Είναι πια σαφές ότι ο ευρύτερος δημοκρατικός χώρος, αυτός που κανονικά θα έπρεπε να είναι το αντίπαλο δέος στο «ακραίο Κέντρο» και την ακροδεξιά, βρίσκεται στη δίνη μιας βαθιάς κρίσης ταυτότητας και πολιτικού στίγματος, μιας σχεδόν υπαρξιακής κρίσης.

Εάν το σύμπτωμα αυτής της κρίσης είναι το γεγονός ότι υπάρχει ένα κλίμα αμφισβήτησης των ηγεσιών, που στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ έχει πάρει τη μορφή ενός ακήρυκτου πολέμου κατά του Στέφανου Κασσελάκη και στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ της προκήρυξης εκλογών για την ηγεσία, ο πυρήνας του προβλήματος βρίσκεται αλλού: στην εντυπωσιακή αδυναμία να παραχθεί πολιτικός λόγος που να στηρίζεται σε προγραμματικές αρχές και να συγκροτεί μια εναλλακτική προοπτική διακυβέρνησης, ικανή να εμπνεύσει θετικά και να κινητοποιήσει μια κοινωνία που αυτή τη στιγμή νιώθει ταυτόχρονα δυσαρεστημένη από την κυβερνητική πολιτική και στερημένη μιας ουσιαστικής εναλλακτικής.

Αυτή η αδυναμία να παραχθεί ουσιαστική πολιτική και η οποία διαπερνά όλες τις εμπλεκόμενες πτέρυγες, τάσεις, και φράξιες, -οι οποίες παρεμπιπτόντως μέχρι πρότινος διαφοροποιούνταν βάσει ιδεολογικού προσήμου, ενώ τώρα το κριτήριο μοιάζει να είναι καθαρά προσωποκεντρικό και το κίνητρο μάλλον το συμφέρον-, έχει ως αποτέλεσμα να παραβιάζονται κρίσιμες κόκκινες γραμμές. Αυτές ακριβώς που προστατεύουν τους πολιτικούς χώρους από το να πριονίσουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται.

Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η όλη προσπάθεια να υπάρξουν μέσα από τους επαναλαμβανόμενους υπαινιγμούς για «μαύρα ταμεία», «σκιές» για την οικονομική διαχείριση της προηγούμενης ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, για την οποία επί 15ετίας δεν υπήρξε η παραμικρή σκιά και ακόμη και πολιτικοί αντίπαλοι που θα είχαν κάθε λόγο να το επιδιώξουν δεν μπόρεσαν να σπιλώσουν την εικόνα.

Το θέμα είναι πάρα πολύ σοβαρό για δύο λόγους: ο πρώτος αφορά τα ηθικά χαρακτηριστικά της Αριστεράς, γιατί όποιος γνωρίζει την ιστορία των κομμάτων της Αριστεράς στη χώρα μας ξέρει ότι πάντοτε είχαν χρηστή οικονομική διαχείριση. Ακόμη και όταν είχαν οικονομικά προβλήματα, ουδέποτε καταγράφηκαν τέτοια φαινόμενα.  Η κομματική διαχείριση των οικονομικών ήταν ένα από τα πεδία όπου όντως καταγραφόταν το «ηθικό πλεονέκτημα».

Ο δεύτερος είναι ότι εκ της φύσεώς τους οι καταγγελίες για κακοδιαχείριση των κομματικών οικονομικών είναι από τις πιο «τοξικές» που μπορούν να υπάρξουν σε έναν πολιτικό χώρο, ιδίως της Αριστεράς. Γιατί με κάποιον με τον οποίο έχεις πολιτικές διαφωνίες μπορείς να βρεις κοινό έδαφος και να συνυπάρξεις. Με αυτό που τον θεωρείς λωποδύτη όχι.

Επομένως, δεν είναι λόγια που μπορούν να ξεστομίζονται και να γράφονται ελαφρά τη καρδία, πόσο μάλλον όταν καραδοκεί μία λαϊκίστικη ακροδεξιά με το άδικο και ισοπεδωτικό «όλοι ίδιοι είναι» να αποτελεί την αγαπημένη της καραμέλα. Είναι κατηγορίες που μπορούν να τραυματίσουν ανεπανόρθωτα έναν πολιτικό χώρο και να οδηγήσουν και σε ακόμη μεγαλύτερη αποστασιοποίηση οπαδών και ψηφοφόρων. Βέλη, που μπορούν να δηλητηριάσουν την πολιτική ζωή στο σύνολό της οδηγώντας σε επικίνδυνα για τη Δημοκρατία επίπεδα αποχής.

Ένας λόγος παραπάνω – και καθώς έχει καταστεί σαφές ότι πραγματικό θέμα δεν υπάρχει – αυτή η ρητορική να σταματήσει πριν κάνει παραπάνω κακό από αυτό που έχει προκαλέσει ήδη.

Από εκεί και πέρα, ας αναλογιστούν όλες και όλοι ότι αυτή τη στιγμή το επίδικο δεν είναι να αποδομηθούν οι εσωκομματικοί αντίπαλοι, πραγματικοί και φανταστικοί, ιδίως μάλιστα όταν το αποτέλεσμα είναι η ακόμη μεγαλύτερη αποδόμηση του ίδιου του πολιτικού χώρου.

Το επίδικο είναι να υπάρξει επιτέλους πολιτική συζήτηση και κατάθεση πολιτικών προτάσεων και προγραμμάτων, αυτών που θα δείξουν εάν όντως μιλάμε για εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Σε αυτό κρίνεται ο καθένας και η καθεμιά που σήμερα «διεκδικεί ρόλο». Όχι από την ικανότητα να σπεκουλάρει με κάθε λογής «σκιές».

Και όποιος δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των προκλήσεων ας έχει τουλάχιστον την αυτογνωσία και την αξιοπρέπεια να παραμερίσει για να έρθουν στο προσκήνιο αυτοί που όντως μπορούν να το κάνουν.