Ανακοίνωση της γερμανικής ρυθμιστικής αρχής λογιστικής BaFin αποκάλυψε «αλχημείες» στον ισολογισμό της Deutsche Bank, με την τελευταία να κατηγορείται πως στα οικονομικά αποτελέσματα του 2019 δεν περιείχε βασικές λεπτομέρειες σχετικά με τις ιστορικές ζημίες του δανειστή στις ΗΠΑ και πως δεν τήρησε τα διεθνή λογιστικά πρότυπα.

Η BaFin δήλωσε ότι η τράπεζα δεν γνωστοποίησε το 2019 ότι 2,1 δισ. ευρώ αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεις συνδέονταν με πολυετείς ζημίες στις δραστηριότητες στις ΗΠΑ, οι οποίες ήταν ζημιογόνες εκείνη την εποχή, σημειώνουν οι Financial Times.

Η Deutsche Bank απέτυχε επίσης να εξηγήσει στην ετήσια έκθεσή της πώς αναμενόταν να δημιουργήσει μελλοντικά κέρδη στην περιοχή, μια γνωστοποίηση η οποία απαιτείται νομικά, καθώς η τράπεζα ήλπιζε να αντισταθμίσει τις ιστορικές ζημίες με μελλοντικά κέρδη στην περιοχή, δήλωσε ο εποπτικός οργανισμός.

Η απόφαση αντανακλά τη σκληρή στάση των γερμανικών ρυθμιστικών αρχών όσον αφορά την επιβολή των λογιστικών προτύπων μετά την απάτη της Wirecard, ένα από τα μεγαλύτερα μεταπολεμικά λογιστικά σκάνδαλα στην Ευρώπη. Ωστόσο, η Deutsche δεν υποχρεούται να επαναδιατυπώσει τα αποτελέσματά της για το 2019 και δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόστιμο ή άλλη κύρωση για τις λογιστικές παραλείψεις της. Η μετοχή της Deutsche Bank υποχώρησε κατά 1,4% στις πρωινές συναλλαγές, υπερδιπλάσια πτώση σε σχέση με το γερμανικό χρηματιστήριο, το οποίο σημείωσε πτώση 0,6%.

Η BaFin είναι η ρυθμιστική αρχή λογιστικής της Γερμανίας από το 2022, όταν αντικατέστησε την Επιτροπή Επιβολής της Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης, έναν φορέα του ιδιωτικού τομέα με ημιεπίσημες εξουσίες και περιορισμένους πόρους. Η απόφασή της για την Deutsche είναι μία από τις πιο σημαίνουσες ενέργειές της μέχρι στιγμής.

Ο Θόρστεν Ποτς της BaFin, δήλωσε στους Financial Times το 2022 ότι «το μήνυμά μας προς τις εταιρείες είναι ότι οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν παράνομες λογιστικές αλχημείες δεν έχουν θέση στη γερμανική κεφαλαιαγορά», προσθέτοντας ότι «ο κίνδυνος να συλληφθεί κανείς δεν ήταν ποτέ τόσο υψηλός όσο σήμερα». Η Deutsche διαφώνησε με το πόρισμα της BaFin, λέγοντας ότι είναι πεπεισμένη ότι οι οικονομικές καταστάσεις του 2019 και άλλες γνωστοποιήσεις «συμμορφώνονται πλήρως με τις απαιτήσεις».

Το πόρισμα της Deutsche αναφέρεται σε δισέλιδο σημείωμα σχετικά με τον φόρο εισοδήματος στην οικονομική έκθεση της τράπεζας για το 2019. Στο σημείωμα, η Deutsche αποκαλύπτει 5,4 δισ. ευρώ σε αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις για το έτος που θα μπορούσαν να συμψηφιστούν με μελλοντικά κέρδη, από 6,7 δισ. ευρώ το 2018. Στα μέσα του 2019, ο διευθύνων σύμβουλος Κρίστιαν Σούινγκ ξεκίνησε μια ριζική αναδιάρθρωση που περιελάμβανε τη συρρίκνωση των δραστηριοτήτων επενδυτικής τραπεζικής, καθώς η Deutsche Bank προχώρησε σε απόσχιση του βραχίονα διαπραγμάτευσης μετοχών και διέγραψε αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που συνδέονται με την εν λόγω δραστηριότητα.

Ωστόσο, καθώς διατήρησε στον ισολογισμό της αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ύψους 2,1 δισ. ευρώ που συνδέονται με προηγούμενες ζημίες στις ΗΠΑ, η BaFin υποστήριξε ότι η τράπεζα ήταν νομικά υποχρεωμένη να γνωστοποιήσει αυτή τη λεπτομέρεια μαζί με μια εξήγηση για τους λόγους για τους οποίους ήταν πεπεισμένη ότι οι ζημιογόνες δραστηριότητες θα επέστρεφαν σε κέρδη στο μέλλον.

Η Deutsche Bank δήλωσε στους FT ότι το εύρημα της BaFin «αφορά μια υποσημείωση στις οικονομικές καταστάσεις του 2019», προσθέτοντας ότι δεν υπάρχει «καμία υπόδειξη από την πλευρά της BaFin ότι υπάρχει οποιαδήποτε ανακρίβεια στους λογαριασμούς της Deutsche Bank για το 2019 και δεν απαιτείται καμία επαναδιατύπωση ή άλλη ενέργεια».

Πηγή: ΟΤ