Περιμένοντας να τελειώσουν «οι διακοπές της Αϊσέ»
Ζωές σε αναμονή
«Η Αϊσέ πάει διακοπές». Με αυτή την κωδική ονομασία ξεκίνησε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, μετά το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών. 50 χρόνια μετά αυτές οι διακοπές μοιάζουν να έχουν κρατήσει πάρα πολύ. Έχουν γίνει καθεστώς και κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε «κανονικότητα».
50 χρόνια φέτος. Και συμπίπτουν και οι μέρες. Έχει σημασία; Μάλλον όχι.
Για όσους θυμούνται δεν έχει σημασία καν η στρογγυλή επέτειος. Μόνο ότι τα 50 χρόνια είναι πολλά. Πάρα πολλά. Περισσότερα από όσα μπορούμε να αντέξουμε.
Όσοι τα ζήσανε και όσοι μεγαλώσαμε με τις διηγήσεις.
Κι αυτές οι διηγήσεις όμως σιγά σιγά ξεθυμαίνουν. Κινδυνεύουν να γίνουν ιστορίες, άλλων, πολύ μακρινές για να πονάνε ακόμα, αυτούς που τις ακούνε σήμερα.
Ποιος μπορεί να πονάει άλλωστε για κάτι που δεν γνώρισε ποτέ;
Πώς μπορεί να λες «σπίτι σου» ένα σπίτι που δεν έζησες ποτέ;
Πώς μπορείς να νιώσεις ότι είναι ο τόπος σου, ένα μέρος που δεν έπαιξες ποτέ, δεν χτύπησες, δεν μάτωσες, δεν γέλασες.
Η Αγάθη πάει συχνά στη Μόρφου. Για να βλέπει το σπίτι της. Το σπίτι που έδειχνε σε φωτογραφίες στους τουρκοκύπριους στο Λήδρα Πάλας πριν ανοίξουν τα οδοφράγματα, αναζητώντας κάποιον να της πει αν ξέρει ποιος μένει μέσα.
Το σπίτι που μπήκε νύφη το 1969 και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το 1974. Το σπίτι που αποκαλεί σπίτι της και συγκινείται αλλά έζησε μόνο πέντε χρόνια.
Έχει σχέση με τους τουρκοκύπριους πρόσφυγες που τους «παραχωρήθηκε» μετά το 1974. Με τους ανθρώπους που μπήκαν σε ένα φιλόξενο χώρο, βρήκαν να φάνε, να πιουν , να κοιμηθούν, αλλά, σαν φιλοξενούμενοι, όχι σαν ιδιοκτήτες. Γιατί δεν ήταν το σπίτι τους.
Τα παιδιά τους έμαθαν να λένε το σπίτι της Αγάθης «σπίτι τους», γιατί το δικό τους δεν το γνώρισαν ποτέ. Αλλά και να ανοίγουν την πόρτα στην Αγάθη και να της λένε αυτό είναι «και δικό σου σπίτι».
Έμαθαν και αυτοί να πηγαίνουν στο δικό τους σπίτι στην Πάφο και στη Λεμεσό. Στο σπίτι των γονιών τους. Ξέρουν πώς είναι να χτυπάς την πόρτα και να περιμένεις να σε υποδεχτούν στο «σπίτι σου» σαν επισκέπτη.
Έχω πάει πολλές φορές με την Αγάθη στη Μόρφου. Αυτή τη φορά όμως ήταν για μένα η πιο δύσκολη από όλες. Το σπίτι ανακαινίζεται. Για να μπορέσει να συνεχίσει να κατοικείται.
Όλα τα πράγματα έχουν μαζευτεί και φυλαχθεί, στη διάθεση της Αγάθης να πάρει ότι θέλει.
Και όμως μπαίνοντας στη ντουλάπα είχε μείνει ξεχασμένο ένα παιχνίδι της κόρης της και λαμπάδα της βάφτισης του γιου της. Με το παιχνίδι έπαιζε όταν ήταν μικρή και η εγγονή του ζευγαριού που πήρε το σπίτι.
