λέων Πουσιακώφ ήτανε δάσκαλος στο στρατιωτικό ημιγυμνάσιο και είχε το βαθμό του αρχειοφύλακα — 14ος βαθμός της εκπαιδευτικής ιεραρχίας. Κατοικούσαν πλάι με το φίλο του ανθυπολοχαγό Λενεντσώφ, και σ’ αυτόν κατευθύνθηκαν τα βήματά του το πρωτοχρονιάτικο εκείνο πρωινό.

— Ξέρεις, αγαπητέ μου Γκρίσα, τι συμβαίνει; είπε στον ανθυπολοχαγό ύστερα από τις συνηθισμένες πρωτοχρονιάτικες ευχές. Πίστεψέ με, δε θα σε ανησυχούσα αν δεν υπήρχε σπουδαίος λόγος. Δάνεισέ μου να χαρείς, μόνο για σήμερα, το παράσημό σου τον «Στανισλαύο». Ξέρεις, σήμερα μ’ έχει καλέσει σε τραπέζι ο έμπορος ο Σκίτσκιν. Τον ξέρεις αυτόν τον αλιτήριο τον Σκίτσκιν. Του αρέσουν υπερβολικά τα παράσημα και λογαριάζει σχεδόν καθάρματα όλους εκείνους που δεν κρέμεται στο λαιμό τους ή στην μπουτουνιέρα τους κανένα παράσημο. Ύστερα μην ξεχνάς και το άλλο… οι κόρες του. Ξέρεις, η Νάντια και η Ζήνα… Αυτά βέβαια εντελώς μεταξύ μας. Με καταλαβαίνεις. Κάμε λοιπόν το θαύμα σου.

«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 24.7.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Όλα αυτά τα έλεγε ο Πουσιακώφ λίγο στενοχωρημένος, τραύλιζε, κοκκίνιζε, και όλο κοίταζε δειλά στην πόρτα. Ο ανθυπολοχαγός έβρισε δεξιά και αριστερά, αλλά στο τέλος δέχτηκε.

Η ώρα δύο το απόγευμα ο Πουσιακώφ πήρε ένα αμάξι και τράβηξε στο σπίτι του Σκίτσκιν. Είχε ανοίξει μάλιστα λίγο τη γούνα και καμάρωνε ο ίδιος το στήθος του. Λαμποκοπούσε το χρυσάφι και γυάλιζε το σμάλτο του «Στανισλαύου».

«Κι’ ο ίδιος σέβεσαι τον εαυτό σου περισσότερο» σκέφθηκε και ξερόβηξε ο δάσκαλος. «Ένα τόσο δα πραματάκι δεν αξίζει περισσότερο από πέντε ρούβλια, και όμως τι μεγαλείο που σου δίνει!»

Όταν το αμάξι στάθηκε έξω από το σπίτι του Σκίτσκιν, ο Πουσιακώφ άνοιξε τη γούνα και πλήρωσε με την ησυχία του τον αμαξά. Του φάνηκε πως άμα είδε ο αμαξάς τα χρυσά σειρήτια, τα κουμπιά και το παράσημο του «Στανισλαύου» κυριολεκτικά μαρμάρωσε. Ο Πουσιακώφ κατευχαριστημένος έβηξε ελαφρά και μπήκε στο σπίτι. Ενώ έβγαζε τη γούνα του στο χωλ έρριξε μια ματιά στη σάλα. Εκεί γύρω σ’ ένα μακρύ τραπέζι κάθουνταν κι’ όλας κι’ έτρωγαν καμμιά δεκαπενταριά καλεσμένοι. Ακούγονταν οι ομιλίες και ο κρότος από τα πιάτα.

— Ποιος κουδούνισε; ακούστηκε η φωνή του οικοδεσπότη.

— Μπα, ο Λέων Νικολάιτς! Καλώς ωρίσατε. Αργήσατε λίγο, αλλά δεν πειράζει… Μόλις καθήσαμε.


