Στράτης Μυριβήλης: Η ψυχή του λαού μας
Η μοίρα της ελληνικής φυλής
Σταματόπουλος είναι το πραγματικό του όνομα και γεννήθηκε στη Σκαμιά (σ.σ. Συκαμινιά ή Συκαμιά) της Λέσβου πριν από εξήντα οκτώ χρόνια. Αφού έβγαλε το γυμνάσιο στη Μυτιλήνη, ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου. Δίπλωμα δεν επήρε, γιατί πήγε εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους: από τον στρατό, ουσιαστικά, δεν εγλύτωσε παρά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Στο μεταξύ, το 1914, είχε προλάβει να δημοσιεύση τις «Κόκκινες ιστορίες», ένα τομίδιο με διηγήματα.
Μετά την απόλυσή του από τον στρατό γύρισε στην πατρίδα του, όπου έβγαλε την εφημερίδα «Καμπάνα», όργανο των εφέδρων, στην οποία δημοσιεύθηκε σε συνέχειες η πρώτη μορφή της «Ζωής εν τάφω». Κατόπιν έβγαλε μιαν άλλη εφημερίδα, τον «Ταχυδρόμο» της Μυτιλήνης, ώσπου το 1930 ήρθε και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου ζη ως σήμερα από τη δημοσιογραφική όσο και από τη λογοτεχνική του εργασία.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 26.4.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τον ίδιο χρόνο που ήρθε στην Αθήνα, εξέδωσε εντελώς ξαναπλασμένη τη «Ζωή εν τάφω» (που η πρώτη της έκδοση είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητη) και αυτή τη φορά βρήκε καταπληκτική υποδοχή. Τα βιβλία που δημοσίευσε κατόπιν —διηγήματα, λυρικές πρόζες, μυθιστορήματα— στερέωσαν τη φήμη του ως του ρωμαλεότερου πεζογράφου της γενιάς του.
Εκείνο που περισσότερο από κάθε τι άλλο ξεχωρίζει τον Μυριβήλη είναι το ύφος του: πολλές φορές τον διαβάζεις μόνο και μόνο για να χαρής τον λόγο του. Το γράψιμό του μοιάζει τόσο φυσικό, ώστε σπάνια ο αναγνώστης να υποπτεύεται πόσο μόχθο και μαστοριά χρειάζεται για να φθάση κανείς σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Ένα άλλο ιδιαίτερο γνώρισμα της τέχνης του είναι ο λυρισμός του. Ο ρεαλιστής αυτός πεζογράφος συχνά μεταβάλλεται σε ποιητή, ιδίως όταν πρόκειται να περιγράψη την ελληνική —και μάλιστα τη νησιώτικη— φύση.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 26.4.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Δημιουργός ανθρώπων δεν είναι ο Μυριβήλης: αν εξαιρέσουμε τον «Βασίλη τον Αρβανίτη», που λογαριάζεται ως μία από τις ζωντανότερες μορφές της λογοτεχνίας μας, τα άλλα πρόσωπα που έπλασε, ιδιαίτερα στα μυθιστορήματα, δεν είναι πάντα γερά ριζωμένα στην πραγματικότητα. Δίνει όμως, στα διηγήματά του κυρίως, χαρακτηριστικούς πίνακες από την καθημερινή ζωή, μέσα από τους οποίους ξεπηδούν ατόφιες η ελληνική ύπαιθρος, η λαϊκή παράδοση και γλώσσα — η ψυχή του λαού μας.
Από τα έργα του ξεχωρίσαμε να σας παρουσιάσουμε εδώ τη λεγομένη μυθιστορηματική τριλογία του («Η ζωή εν τάφω», «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», «Η Παναγιά η Γοργόνα») και την εκτενή νουβέλλα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», που θεωρούνται ως οι τέσσαρες βασικοί σταθμοί της δημιουργίας του.
