Ο Νίκος Καρούζος του Δημήτρη και της Κωνσταντίνας, το γένος Πιτσάκη, γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 17 Ιουλίου 1926.

Ο πατέρας του, δάσκαλος στρατευμένος στο ΕΑΜ, υπέστη διώξεις μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερωμένου και δασκάλου.

Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο Καρούζος έδρασε μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ. Οι σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν έμελλε να περατωθούν εξαιτίας της πολιτικής του δράσης και της απορρόφησής του από την ποιητική δημιουργία.


Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου ο Καρούζος εξορίστηκε στην Ικαρία (1947). Το 1951 κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Μακρόνησο, απ’ όπου πήρε απολυτήριο το 1953, έχοντας υποστεί νευρικό κλονισμό.

Ο Καρούζος πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων το 1949, με τη δημοσίευση του ποιήματός του «Σίμων ο Κυρηναίος» στο περιοδικό Ο Αιώνας μας. Η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Η επιστροφή του Χριστού» εκδόθηκε το 1954.

Στους λογοτεχνικούς κύκλους έγινε ευρύτερα γνωστός τη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές «Η έλαφος των άστρων» (1962), «Ο υπνόσακκος» (1964) και «Πενθήματα» (1969).

Ο Καρούζος συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νέα Εστία, Αθηναϊκά Γράμματα, Ευθύνη, Σπείρα, Τραμ, Τομές, Το Δέντρο, Η λέξη κ.ά.


Τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1962) και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988).

Ο Νίκος Καρούζος απεβίωσε στην Αθήνα στις 28 Σεπτεμβρίου 1990, έχοντας αντιμετωπίσει επί μακρόν σοβαρά προβλήματα υγείας.

Το τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 23 Οκτωβρίου 1986 περιελάμβανε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Νίκος Καρούζος στο δημοσιογράφο Άρη Σκιαδόπουλο (1946-2021). Οι ακόλουθες ερωταποκρίσεις προέρχονται από τη συνέντευξη αυτήν:


— Μπορείτε ν’ αναφερθείτε σε κάποιους σταθμούς της διαδρομής σας, που σημάδεψαν το έργο σας;

Κατ’ αρχήν, εγώ είμαι άνθρωπος της Αριστεράς. Προέρχομαι απ’ αυτήν. Έχω τις εμπειρίες της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφύλιου. Πήγα εξορίες. Ήμουνα διαφωτιστής της ΕΠΟΝ στην πατρίδα μου, το Ναύπλιο. Κουβαλάω λοιπόν όλες τις εμπειρίες της ήττας του λαϊκού κινήματος. Αυτό το αίσθημα της ήττας όμως δεν το μετέφερα στο έργο μου. Ίσως το μετέφερα με υπαινιχτικούς τρόπους, αλλά ποτέ με την έννοια των (λεγομένων) «ποιητών της ήττας». Διότι υπάρχει ένας τέτοιος χαρακτηρισμός για μια ομάδα μεταπολεμικών ποιητών.

— Είστε απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι χάθηκε η μάχη αλλά όχι ο πόλεμος;

Βέβαια, ηττήθηκε το λαϊκό κίνημα. Τώρα ξανανθίζει και αυτό είναι ευχάριστο. Τότε όμως ηττήθηκε ο λαός, αλλά αυτή η ομάδα των ποιητών της ήττας επεδόθη σ’ ένα κλαψούρισμα κι αυτό δεν ήταν ωραίο.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 23.10.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Εννοείτε το μοιρολόι;

Όχι. Το μοιρολόι είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Άλλο είναι το κλαψούρισμα. Έπρεπε να βγει αλλιώς ο πόνος της συντριβής του λαϊκού κινήματος κι όχι σαν κλαψούρισμα. Εγώ πάντως δεν κλαψούρισα. Βυθίστηκα όμως πιο πολύ στις υπαρξιακές μου αγωνίες, χωρίς ούτε στιγμή να ξεχάσω την αναγκαιότητα της αλλαγής της κοινωνίας. Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο. Θα πω τώρα κάτι βαρύ, αλλά θα το πω: αν το όραμα της αταξικής κοινωνίας είναι ουτοπία, τότε σκοτεινιάζουν απελπιστικά οι τύχες της ανθρωπότητας. Θα μου πεις: επιτρέπεται να ’χουμε ουτοπίες; Ναι, επειδή είμαστε τα όντα που διαθέτουμε τη σκέψη. Η σκέψη γεννά την ηθική κι η ηθική δικαιούται το όραμα της αταξικής κοινωνίας, έστω κι ως ουτοπία.

— Οι σημερινές αγωνίες του ποιητή ποιες είναι;

Μα όλη η Τέχνη δεν είναι παρά έκφραση της αγωνίας. Πρώτα πρώτα, το πώς θα ολοκληρώσεις το ποίημα είναι μια αγωνία. Πέρα όμως απ’ αυτή τη δημιουργική αγωνία είναι ένα σωρό άλλες, που σε συναρτούν με τον περίγυρο και την ιστορική πραγματικότητα. Ο Μπωντλαίρ έχει ένα θαυμάσιο ποίημα σχετικό με τον ποιητή: το «Αλμπατρός». Εκεί αναφέρεται στα μεγάλα πουλιά των θαλασσών, τα αλμπατρός, που οι ναυτικοί τα πιάνουν για να διασκεδάσουν. Αυτά τα πουλιά έχουν μεγάλα φτερά, που σέρνονται χάμω και δυσκολεύουν με κωμικό τρόπο το περπάτημά τους. Λέει λοιπόν ο Μπωντλαίρ ότι ο ποιητής είναι κάτι σαν αυτά τα αλμπατρός: «Εξόριστος μέσα στη γη, εν μέσω γιουχαϊσμάτων, τα γιγάντια φτερά του τον εμποδίζουν να περπατήσει».