Ο Πουσιακώφ τέντωσε το στήθος του, σήκωσε το κεφάλι και, τρίβοντας τα χέρια, μπήκε στη σάλα. Αλλά εκεί είδε ξαφνικά κάτι τρομερό. Στο τραπέζι, δίπλα στη Ζήνα, καθόταν ο συνάδελφός του ο Τραμπλάν, δάσκαλος των γαλλικών. Αν ο Φραντσέζος έβλεπε το παράσημο, αλλοίμονο, θα άρχιζε να βάζει ένα σωρό ερωτήματα, και ο Πουσιακώφ θα γινόταν ρεζίλι, θα εξευτελιζότανε για πάντα… Αμέσως του ήρθε η ιδέα να ξηλώσει το παράσημο ή να το βάλει στα πόδια και να εξαφανιστεί. Αλλά το παράσημο ήτανε πολύ καλά ραμμένο, και όσο για το φευγιό ήτανε πια πολύ αργά. Αστραπιαία σκέπασε με το δεξί χέρι το παράσημο, έκαμε μια υπόκλιση ανταποδίδοντας αρκετά αδέξια το γενικό χαιρετισμό και, δίχως να δώσει το χέρι του σε κανένα, σωριάστηκε στην πρώτη ελεύθερη καρέκλα που βρήκε, ίσα ίσα αντίκρυ στο Γάλλο συνάδελφο.

«Πιωμένος θάναι!» σκέφτηκε ο Σκίτσκιν βλέποντας το ταραγμένο του πρόσωπο.

Στον Πουσιακώφ έφεραν ένα πιάτο σούπα. Πήρε με το αριστερό του χέρι το κουτάλι, θυμήθηκε όμως πως δεν επιτρέπεται να τρώγει κανείς με το αριστερό χέρι σε καθώς πρέπει κοινωνία, και δήλωσε πως είναι φαγωμένος και δεν μπορεί να ξαναφάει.

— Φαγωμένος, χορτάτος… Μερσί… είπε μουρμουριστά. Ήμουν επίσκεψη στο θείο μου, στον πρωθιερέα Γελέγιεφ, και με παρακάλεσε τόσο πολύ να κάτσω να φάω.

Έπνιγε την ψυχή του Πουσιακώφ η θλίψη, και ξεχείλιζε μέσα του η κακία και η αγανάκτηση γιατί η σούπα μοσχοβολούσε πολύ νόστιμα, κι’ από το αχνιστό ψάρι, το ασετριόνι (σ.σ. ή οσετρίνα, είδος ποταμίσιου ψαριού), έβγαινε ένας εξαιρετικά ορεχτικός αχνός. Για μια στιγμή σκέφτηκε να βάλει σε ενέργεια το δεξί του χέρι και να σκεπάσει το παράσημο με το αριστερό, αλλά αυτό δεν τον βολούσε (σ.σ. δεν τον ευκόλυνε ή δεν τον εξυπηρετούσε) καθόλου.

«Θα το αντιληφθούν… Και το αριστερό μου χέρι θα αγκαλιάζει ολόκληρο το στήθος σα να ετοιμάζομαι να τραγουδήσω. Αχ Θεέ μου, πότε θα τελειώσει αυτή η ιστορία. Να πάγω να φάγω σε καμμιά ταβέρνα».

Αφού σερβίρανε το τρίτο φαγητό κοίταξε με την άκρη του ματιού του τον Γάλλο. Ο Τραμπλάν, ταραγμένος κι’ αυτός άγνωστο γιατί, τον κοίταζε δίχως να τρώγει τίποτε. Τέλος κοιτάχτηκαν κατάματα, ταράχτηκαν και οι δύο, και χαμήλωσαν αμέσως τα μάτια στα αδειανά πιάτα.

«Το πήρε το μάτι του ο άτιμος» σκέφτηκε ο Πουσιακώφ. «Από τα μούτρα του φαίνεται πως το πήρε το μάτι του. Και είναι μεγάλο κάθαρμα ο ραδιούργος. Αύριο κι’ όλας θα πάει να το πει στο διευθυντή».