«Η ζωή εν τάφω» είναι το βιβλίο που διαβάστηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο νεοελληνικό λογοτεχνικό κείμενο στη χώρα μας. Με το βιβλίο αυτό, επίσης, η Ελλάδα έδωσε το «παρών» στην αντιπολεμική και ειρηνιστική φιλολογία, που κυριαρχούσε σ’ όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη τα πρώτα χρόνια του μεσοπολέμου. Το όνομα του Μυριβήλη μπορεί να σταθή άφοβα δίπλα στα ονόματα του Λάτζκο, του Μπαρμπύς, του Ρεμάρκ.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 26.4.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τι είναι «Η ζωή εν τάφω»; Το «ημερολόγιο» ενός πολεμιστή του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, από τα χαρακώματα του Μακεδονικού μετώπου. Ο λοχίας Κωστούλας, ξεκινώντας για το μέτωπο, αρχίζει να γράφη στην αγαπημένη του, που βρίσκεται στη Λέσβο. Στα γράμματά του παρακολουθούμε, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, όσα συμβαίνουν (και όπως τα αντιλαμβάνονται οι στρατιώτες που τα ζουν) στην πρώτη γραμμή. Και όχι μονάχα στην πρώτη γραμμή, αλλά και στα μετόπισθεν. Η εναλλαγή αυτή δίνει στον συγγραφέα την ευκαιρία να μας μεταφέρη από τη φρίκη της πολεμικής ζωής στην ειδυλλιακή ατμόσφαιρα του ειρηνικού βίου. Το ίδιο επιτυγχάνει και με την εναλλαγή της περιγραφής μαχών από το ένα μέρος και της μακρόχρονης ηρεμίας των χαρακωμάτων από το άλλο.
Ρεαλιστής ο Μυριβήλης, αποδίδει με εξαιρετική μαεστρία τις φρικαλεότητες του πολέμου. Υπάρχουν στο βιβλίο του εικόνες πραγματικά συγκλονιστικές. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί επίσης η περιγραφή της πλήξης και της ανίας, που ήταν ένα από τα χαρακτηριστικώτερα γνωρίσματα του πολέμου των χαρακωμάτων. Ωμός στις περιγραφές των πολεμικών σκηνών, μεταβάλλεται σε λυρικό ποιητή κάθε φορά που θα βρεθή μπροστά στη φύση ή θα θυμηθή την παλιά ειρηνική ζωή. Εκείνο που έκανε τον Μυριβήλη «αντιπολεμικό» συγγραφέα είναι η μεγάλη αγάπη του για τη ζωή, ο πόθος του να τη ζήση μ’ όλες του τις αισθήσεις. Και αυτή ακριβώς η αγάπη ξεπηδάει από κάθε σελίδα, από κάθε γραμμή των επιστολών του λοχία Κωστούλα, ο οποίος δεν θα επιζήση, αλλοίμονο, για να χαρή την ειρηνική νησιώτικη ζωή, που τόσο πόθησε.
