Ροζέ Γκαρωντύ: Η ενότητα του εκπολιτισμού και της επανάστασης
Μια νέα μορφή επικοινωνίας ανάμεσα στον λαό και την καλλιτεχνική δημιουργία
Η μορφωτική επανάσταση στην Ευρώπη έχει ένα πρόσωπο, του Μίκη Θεοδωράκη. Η μορφωτική επανάσταση δεν είναι μόνο μια επανάσταση μέσα στον εκπολιτισμό (σα να ήταν η μόρφωση ένας τομέας χωρισμένος απ’ την καθημερινή ζωή), ούτε μια επανάσταση με μέσο τη μόρφωση (που έτσι θα παρουσιαζόταν έξω και πίσω απ’ τους λαϊκούς αγώνες), είναι η ενότητα του εκπολιτισμού και της επανάστασης: η υψηλότερη μόρφωση, αυτή που καλεί καθένα μας ν’ αλλάξη τη ζωή του, γίνεται αγαθό κοινό για όλον τον λαό και η ψυχή του αγώνα του για ν’ αλλάξη τον κόσμο.
Ήταν το μεγάλο όνειρο του Λουνατσάρσκυ, την επομένη της Οκτωβριανής Επανάστασης: ενότητα της καλλιτεχνικής με την επαναστατική πρωτοπορία.
Είναι η ψυχή της μορφωτικής επανάστασης στην Κίνα του Μάο, ποιητή και επαναστατικού ηγέτη: κάλεσμα ενός ολόκληρου λαού, και πρώτα της νεολαίας του, να διαμορφώσει αυτό που για χιλιετίες ήταν προνόμιο των «επιλέκτων» της σοφίας ή των τεχνών, ένα σχέδιο πολιτισμού.
«ΤΑ ΝΕΑ», 4.2.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Έχω μια λέξη ζωής για σένα» μας λέει κάθε τραγούδι του Μίκη. Αυτή η λέξη, αυτός ο λόγος, ανεβαίνει μαζί του απ’ το βάθος των αιώνων. «Καθήκον σου είναι τώρα να πας πιο μακρυά, σα ζωντανό μέρος ενός μεγάλου σώματος». Είναι το ζωντανό ποτάμι κι’ η ζωντανή φωτιά, που ανεβαίνουν, βουίζοντας κατά τον Ηράκλειτο, που είναι το προζύμι αυτής της μόρφωσης, δημιουργία συνεχής απ’ τον άνθρωπο, μέσ’ απ’ τον άνθρωπο. Το αίσθημα τού ν’ ανήκει κανείς σ’ αυτή τη μεγάλη ολότητα, σ’ αυτόν τον χιλιόχρονο καλπασμό των μαχόμενων ανθρώπων, δίνει σ’ αυτή την κουλτούρα, όπως σ’ αυτή την επαναστατική δράση, το ύφος της μεγαλοσύνης.
Τη μορφωτική επανάσταση την αρχίζει ο Θεοδωράκης παίρνοντας τη σκυτάλη από μια παράδοση λαϊκών τραγουδιών, όπου ο ελληνικός λαός, σε τέσσερις αιώνες τουρκικής κυριαρχίας, βεβαίωσε και διατήρησε την ιδιαίτερή του προσωπικότητα. Ο βυζαντινός ψαλμός της χριστιανικής λειτουργίας, απέναντι στην τουρκική καταπίεση· το «δημοτικό» τραγούδι, πλασμένο από τους βουνίσιους και τους ναυτικούς για τις μεγάλες γιορτές, τον έρωτα και το θάνατο, για τις αιματοβαμμένες γιορτές της ελευθερίας, με τους κλέφτες, ήρωες του αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821· το «λαϊκό» τραγούδι του λαού των πόλεων, που γίνεται ταυτόχρονα δυνατό και «υπόγειο» όταν, μετά το 1922, καταφεύγουν στην Ελλάδα ένα εκατομμύριο πρόσφυγες απ’ τη Μικρασία. Αυτή η λαϊκή κι’ εθνική μουσική παραμερίστηκε τον 19ο και 20ό αιώνα από μιαν αστική τάξη ξεκομμένη απ’ τον λαό, δεχόμενη με τη σειρά, και για να εξασφαλίσει την κυριαρχία του χρήματος, ένα Βαυαρό βασιλιά, την αγγλική προστασία, τέλος την υποδούλωση στους Αμερικανούς. Αυτή η αστική τάξη, μέσα στη δουλοσύνη της μπροστά στους ξένους κυρίαρχους, εισάγει την εκφυλισμένη τέχνη των νυχτερινών κέντρων, όπως τη μόδα ή την πολιτική τους.