Η Αγάθη βγήκε από το σπίτι κρατώντας τη λαμπάδα και το παιχνίδι στο χέρι…
Να γυρίσει στη Λεμεσό. Στα Πολεμίδια. Από κει που έφυγε η γυναίκα του Αχμέτ που σήμερα ζει στο σπίτι της, για να γίνει πρόσφυγας.
Και κάπως έτσι μετά από 50 χρόνια όλα είναι τόσο μακρινά, αλλά και τόσο κοντινά. Κι εκεί που λες πως οι πληγές άφησαν σημάδια, αλλά έκλεισαν, ξαφνικά πονάνε τόσο που δεν παίρνεις ανάσα.
Και κάπως έτσι οι «διακοπές της Αϊσέ» γίνονται αβάσταχτες.
Η Πωλίνα είναι 35 χρονών. Δεν γεννήθηκε στη Μόρφου. Δεν πάει στη Μόρφου. Δεν αντέχει να πάει στη Μόρφου. Δεν μπορεί να βλέπει το «σπίτι της». Το σπίτι που δεν έζησε ποτέ, αλλά θα έπρεπε να έχει παίξει στην αυλή του. Θα έπρεπε να έχει πέσει στις σκάλες του.
Οι πρόσφυγες στην Κύπρο μεγάλωσαν τα παιδιά τους με ένα περίεργο τρόπο. Τους μάθαιναν να αγαπάνε τη ζωή που θα ζούσανε αν δεν γινόταν το πραξικόπημα και η εισβολή.
Το σπίτι που θα είχαν αν δεν είχε γίνει το πραξικόπημα και η εισβολή.
Να σκέφτονται την επιστροφή σε μέρη που δεν γεννήθηκαν και δεν έζησαν, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο φαντάζουν πάντα καλύτερο από αυτό που είχαν στην νέα πραγματικότητα.
Με το μυαλό να παίζει περίεργα παιχνίδια και να σε κάνει να δένεσαι με τόπους και πράγματα που στην πραγματικότητα δεν γνώρισες και δεν βίωσες ποτέ.
Να υιοθετείς τα βιώματα και τους αναστεναγμούς των άλλων. Αυτών που σου τα διηγήθηκαν. Της γιαγιάς και του παππού, της μάνας και του πατέρα σου. Και τελικά να γίνονται δικά σου.
Να ψάχνεις τις φωτογραφίες, ασπρόμαυρες, μικρές, κοκκινωπές, στα πρώτα χρόνια του έγχρωμου φιλμ.
Να παλεύεις να βάλεις τον εαυτό σου στην εικόνα. Σαν να ήσουν εκεί.
Και η ζωή έχει πάντα μία αίσθηση προσωρινού. Μία προσμονή επιστροφής. Σε κάτι που δεν γνωρίζεις, αλλά είναι σίγουρα καλύτερο. Πρέπει να είναι καλύτερο.
Και κάπως έτσι η ζωή περνάει με μία αίσθηση προσωρινότητας.
Μέχρι να γυρίσεις σπίτι «σου»…
Ζητούμενο, που δεν έχουμε καταφέρει όλοι ακόμα. Να λέμε τις αλήθειες, ακόμα και αυτές που μας πονάνε. Για να μπορούμε να κοιτάμε τον καθρέφτη.
Για να διαπαιδαγωγήσουμε τους νεότερους.
Για να μην τα ζήσουμε ξανά.
- Χριστουγεννιάτικα πάρτι: Οδηγός επιβίωσης στις βαρετές συγκεντρώσεις
- Η καλύτερή μου φίλη εδώ και 40 χρόνια έχει μια στρεβλή εντύπωση για μένα – Θα το λύσουμε;
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Φάρμακα για απώλεια βάρους: Γιατί στέλνουν τους Αμερικανούς στον γιατρό
- Η βασίλισσα Ελισάβετ θα έχει πάντα μια θέση στο σπίτι -και την καρδιά- του Ντέιβιντ Μπέκαμ
- Eπίθεση στο Μαγδεμβούργο: Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες – «Παιδιά κραύγαζαν, φώναζαν τη μαμά τους»