Έφαγαν οικοδεσπότες και μουσαφιραίοι το τέταρτο φαγητό, καταβρόχθισαν αισίως και το πέμπτο…

Σηκώθηκε τότε όρθιος ένας υψηλός κύριος με φαρδιά τριχωτά ρουθούνια, γαμψή μύτη και μάτια σουρωμένα εκ γενετής. Χάιδεψε τα μαλλιά του και είπε φωναχτά:

— Ε-ε-ε επ… προτείνω να πιούμε εις υγιείαν των παρακαθημένων κυριών…


Οι ομοτράπεζοι σηκώθηκαν με θόρυβο και πήραν τα ποτήρια τους. Ένα ηχηρό «ουρά» αντήχησε μέσα στο δωμάτιο. Οι κυρίες με πολύ νάζι τσουγκρίσανε τα ποτηράκια τους. Ο Πουσιακώφ σηκώθηκε και πήρε το ποτήρι με το αριστερό χέρι.

— Λέων Νικολάιτς, έχετε την καλωσύνη να δώσετε αυτό το ποτήρι στη Ναστάσια Τιμοθέεβνα; του είπε κάποιος δίνοντάς του το ποτήρι. Παρακαλέστε την να πιει.

Εκείνη τη στιγμή ο Πουσιακώφ τα είχε χάσει, έπρεπε όπως δήποτε να χρησιμοποιήσει το δεξί του χέρι. Το παράσημο «Στανισλαύος» με την τσαλακωμένη του κορδελίτσα είδε επί τέλους το φως και έλαμψε. Ο δάσκαλος χλώμιασε, χαμήλωσε το κεφάλι και δειλά κοίταξε προς το μέρος του Γάλλου. Εκείνος τον κοίταξε με κατάπληκτα, περίεργα μάτια. Τα χείλη του μειδιούσανε πονηρά κι’ από το πρόσωπό του διαλυόταν η ταραχή…

— Γιούλη Αυγούστοβιτς, είπε ο οικοδεσπότης στον Γάλλο. Δώστε παρακαλώ αυτό το μπουκάλι παραπέρα.

Ο Τραμπλάν με κάποιο δισταγμό άπλωσε το χέρι του στο μπουκάλι, και ω ευτυχία. Ο Πουσιακώφ είδε στο στήθος του Γάλλου ένα παράσημο. Και δεν ήτανε «Στανισλαύος», ήτανε το μεγάλο παράσημο της «ΑΝΝΑΣ»! Ώστε και ο Γάλλος έκαμε ατιμία. Ο Πουσιακώφ γέλασε από τη χαρά του, κάθησε στην καρέκλα και στρώθηκε φαρδύς πλατύς. Τώρα πια δεν υπήρχε λόγος να κρύβει τον «Στανισλαύο». Και οι δύο σκαρώσανε την ίδια ατιμία, και ο αναμάρτητος τον λίθον βαλέτω…

— Α-α-α… χμ… είπε μουγκρίζοντας ο Σκίτσκιν άμα είδε το παράσημο στο στήθος του δασκάλου.

— Τέτοια πράγματα… είπε ο Πουσιακώφ. Τι περίεργον πράγμα, Γιούλη Αυγούστοβιτς. Τι λίγους που επρότειναν για παρασημοφορία. Είμαστε τόσοι συνάδελφοι και όμως μόνο εμείς οι δύο το πήραμε. Περίεργο πράγμα.

Μετά το γεύμα ο Πουσιακώφ γύριζε μέσα σε όλα τα δωμάτια επιδεικνύοντας το παράσημό του στα κορίτσια. Είχε ξαλαφρώσει η ψυχή του, αν και αισθανότανε λιγούρες από την πείνα.

«Αν τώξερα», σκεφτόταν ενώ κοίταζε με φθόνο τον Τραμπλάν να συζητεί με τον Σκίτσκιν για παράσημα, «θα κρεμούσα έναν Βλαδίμηρο. Αχ, δεν το έκοψε ο νους μου».

Μόνο αυτή η σκέψη τον βασάνιζε. Κατά τα άλλα ήταν πανευτυχής.