Με τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια», το δεύτερο μέρος της πολεμικής τριλογίας του, μυθιστόρημα πια αυτή τη φορά, ο Μυριβήλης μάς μεταφέρει στα πρώτα χρόνια του μεσοπολέμου. Εδώ παρακολουθούμε τις συνέπειες της ανθρωποσφαγής. Ο πολεμιστής που επιστρέφει από το μέτωπο κουβαλάει μέσα του φαντάσματα της πολεμικής ζωής και τη σκληρή πείρα που απεκόμισε. Πώς θα μπορέση να αποκτήση ξανά την ψυχολογία του κανονικού ανθρώπου; Το ίδιο και οι άνθρωποι των μετόπισθεν. Έζησαν και υπέφεραν τόσα πολλά στο διάστημα του πολέμου! Πώς θα αντιμετωπίσουν τώρα την ειρηνική ζωή;
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 26.4.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το μυθιστόρημα μάς διηγείται την ιστορία του Λεωνή Δρίβα και της χήρας ενός συντρόφου του πολεμιστή, της Σαπφώς Βρανά, της «δασκάλας με τα χρυσά μάτια». Στη Λέσβο επιστρέφει ο Δρίβας φέρνοντας μαζί του τα ενθύμια του συντρόφου του, του οποίου παρακολούθησε όλη την τραγική ιστορία, τον τραυματισμό, τον ακρωτηριασμό, τον θάνατο. Θέλει να τα παραδώση στη γυναίκα του, που ζη με ένα ανάπηρο παιδί στην πλάτη της. Έτσι γνωρίζεται με τη Σαπφώ. Βρίσκει όμως από μέρους της μια ανεξήγητη ψυχρότητα. Σιγά-σιγά, ωστόσο, αρχίζει να ανακαλύπτη το εσωτερικό της δράμα κι’ ακόμη με φρίκη να υποπτεύεται ότι η γυναίκα του φίλου του δεν του είναι αδιάφορη. Θα προσπαθήση να πνίξη το αίσθημά του. Αλλά δεν θα το επιτύχη. Αρχίζει να φοβάται ότι η ηθική του συνείδηση έχει υποστή σημαντικά ρήγματα εξ αιτίας των όσων έζησε στον πόλεμο. Αλλοιώς πώς θα μπορούσε να ερωτευθή τη γυναίκα του πιο αγαπημένου του συντρόφου; Η φύση ωστόσο, που δεν ενδιαφέρεται για ηθικούς δισταγμούς, συνεχίζει το έργο της.
Μέσα στη θερμή φύση της Λέσβου, της οποίας στο βιβλίο αυτό ο Μυριβήλης μάς έδωσε θαυμάσιες ζωγραφιές, το ειδύλλιο αναπτύσσεται. Αντιλαμβάνεται άλλωστε τώρα ο Δρίβας ότι, αν ξαναβρήκε τη χαρά της ζωής και της δημιουργίας (είναι ζωγράφος), αυτό το οφείλει στη Σαπφώ. Μ’ όλα ταύτα αποφασίζει να φύγη. Δεν θέλει να προδώση τον νεκρό σύντροφό του. Σ’ αυτές τις στιγμές όμως δεν αρκεί η θέληση. Σε μια στιγμή αδυναμίας, θα χαρή το κορμί της. Η ζωή διεκδικεί και ξέρει να παίρνη τα δικαιώματά της. Ο πόλεμος πέρασε. Θέλοντας και μη ο Δρίβας, όπως και όλοι όσοι επέζησαν, θα προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες.
Στη Λέσβο μάς ξαναφέρνει και με την «Παναγιά τη Γοργόνα», το τρίτο μέρος της πολεμικής τριλογίας του, ο Στράτης Μυριβήλης. Τώρα όμως πια δεν πρόκειται για ένα ή δυο άτομα, αλλά για ολόκληρο λαό. Στη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» ο Λεωνής Δρίβας και η Σαπφώ Βρανά αγωνίζονται να ξαναβρούν την ψυχική ισορροπία, που την είχε ανατρέψει ο πόλεμος. Στην «Παναγιά τη Γοργόνα» ένας ολόκληρος λαός, ξεριζωμένος εξ αιτίας του πολέμου από την πατρική γη, προσπαθεί να ρίξη καινούργιες ρίζες στο χώμα της ελεύθερης πατρίδας. Είναι το δράμα των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Ο συγγραφέας τούς παρακολουθεί από τη στιγμή που καταδιωγμένοι εγκαταλείπουν τη γη των προγόνων τους ως τη μέρα που θα καταφέρουν να ξαναφτιάσουν τη ζωή τους, σε κάποιο έρημο ακρογιάλι του απέναντι νησιού, της όμορφης Λέσβου.