Στα μέσα του 11ου αιώνα η παπική εξουσία, για ν’ αντιμετωπίση την αύξηση της επιρροής των Νορμανδών στη νότια Ιταλία, αποφάσισε να επιδιώξη προσέγγιση με την Κωνσταντινούπολη, μιας και η κατάσταση στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους δεν της επέτρεπε ελπίδες βοηθείας από εκεί.

Επικεφαλής των βυζαντινών κτήσεων της Ιταλίας είχε διορισθή από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’ ένας Λομβαρδός, ο Αργυρός, Λατίνος το δόγμα. Ο Πάπας (σ.σ. Λέων Θ’) ήθελε βεβαίως να υπαχθούν υπό τη δικαιοδοσία του και τυπικά οι επισκοπές των περιοχών που είχαν καταληφθή από τους Λατίνους κατά το δόγμα Νορμανδούς. Αυτό όμως παρουσίαζε μια ιδιαίτερη δυσκολία.

Την εποχή αυτή πια οι διαφορές όχι μόνο σε ό,τι αφορά την προσθήκη του «Φιλιόκβε» στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά κυρίως στη Λειτουργία και κατεξοχήν στον τρόπο της Θείας Ευχαριστίας, ήσαν καταφανέστατες. Ο Πάπας ήθελε να επιβάλη ομοιομορφία στη Λειτουργία σε όλες τις περιοχές της δικαιοδοσίας του. Στις περιοχές όμως της νορμανδικής κυριαρχίας υπήρχε και πολύς ελληνικός πληθυσμός, που ακολουθούσε τις ανατολικές δογματικές και λειτουργικές συνήθειες. Άλλωστε, οποιαδήποτε προσπάθεια να ξεριζωθούν τα ανατολικά έθιμα από τη Δύση θα προκαλούσε, μοιραία, ανάλογη αντίδραση στην Ανατολή.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 27.10.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η Ανατολική Εκκλησία είχε ν’ αντιμετωπίση παρόμοια προβλήματα ομοιομορφίας στις αρμενικές περιοχές που είχαν πρόσφατα ανακτηθή. Δεν ήταν δυνατό ν’ απαγορεύση η Εκκλησία στους Αρμενίους να διατηρήσουν τις δογματικές τους ιδιοτυπίες, όταν επέτρεπε άλλες ιδιοτυπίες στις λατινικές εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος επληροφορήθη ότι οι Νορμανδοί, με την έγκριση της Ρώμης, απαγόρευσαν στις περιοχές τους την τέλεση της Λειτουργίας σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα, αλλά επέβαλαν το Λατινικό Τυπικό, διέταξε να επιβληθή το Ανατολικό Τυπικό στις λατινικές εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Λατίνοι κληρικοί αρνήθηκαν και οι λατινικές εκκλησίες εκλείσθησαν στα τέλη του 1052.


Ο Κηρουλάριος υπέδειξε στον Λέοντα, Αρχιεπίσκοπο της Οχρίδος και αρχηγό της Βουλγαρικής Εκκλησίας, να γράψη μια επιστολή στον πατριαρχικό σύγκελλο της Απουλίας, για να διαβιβασθή στον Πάπα και όλους τους επισκόπους των Φράγκων. Στην επιστολή αυτή περιλαμβανόντουσαν βιαιότατες επιθέσεις εναντίον των λατινικών εθίμων.

Στο μεταξύ, ο Πάπας είχε ηττηθή από τους Νορμανδούς και ήταν, στην ουσία, αιχμάλωτός τους στο Βενεβέντο. Όταν η επιστολή έφθασε στα χέρια του, έγινε έξω φρενών. Συνέταξε μια απάντηση που υπογράμμιζε τα πρωτεία της Ρώμης και υπερασπιζόταν τα λατινικά έθιμα. Επακολούθησε μια αλληλογραφία που επέτεινε την εχθρότητα από την κακή μετάφραση των τίτλων του Πατριάρχη. Τελικά, ο Πάπας έστειλε αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη με γράμματα. Ο Πατριάρχης, γνωρίζοντας ότι ο Πάπας ήταν ουσιαστικά αιχμάλωτος των Νορμανδών, ήταν πολύ επιφυλακτικός στην αναγνώριση της γνησιότητας της εντολής των αντιπροσώπων. Άλλωστε, λίγες μέρες μετά την άφιξή τους ο Πάπας πέθανε και οι αντιπρόσωποι βρέθηκαν στο κενό.