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 23.10.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Ο ποιητής σήμερα έχει πέραση;

Έχω την ιδέα ότι σήμερα υπολογίζεται περισσότερο από άλλοτε. Όχι ότι παίζει μεγάλους ρόλους, τουλάχιστον στην καπιταλιστική κοινωνία. Υπολογίζεται πάντως περισσότερο απ’ όσο πριν από πενήντα ή εκατό χρόνια. Η σημερινή εποχή είναι περισσότερο ευλαβική προς τον ποιητή. Είναι όμως μέσα στη μοίρα του ποιητή να υποφέρει. Ο ποιητής μοιραία υποφέρει την ύπαρξη.

— Εσείς πρέπει να πλησιάζετε περισσότερο στον ορισμό του Μπωντλαίρ, μια και είστε εξόριστος σ’ αυτή τη μεγαλούπολη.

Εγώ δεν προγραμμάτισα να είμαι ποιητής. Έτσι ήμουνα κι έτσι είμαι. Γεννήθηκα θυσιασμένος. Αυτό ήμουνα, αυτό είμαι, κι αυτό το λένε «ποιητής». Από κει και πέρα δεν έχω απομακρυνθεί από τη ζωή. Απλώς μέσα σ’ αυτό το καπιταλιστικό σύστημα δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσω οικονομικά τη ζωή μου από την ποίηση.

— Τελευταία, φίλος σας σάς χαρακτήρισε από στήλη εφημερίδας «κοσμοκαλόγερο». Αν έτσι είναι, δεν νομίζετε ότι πέρασαν οι καιροί που οι ποιητές δημιουργούσαν ερήμην της ζωής;

Τη μερίδα του λέοντος από τη ζωή ενός ποιητή την έχει η μοναξιά. Δεν γίνεται αλλιώς δημιουργία. Πιστεύω όμως ότι οι αληθινοί ποιητές έχουν πολύ μεγάλη επίγνωση όλων των προβλημάτων της ζωής. Και, δίχως να ’ναι πολιτικοί, έχουν μεγάλη επίγνωση των πολιτικών προβλημάτων. Η πολιτική βγαίνει από το έργο τους. Ο πραγματικός ποιητής είναι και πραγματικός εκφραστής του λαϊκού πνεύματος.


— Το πολιτιστικό μας παρόν είναι κάτι που σας αφορά. Σας απασχολεί κιόλας;

Σήμερα επικρατεί μεγάλος λαϊκισμός. Λόγου χάρη: λαϊκισμός είναι να λες «ο αγώνας τώρα δικαιώθηκε» ή ότι «φεύγουν οι βάσεις», ενώ ξέρεις ότι δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Ή όταν κάνεις δέκα παροχές στο λαό και του φορτώνεις εκατό φορολογικά βάρη. Όπως λαϊκισμός στην κουλτούρα είναι να φιλολογείς υπέρ του λαού. Το κιτς της κάθε Τέχνης είναι ο λαϊκισμός στην κουλτούρα. Η εκτεταμένη εισβολή της αργκώ στη γλώσσα είναι λαϊκισμός. Εγώ, λυπάμαι να πω, αλλά έχω ακούσει φιλόλογους να λένε «τη βρίσκω», «μου άναψαν τα λαμπάκια». Δηλαδή, είναι γλώσσα αυτό; Ας βγουν έξω στα χωριά για ν’ ακούσουν τι λαμπικαρισμένη γλώσσα μιλούν οι αγρότες. Ας βγουν στις λαϊκές συνοικίες ν’ ακούσουν πώς μιλάνε οι εργάτες, αυτοί οι ευλαβικοί αγωνιστές του επιούσιου. Η Ελλάδα έχει πολύ καλούς ποιητές, αλλά έχει και λαϊκίστικους τύπους της κουλτούρας που κοροϊδεύουν τον κοσμάκη. Δηλαδή, τι πάει να πει «κυκλοφορώ κι οπλοφορώ»; Αυτό τι είναι; Λαϊκισμός. Κοροϊδεύει τον κοσμάκη και κατά την έκφραση της αργκώ τα κονομάει. Όταν όμως ο Τσιτσάνης έγραφε «συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου», εξέφραζε το πραγματικό λαϊκό πνεύμα.


— Είστε αριστερός…

Είμαι αναρχοκομμουνιστής. Άλλωστε, η αταξική κοινωνία στην οποία πιστεύω είναι α-κρατική κοινωνία.

— Ωστόσο, φίλοι σας παρατηρούν ότι κουβαλάτε μέσα σας το Θεό.

Με επαινείς και δεν ξέρω αν το αξίζω. Η αλήθεια πάντως είναι ότι μας κουβαλάει όλους ένας Θεός. Τι είναι ο Θεός; Είναι το αγαπητικό στοιχείο, που επιβάλλει την αγαπητική κοινωνία. Το ίδιο το Σύμπαν έχει αγαπητικές σχέσεις. Η παγκόσμια έλξη, οι τροχιές των άστρων δεν είναι αγαπητικά ενεργήματα; Το παν είναι αγαπητικό. Με τους ανθρώπους όμως έχει στραβώσει η δουλειά και τώρα πρέπει να την ξεστραβώσουμε. Θα μου πεις, γιατί στράβωσε η δουλειά; Γιατί ο άνθρωπος από ένα σημείο της προϊστορίας και πέρα είχε την τάση να γίνει ιδιοκτήτης. Έτσι περάσαμε στην εκμεταλλευτική νοοτροπία, την οποία πρέπει ν’ ανατρέψουμε.