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 26.4.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ένα κομμάτι από την ελληνική ζωή, αυτή που ανανεώνεται μέσα στον χρόνο για να επιτρέψη στη φυλή τούτη, αιώνες ολόκληρους, μέσα σε χίλια βάσανα και κατατρεγμούς, να επιζήση, αποτελεί το τρίτο, κατά σειρά, μυθιστόρημα του Μυριβήλη. Ο τίτλος είναι συμβολικός. Σ’ ένα ξωκκλήσι της Μυτιλήνης, εκεί κοντά που ξεπέζεψαν οι κατατρεγμένοι πρόσφυγες, υπάρχει ένα παράξενο εικόνισμα: ο άγνωστος λαϊκός ζωγράφος έκανε μια Παναγία, που ως τη μέση δεν παραλλάζει κατά τίποτε από τις Παναγίες που ξέρουμε. Από τη μέση και κάτω όμως είναι ψάρι με γαλάζια λέπια και με τα χέρια της κρατάει ένα καράβι από τη μια μεριά και μια τρίαινα από την άλλη. Θα έλεγες πως ο λαϊκός τεχνίτης με την περίεργη αυτή θεότητα θέλησε να συμβολίση τη μοίρα της ελληνικής φυλής που ζη και κινείται πάντα ανάμεσα στεριά και θάλασσα. Με τη βοήθεια των δυο αυτών στοιχείων και με τον σκληρό τους μόχθο θα αναστήσουν τη ζωή τους και οι πρόσφυγες του Μυριβήλη.
Στην «Παναγιά τη Γοργόνα» δεν υπάρχει μια υπόθεση, μια ατομική ιστορία για να τη διηγηθή κανένας. Όλα τα πρόσωπα, και είναι πολλά, το καθένα με τον δικό του τρόπο βοηθάει το ποτάμι της ζωής να ξαναγυρίση στη φυσική του κοίτη, από όπου είχε ξεστρατίσει, και οι άνθρωποι να ξεχάσουν τα όσα πάθανε και να αρχίσουν πάλι μια καινούργια ιστορία, την παμπάλαιη ιστορία του ανθρώπου πάνω στη γη. Μέσα στο πλήθος αυτό υπάρχει ωστόσο και μια μορφή που ξεχωρίζει. Είναι η Σμαραγδή, η ζωντανή γοργόνα. Αυτή εμπνέει με την καλωσύνη και την ομορφιά της όλο τούτο το πλήθος και το βοηθάει να ξανάβρη τον δρόμο του.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 26.4.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Με τον «Βασίλη τον Αρβανίτη» μπαίνουμε σε μια άλλη περιοχή της δημιουργίας του Μυριβήλη. Ίσως σ’ αυτή που είναι προσφορώτερη στο ταλέντο του. Διηγηματογράφος, άλλωστε, είναι κυρίως ο συγγραφέας του «Πράσινου βιβλίου» και εκτεταμένο διήγημα, νουβέλλα, ο «Βασίλης ο Αρβανίτης». Ο γνώστης και λάτρης επίσης της ελληνικής λαϊκής ψυχής Μυριβήλης δεν θα μπορούσε να βρη καλύτερη ευκαιρία να αναπτύξη τις ικανότητές του από εκείνην που του προσφέρει ο ήρωάς του: σύμβολο της λαϊκής παλληκαριάς, ο Βασίλης ο Αρβανίτης ζωντανεύεται θαυμάσια από τον συγγραφέα του.
Τι είναι όμως ο περίφημος αυτός ήρωας; Το ελεύθερο, αναρχικό άτομο, που έρχεται σε σύγκρουση με την κοινωνία που ζη, για να της επιβληθή τελικά, με την υπεροχή του, τη φυσική δύναμη με την οποία είναι προικισμένος. Είναι ένας λαϊκός ήρωας, που κατέκτησε τον τίτλο αυτόν και πέρασε στον θρύλο αποκλειστικά χάρη στην παλληκαριά του, που πάντα θα προκαλή τον θαυμασμό και το δέος σε μας τους άλλους τους αδύνατους. Άπειρες και «άσκοπες» οι περιπέτειές του, αφού δεν έχουν άλλο ελατήριο ή προορισμό από την εξάντληση της φυσικής ορμής, που ξεχειλίζει από μέσα του. Παιδί ακόμη σκοτώνει ένα φίδι. Αργότερα πυροβολεί τον πατέρα του, γιατί του πέταξε μια ατιμωτική βρισιά. Εκδικείται τον φόνο του πρωτοπαλλήκαρου του χωριού, μαχαιρώνοντας τον Τούρκο που τον σκότωσε. Για να αποφύγη τις συνέπειες πηγαίνει εθελοντής στον Μακεδονικό αγώνα.
Γεμάτος παράσημα και ανδραγαθίες, γυρίζει στο νησί, όπου εξευτελίζει τους «νταήδες» και, κρατώντας τον ναργιλέ στα χέρια του για να ικανοποιήση τον πατέρα του, πηδάει τη στέρνα της Παναγίας της Καρύνης, κατόρθωμα που κανείς δεν είχε πετύχει εδώ κι’ εκατό χρόνια. Κοντραμπατζής (σ.σ. λαθρέμπορος) κατόπιν και «κουλτζής», δηλαδή αστυνομικός που κυνηγάει τους λαθρεμπόρους, κατά διαστήματα, εναλλάσσοντας τους ρόλους κατά το κέφι του, γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των τουρκικών αρχών και της αστυνομίας. Τον καταδιώκουν πλήθη αποσπάσματα. Και να που μια νύχτα φτάνει στο χωριό του. Είναι η ώρα που γίνεται η περιφορά του Επιταφίου. Ο Βασίλης ξεπετιέται ξαφνικά μπρος στο άναυδο πλήθος και ζητάει από τον παπά να γυρίση πίσω τον Επιτάφιο. Πάνε να τον μεταπείσουν. Αδύνατο. Σε μια στιγμή μάλιστα βγάζει το πιστόλι του και το αδειάζει στα φανάρια του Επιταφίου. Ο κόσμος διαλύεται και ο Βασίλης, μένοντας μόνος, νιώθοντας περισσότερο από κάθε άλλη φορά τώρα μόνος, παίρνει τον δρόμο για τις δυο αδελφές αγαπητικές του.
Και εκεί συμβαίνει το ατύχημα. Πέφτει και πληγώνεται θανάσιμα. Σέρνεται ως το σπίτι των αγαπητικών του για να τον περιποιηθούν. Η μια τρέχει να φωνάξη τον παπά, ο οποίος θέλει να τον πείση ότι αυτό που έπαθε είναι η τιμωρία του Θεού για ό,τι είχε κάμει στον Επιτάφιο. Αλαφιασμένος ο Βασίλης αρχίζει να φωνάζη: «Αν είναι έτσι, μωρέ, γιατί δεν κατέβηκε αυτός σαν άντρας να με βαρέση σαν τούκοψα τον δρόμο; Ε, έτσι μωρέ, με γλίστρες και τρικλοποδιές βγάζει το άχτι του ο μπαμπέσης; Να μωρέ πώς χτυπάνε τα παλληκάρια…» Και λέγοντας αυτά τραβάει το μαχαίρι του και το καρφώνει στην καρδιά του. Αυτός ήταν ο Βασίλης ο Αρβανίτης, παλληκάρι στη ζωή και παλληκάρι στον θάνατο. Σύμβολο της παλληκαριάς που δίκαια πέρασε στον θρύλο.
*Κείμενο αφιερωμένο στον Στράτη Μυριβήλη, με αφορμή την αναγόρευσή του σε ακαδημαϊκό το 1958. Είχε δημοσιευτεί στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» της 26ης Απριλίου 1958.
Ο λογοτέχνης Στράτης Μυριβήλης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου), ένας από τους πλέον αξιόλογους έλληνες πεζογράφους του Μεσοπολέμου, γεννήθηκε στη Συκαμινιά (Συκαμιά) της Λέσβου το 1890 (κατ’ άλλες πηγές, το 1892) και απεβίωσε στην Αθήνα στις 19 Ιουλίου 1969.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις