H ηθοποιός και θεατρική συγγραφέας Φράνκα Ράμε από το Παραμπιάγκο, εκτόξευε πυρά προς πάσα κατεύθυνση: Ιταλική κυβέρνηση, ρωμαιοκαθολική εκκλησία και πατριαρχία.

Θα ορκιζόταν κανείς, διαβάζοντας το έργο της, από το «Όλο σπίτι, κρεβάτι, και εκκλησία» μέχρι το «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» ότι επρόκειτο για μια σχέση αμοιβαία εχθρική.

Η γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά, το έντονο eyeliner -το οποίο αποτελεί σύμβολο πολιτικής αντίστασης, από το Ιράν μέχρι την Μεξικανο-αμερικανική κοινότητα Chola- και τα θεόρατα γυαλιά,  αποτέλεσε ένα σύμπλεγμα παράδοξων οπτικών: Ήταν διάσημη ηθοποιός αλλά ισχυριζόταν ότι δεν της άρεσε άρεσε να είναι ηθοποιός, διέπρεψε στην γκροτέσκα κωμωδία γράφοντας για τραγικές καταστάσεις, υποστήριζε σθεναρά τα δικαιώματα των γυναικών και απέρριπτε τις κοινωνικές νόρμες που συνθλίβουν τις θηλυκότητες ενώ παράλληλα απέκλειε από το οπτικό της πεδίο τον όρο «φεμινίστρια».

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: Τι έχει να μας διδάξει το «Όλο σπίτι, κρεβάτι και εκκλησία»

«Εμείς οι γυναίκες εδώ και χρόνια αγωνιζόμαστε για την απελευθέρωση μας. Ζητάμε ίσα δικαιώματα με τους άνδρες, κοινωνική ισότητα. Αμήν και πότε!», έγραψε η Ράμε στον πρόλογο του θεατρικού έργου «Όλο σπίτι, κρεβάτι και εκκλησία» που αποτελείται από έξι μέρη: «Μια γυναίκα μόνη», «Το ξύπνημα», «Η μαμά φρικιό», «Έχουμε όλες την ίδια ιστορία», «Μήδεια»,«Contrasto για μια μόνο φωνή».

Το φεμινιστικό μανιφέστο του ζεύγους Ράμε – Φο -στο οποίο πρωταγωνιστεί η ανδρική τυραννία- ανέβηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι, το 1977 στο Palazzina Liberty στο Μιλάνο.

Η Ράμε, η οποία ήταν ενεργό μέλος  του Soccorso Rosso, ενός δικτύου για τη στήριξη των φυλακισμένων που προέρχονταν από τον αναρχικό χώρο και την αριστερά, παρουσίασε το έργο σε κάθε γωνιά της γης με σκοπό να προσφέρει χείρα βοηθείας στο φεμινιστικό κίνημα και τις μυριάδες ανάγκες του. Ενδεικτικά, ένα μέρος των εσόδων των παραστάσεων που οργάνωναν επαναστατικές ομάδες υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών, δόθηκαν για την επισκευή της οροφής του «Σπιτιού της Γυναίκας», το οποίο βρίσκονταν στην οδό Governo Vecchio στην Ρώμη, ενώ το θεατρικό έπος ταξίδεψε και στην Φρανκφούρτη με σκοπό την υποστήριξη των Ιταλών κρατουμένων της Γερμανίας.

Την δεκαετία του ’80, οι Φο και Ράμε δεν επετράπει να εισέλθουν στις ΗΠΑ λόγω της συμμετοχής τους στο Soccorso Rosso. Όταν όμως τελικά έλαβαν την αμερικανική τους βίζα, τα θέατρα και τα πανεπιστημία υποκλίνονταν στην αντιφασιστική, αντισεξιστική, αλληλέγγυα, συγγραφική και υποκριτική μαεστρία τους.

Διαβάζοντας για την σεξουαλική εργασία της γυναίκας και την ταπεινότατη θέση της στην κοινωνία την δεκαετία του ’70 στο έργο, καταννούμε ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει σε κάποιο βαθμό- αλλά ο δρόμος που έχουμε να διανύσουμε προς την ισότητα, είναι μακρύς.