Η νέα ελληνική μουσική γεννήθηκε από τους λαϊκούς αγώνες κατά της χιτλερικής κατάκτησης, έπειτα κατά της αγγλικής επέμβασης του 1944, έπειτα ενάντια στον νεοφασιστικό ζυγό και τους Αμερικανούς προστάτες του.
«ΤΑ ΝΕΑ», 4.2.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο εμψυχωτής αυτής της αναγέννησης και της δημιουργίας της νεοελληνικής τέχνης.
Μια νέα μορφή επικοινωνίας ανάμεσα στον λαό και την καλλιτεχνική δημιουργία γεννιέται με τα λαϊκά κοντσέρτα, απ’ όπου ξεπηδούν οι μεγάλοι καλλιτεχνικοί μύθοι, προάγγελοι νέων κόσμων. «Ονόμασα τραγούδι αυτή τη μορφή σύγχρονης τραγωδίας» γράφει ο Μίκης. «Το τραγούδι είναι ο λαός στην ουσία του, στην πορεία του, στην ιστορική του συνέχεια».
Θα σημάνει η χρυσή ώρα της νίκης, όπου, λέει ο Θεοδωράκης, «ο λαός κι’ οι ποιητές, ή μάλλον ο λαός-ποιητής θα πάρει μια μέρα την εξουσία»; «Τότε, Έλληνα, θα ξαναγίνης αυτό που υπήρξες».
Αυτή η ελπίδα συντρίβεται τον Απρίλη του 1967. Οι συνταγματάρχες επιβάλλουν και πάλι τον ξένο ζυγό, αμερικανικό αυτή τη φορά. Η Ελλάδα ξαναγυρίζει στην προϊστορία της. Ο Θεοδωράκης όμως συνεχίζει τη μάχη του, σαν κρατούμενος και σαν εξόριστος ύστερα, στην Ευρώπη.
Όταν ο Μίκης γράφει «Είμαι βέβαιος ότι χωρίς τον γραφειοκρατικό δογματισμό η ζωή στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες θάπαιρνε μια τέτοιαν ώθηση, που θάκανε τον σοσιαλισμό μαγνήτη όπου τίποτα δεν θα μπορούσε ν’ αντισταθεί», μοιράζομαι απόλυτα την πεποίθησή του.
Επίσης όταν προσθέτει: «Η σοσιαλιστική επανάσταση είναι οργανικά δεμένη όχι μόνο με την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής, αλλά, ιδίως, με τη δημοκρατικοποίηση της λήψης αποφάσεων».
Προσάπτει στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ότι, από τη σοβιετική ηγεμονία, τη διεθνή πολιτική του στάτους κβο και την αξίωσή του ν’ αποτελεί το μοναδικό πρότυπο σοσιαλισμού, φτάνει ν’ αγνοεί, θεωρητικά και πραχτικά, το θεμελιώδες πρόβλημα της μορφωτικής επανάστασης, δηλαδή της μορφοποίησης ενός νέου σχεδίου πολιτισμού, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που θέτει η κρίση που αντιμετωπίζουμε, με τον νέου τύπου χαρακτήρα της.
[…]
Στην κλίμακα των λαών, όπως και στο επίπεδο των ατόμων, οι προοπτικές για το μέλλον πρέπει να συλλαμβάνονται και να πραγματοποιούνται κατά τρόπο αυτόνομο. Δεν υπάρχει στην πολιτική μοντέλο «έτοιμο να φορεθεί». Το μέλλον δεν το ανακαλύπτουμε, το εφευρίσκουμε. Ας ευχαριστήσουμε τον Μίκη Θεοδωράκη, γιατί με τα πολιτικά του κείμενα, όπως με το έργο του, έργο μαχητή, μουσικού και ποιητή, μας βοηθάει να πάρουμε συνείδηση και να ξαναζωντανέψουμε αυτό που υπήρξε ο μεγάλος σκοπός του Μαρξ:
«Μια κοινωνία όπου η πλήρης άνθηση του κάθε ανθρώπου να είναι η προϋπόθεση της άνθησης όλων».
*Κείμενο του Ροζέ Γκαρωντύ για τον Μίκη Θεοδωράκη, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 1976.
Ο γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Ροζέ Γκαρωντύ (Roger Garaudy), μια πολύ ενδιαφέρουσα αλλά και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, γεννήθηκε στη Μασσαλία στις 17 Ιουλίου 1913 και απεβίωσε σε προάστιο του Παρισιού στις 13 Ιουνίου 2012.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις