Το in έκανε μια σημαντική αποκάλυψη: η κυβέρνηση ετοιμάζει ένα Προεδρικό Διάταγμα που θα περιλαμβάνει το ρυθμιστικό πλαίσιο για την προμήθεια από τις κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας συσκευών και λογισμικού παρακολούθησης. Το προεδρικό αυτό διάταγμα έρχεται να υλοποιήσει μια πρόβλεψη του νόμου που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών.

Σύμφωνα με αυτή την πρόβλεψη ενώ απαγορεύεται ρητά σε ιδιώτες να έχουν ή να εμπορεύονται τέτοιες συσκευές και λογισμικό, οι κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας που έχουν το δικαίωμα να ζητούν άρση απορρήτου, μπορούν να προμηθευτούν τέτοιες συσκευές και τέτοιο λογισμικό παρακολούθησης, υπό την προϋπόθεση ότι θα εκδοθεί Προεδρικό Διάταγμα που θα ρυθμίζει αυτή τη διαδικασία.

Βεβαίως, με τη σειρά της αυτή η πρόβλεψη εγείρει μια σειρά από πολύ κρίσιμα ερωτήματα ως προς το εάν θα υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες που να προστατεύουν τους πολίτες από την κρατική αυθαιρεσία και θα αποτρέπουν το ενδεχόμενο να διαμορφωθεί μια «βιομηχανία» υποκλοπών στο όνομα υποτίθεται της εθνικής ασφάλειας αλλά στην πράξη για την εξυπηρέτηση πολιτικών ή ακόμη και οικονομικών-επιχειρηματικών επιδιώξεων.

Και ποια ήταν η αντίδραση του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη; Πρώτον, να θέσει ερώτημα για την προέλευση της «διαρροής», παραβλέποντας ότι αυτό ακριβώς είναι η δουλειά των δημοσιογράφων, να αποκαλύπτουν. Δεύτερον, να πει ότι είναι «αλλοιωμένη δημιουργώντας εντυπώσεις που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα», κάτι που βέβαια διαψεύστηκε όταν το in ανέβασε φωτογραφίες και παρέθεσε αποσπάσματα, που αποδεικνύουν ότι έχουμε και διαβάσαμε το σχέδιο ΠΔ που ετοιμάζεται. Τρίτον, να παραδεχτεί ότι πρόκειται όντως για ένα σχέδιο ΠΔ που είναι σε διαδικασία διαμόρφωσης, «αλλά δεν έχει διαρρεύσει σε καμία περίπτωση από την κυβέρνηση», λες και έχει σημασία πώς έγινε η «διαρροή». Και τέταρτον, να καταλήξει σε ένα «δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα σχόλιο».

Μόνο που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ότι η κυβέρνηση έχει χάσει προ πολλού το δικαίωμα να δηλώνει «ουδέν σχόλιο» σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τα ζητήματα που αφορούν τις υποκλοπές.

Γιατί πολύ απλά εξακολουθεί να δημιουργεί μια μεγάλη σκιά όχι μόνο πάνω από την κυβέρνηση, που ουδέποτε μέχρι σήμερα ανέλαβε ευθαρσώς τουλάχιστον την πολιτική ευθύνη, αλλά συνολικά πάνω από τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας το γεγονός ότι μια μέρα πληροφορηθήκαμε ότι με «στρατηγείο» ουσιαστικά το Μέγαρο Μαξίμου είχε στηθεί ένας μηχανισμός παρακολουθήσεων που αφορούσαν κορυφαίους πολιτικούς, υπουργούς, την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, δικαστικούς, επιχειρηματίες και δημοσιογράφους.

Ένας μηχανισμός που περιλάμβανε επιχειρηματίες που εμπορεύονταν το κατασκοπευτικό λογισμικό και είχαν αδιαφανείς οικονομικές συναλλαγές με το δημόσιο, έχοντας ταυτόχρονα σχέση με το τότε «δεξί χέρι» του πρωθυπουργού, τον Γρηγόρη Δημητριάδη, που άλλωστε παραιτήθηκε μετά την αποκάλυψη. Ένας μηχανισμός που ουσιαστικά αντιμετώπιζε ακόμη και την ΕΥΠ ως «παραμάγαζο», με αποτέλεσμα να παραιτηθεί και ένας διοικητής της.

Και συνεχίζει να είναι κηλίδα γιατί εξακολουθούμε να μην έχουμε μάθει την πλήρη αλήθεια για αυτή την υπόθεση ούτε βέβαια έχουμε δει ακόμη να αποδίδονται οι ευθύνες όπου πρέπει. Μόνο πρόσφατα φάνηκε ότι κάποιοι από τους επιχειρηματίες αντιμετωπίζονται ως ύποπτοι από τις δικαστικές αρχές, πράγμα που όμως δεν συμβαίνει με κάποιους από αυτούς που είχαν την πολιτική ευθύνη, ακόμη και στις περιπτώσεις που είναι εμφανής η σχέση τους με αυτούς τους επιχειρηματίες.

Η κυβέρνηση δείχνει να θεωρεί ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του 2023 της έδωσε πλήρη πολιτική ασυλία για την υπόθεση των υποκλοπών, παραβλέποντας πως ακόμη και όταν η κοινωνία θεωρεί ότι άλλα ζητήματα έχουν προτεραιότητα, αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμά γενικά τα θέματα που αφορούν τη λειτουργία τους κράτους δικαίου και τελικά την ποιότητα της ίδιας της δημοκρατίας.

Ακόμη όμως και αυτή η πεποίθηση -που δυστυχώς ακούστηκε από πολλά επίσημα κυβερνητικά χείλη- απογυμνώνεται, με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών να καταδεικνύει ότι πλέον δεν υπάρχει περιθώριο για επίδειξη αλαζονείας, δεν δίνεται κανένα συγχωροχάρτι και καμία ασυλία. Μάλλον το αντίθετο ισχύει και πλέον έχουμε περάσει σε μια φάση, που η κοινωνία έχει γίνει πιο αυστηρή και δεν συγχωρεί τόσο εύκολα.

Αυτό εξηγεί και την «ενόχληση» που υποτίθεται ότι υπάρχει στο Μέγαρο Μαξίμου που ήθελε να προχωρήσει στην επεξεργασία του ΠΔ εν κρυπτώ, παραβλέποντας ότι η ελάχιστη υποχρέωση που έχει, πόσο μάλλον μετά από όλα όσα έχουν συμβεί, είναι αυτή της μέγιστης δυνατής δημοσιότητας και διαφάνειας.

Διαφορετικά, ο τρόπος επεξεργασίας και από ό,τι φαίνεται η απουσία κρίσιμων ασφαλιστικών δικλείδων παραπέμπουν όχι σε προσπάθεια διαμόρφωσης ρυθμιστικού πλαισίου αλλά σε προσπάθεια να οχυρωθεί η δυνατότητα των κρατικών υπηρεσιών ασφάλειας να αυθαιρετούν σε βάρος των δικαιωμάτων μας. Κοντολογίς, της κατασκευής ενός Δούρειου Ίππου για να ζήσουμε ένα νέο κύμα «νομότυπων» αλλά όχι για αυτό τον λόγο λιγότερο αυθαίρετων υποκλοπών, που παραβιάζουν βασικά δικαιώματα.

Γι’ αυτό το λόγο ας αφήσει τις δηλώσεις τύπου «ουδέν σχόλιο» και τις απαξιωτικές για τη δημοσιογραφία αναφορές η κυβέρνηση και ας αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί. Διαφορετικά απλώς επιβεβαιώνει ότι παραμένει μέρος της κρίσης των δημοκρατικών θεσμών, διασύροντας τη χώρα διεθνώς και πρωτίστως πλήττοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος και τους θεσμούς, με τους σοβαρούς κινδύνους που κάτι τέτοιο εγκυμονεί.