Οι γυναίκες είναι οι πρώτες που θα απολυθούν όταν η επιχείρηση έχει φθίνουσα πορεία, ο κοινωνικός καθωσπρεπισμός στραγγαλίζει την ύπαρξη των γυναικών και η ευχαρίστηση του ανδρικού μορίου κυριαρχεί.

Η Φράνκα Ράμε, δεκαετίες πριν, θέλησε να μας προειδοποιήσει για όλα τα παραπάνω: «Πόσες φορές το έπαιξα [το όλο σπίτι κρεβάτι και εκκλησία στα θέατρα]; Πάνω από 3.000. Αυτό το έργο παίχτηκε και παίζεται ακόμα σε πάνω από τριάντα χώρες, τόσο σε θέατρα όσο και σε πανεπιστήμια: δυστυχώς, η κατάσταση της γυναίκας είναι παντού η ίδια. Ο πρωταγωνιστής αυτού του θεατρικού έργου με θέμα την γυναίκα είναι ο άντρας-ή, καλύτερα το φύλο του!».

«Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού»

Η Φράνκα Ράμε και ο σύντροφος της Ντάριο Φο, υπήρξαν ένα καλλιτεχνικό δίδυμο που συνεργάστηκε τόσο άρτια, ώστε έργα που πιστώνονται αποκλειστικά στον έναν ή στην άλλη – συμπεριλαμβανομένων των αριστουργημάτων του Φο «Μίστερο Μπούφο» «Τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» και «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω!», μαζί με πολλά από τα φεμινιστικά έργα της Ράμε να φέρουν τη σφραγίδα και των δύο.

Το πιο διάσημο έργο τους είναι ο «Τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» ο οποίος προκάλεσε πυρετό και ρίγη στο ιταλικό κατεστημένο του 1970, κατηγορώντας ανοιχτά την αστυνομία ότι πέταξε τον αναρχικό εργάτη των σιδηροδρόμων Τζουζέπε Πινέλι από το παράθυρο του τέταρτου ορόφου ενός αστυνομικού τμήματος και στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι αυτοκτόνησε.

Το έργο γνώρισε πρωτοφανή επιτυχία στην Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Η εξουσία άρχισε τότε να διψά για εκδίκηση.

Ο Ντάριο Φο δέχθηκε επίθεση και φυλακίστηκε.

Όσο για την Φράνκα Ράμε, στις 9 Μαρτίου του 1973, νεοφασίστες που φέρονται να είχαν λάβει εντολή από υψηλόβαθμους αξιωματούχους των καραμπινιέρων (ιταλική χωροφυλακή) του Μιλάνου απήγαγαν τη Φράνκα Ράμε, την απείλησαν με όπλο και την πέταξαν σε ένα φορτηγάκι. Τη βίασαν επανειλημμένα, τη χτύπησαν, την έκαψαν με τσιγάρα, την έκοψαν με ξυραφάκια και την εγκατέλειψαν σε ένα πάρκο.

Μήνες αργότερα, η αγωνίστρια Ράμε, επέστρεψε με το θεατρικό έργο «Lo Strupo» (Βιασμός) και πλήθος αντιφασιστικών έργων.

«Η πιο αισχρή πτυχή είναι το τελετουργικό τρομοκρατίας στο οποίο υποβάλλεται μια γυναίκα από αστυνομικούς, γιατρούς, δικαστές και εισαγγελείς, όταν έχει υποστεί βιασμό και όταν παρουσιάζεται στις αρχές με την ψευδαίσθηση ότι απαιτεί δικαιοσύνη και με την ψευδαίσθηση ότι περιμένει να την λάβει. Πρόκειται για ένα ολόκληρο βρώμικο, χλευαστικό τελετουργικό εμπαιγμού», έγραψε στην εισαγωγή του «Lo Strupo».

*Kεντρική φωτογραφία θέματος: fondazioneforame