Στις 16 Ιουλίου 1054, την ώρα ακριβώς που άρχιζε ο Εσπερινός στην Αγία Σοφία, ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος και οι δυο άλλοι αντιπρόσωποι του Πάπα μπήκαν στη Μεγάλη Εκκλησία και αφήκαν επάνω στην Αγία Τράπεζα μια βούλα του νέου Πάπα, Βίκτωρος του Β’, που αφόριζε τον Πατριάρχη, τον Αρχιεπίσκοπο της Οχρίδος και όλους όσους τους ακολουθούσαν. Αφού αφήκαν τη βούλα, βγήκαν από την Αγία Σοφία τινάζοντας επιδεικτικά τη σκόνη από τα υποδήματά τους. Όταν το περιεχόμενο της βούλας έγινε γνωστό, ξεσηκώθηκε ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως. Το σχίσμα ήταν πια αγεφύρωτο.

*Αυτή ήταν η ευσύνοπτη καταγραφή των γεγονότων που σχετίζονται με το διαβόητο Σχίσμα του 1054 σε άρθρο που είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» της 27ης Οκτωβρίου 1967.

Αφορμή για τη σύνταξη τού εν λόγω κειμένου είχε σταθεί η συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα με τον Πάπα Παύλο ΣΤ’ στο Βατικανό, λίγο νωρίτερα, εντός του Οκτωβρίου.


Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας (1948-1972)

Είχαν προηγηθεί δύο συναντήσεις των κορυφαίων εκκλησιαστικών ηγετών: η πρώτη στην Ιερουσαλήμ τον Ιανουάριο του 1964, η οποία έμελλε να οδηγήσει ύστερα από δύο σχεδόν χρόνια, στις 7 Δεκεμβρίου 1965, στην αμοιβαία άρση των αναθεμάτων του Σχίσματος του 1054, και η δεύτερη στο Φανάρι τον Ιούλιο του 1967.


Ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος περιγράφει ως εξής τα διαδραματισθέντα στις 16 Ιουλίου 1054:

«Το ίδιο το έγγραφο, γραμμένο με ιταλικούς χαρακτήρες, πρώτα τοποθετήθηκε από αυτούς τους δυσσεβείς στην Τράπεζα της Μεγάλης Εκκλησίας. Ύστερα, καθώς απωθήθηκε και ρίχτηκε από την Τράπεζα από τους υποδιακόνους, που τους πρότειναν να το πάρουν πίσω, ενώ εκείνοι αρνήθηκαν, πετάχτηκε στο έδαφος και έφτασε στα χέρια πολλών. Και, για να μην πάρει δημοσιότητα το βλάσφημο περιεχόμενο, το παρέλαβε η μετριότητά μας [ο ίδιος ο Πατριάρχης]».

Ο έτερος πρωταγωνιστής της ανοιχτής και βίαιης ρήξης, ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος, επικεφαλής της παπικής αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη, δίνει τη δική του εκδοχή στην έκθεση που συνέγραψε:

«Οι προαναφερθέντες εκπρόσωποι εισήλθαν στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στις 16 Ιουλίου, παρά την αντίθεση του Μιχαήλ, που διαμαρτυρόταν, και, καθώς οι κληρικοί προετοίμαζαν τη Λειτουργία κατά τον συνηθισμένο τρόπο, την τρίτη πρωινή ώρα, τοποθέτησαν το έγγραφο του αφορισμού στο κεντρικό θυσιαστήριο, κάτω από τα βλέμματα του λαού και του κλήρου που ήταν παρόντες. Μόλις εγκατέλειψαν [την εκκλησία], τίναξαν τη σκόνη από τα πόδια τους, ως σημείο προς εκείνους [τους Βυζαντινούς], σύμφωνα με το Ευαγγέλιο».