Κύπρος, καλοκαίρι 1974: Το βαρύτατο τίμημα του εμφυλίου μας σπαραγμού
Πώς διαλύθηκε το κυπριακό ανεξάρτητο κράτος, και πώς ο ανθηρός ελληνισμός του κατέληξε στην προσφυγιά και στη δυστυχία
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Τυφλωμένη από αντικομμουνιστική υστερία και νατοϊκό νεοφωτισμό, υπόδουλη στους πάτρωνές της, η χούντα των Αθηνών δεν μπόρεσε να αντιληφθή την αδέσμευτη πολιτική του Μακαρίου, αλλά ούτε και την σκοπιμότητα της διεθνοποιήσεως του κυπριακού προβλήματος. Κατηγορώντας τον Μακάριο και τους συνεργάτες του σαν κομμουνιστές, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διαβρώσει το κυπριακό κράτος και τη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών του. Δεν μπορούσαν οι υπεύθυνοι των Αθηνών και οι πράκτορές τους στην Κύπρο να καταλάβουν την πολιτική του εφικτού —της ανεξαρτησίας— και κατηγορούσαν τον Μακάριο ως ανθενωτικό. Όταν όμως προεκαλούντο να πουν πώς θα πραγματοποιήσουν την ένωση, δεν ήταν σε θέση να δώσουν απάντηση. Δεν τόλμησαν νάρθουν σε δημοκρατική αναμέτρηση με τον Μακάριο, διότι γνώριζαν πως η εξαλλοσύνη τους δεν είχε καμιά απήχηση στο λαό, και έτσι κατέφυγαν στην παρανομία.
Αντί να υποστηρίζει, λοιπόν, η Αθήνα τη διαδικασία των Ενδοκυπριακών, που ήταν ίσως μέχρι τώρα η καλύτερη τοποθέτηση του κυπριακού προβλήματος, ακολουθούσε διπλή πολιτική. Από την επίσημη πλευρά, συμφωνούσε με τη διαδικασία των Ενδοκυπριακών, ανεπίσημα όμως κατέβαλλε προσπάθεια να διαβρώσει το κυπριακό κράτος και την κυβέρνηση του Μακαρίου. Οι στρατώνες της εθνοφρουράς, κάτω από την ελληνική διοίκηση, μετατράπηκαν σε εστίες αντι-μακαριακής, αντικομμουνιστικής και φιλοχουντικής προπαγάνδας.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.11.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η ελληνική πρεσβεία της Λευκωσίας χρηματοδοτούσε εφημερίδες για να κάνουν αντι-μακαριακή και φιλοχουντική πολιτική. Η ελληνική ΚΥΠ παρακολουθούσε με τους πράκτορές της τους πάντες, στέλλοντας ανακριβείς πληροφορίες στην Αθήνα, και χρηματοδοτούσε με τους διαφόρους εφοπλιστές φίλους της τις παράνομες δυναμιτιστικές ομάδες (Εθνικό Μέτωπο, ΕΟΚΑ Β’), που ετοίμαζαν πραξικοπήματα εναντίον της νόμιμης κυβερνήσεως. Η Αθήνα όμως δεν αρκέσθηκε μόνο σ’ αυτά. Προχώρησε σε δολοφονική απόπειρα εναντίον του Προέδρου Μακαρίου, τον Μάρτιον του 1970. Υπάρχουν επίσης φήμες ότι στις 4 Ιουνίου 1971 υπόγραψε μυστικό σχέδιο, στη Λισαβώνα, με την Τουρκία, για τη διανομή της Κύπρου, και ενώ απέσυρε το στρατό της, το 1967, από την Κύπρο, έκανε επίσημη διακοίνωση στη Λευκωσία, στις 11 Φεβρουαρίου 1972, εναντίον του εξοπλισμού των Κυπρίων με τσεχοσλοβακικά όπλα, επικαλούμενη το δικαίωμα επεμβάσεως στο νησί, βάσει των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου. Δηλαδή, ύστερα από τόσα χρόνια αγώνων να θεωρηθούν οι συνθήκες άκυρες, εμφανίζεται η Αθήνα να επικαλείται όχι απλώς την εγκυρότητά τους, αλλά και το δικαίωμα επεμβάσεως στην Κύπρο!
Και πράγματι, στις 16 Φεβρουαρίου 1972 είχε ετοιμασθή από την ΕΟΚΑ Β’ (που είχε ιδρυθή με μυστική αποστολή του Γρίβα στην Κύπρο, τον Σεπτέμβριο του 1971) πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, που την τελευταία στιγμή αποτράπηκε, ύστερα από μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Αλλά η Αθήνα συνέχισε να υποσκάπτει την οργάνωση του κράτους κινητοποιώντας τους «Μητροπολίτες» και τους «ιερούς κανόνες».
Ενώ ο Μακάριος προσπαθούσε, μέσω των Ενδοκυπριακών, να έρθη σε συνεννόηση με τους Τούρκους, τον κατηγορούσαν σαν ανθενωτικό — αυτοί που, μη μπορώντας να αντιληφθούν την πολιτική του εφικτού, ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν όλα τα διχοτομικά σχέδια για την Κύπρο. Και φτάσαμε στο σημείο ο Έλληνας πρέσβυς στην Κύπρο, στις 25 Μαρτίου 1974, να ομιλεί περί Κυπρίων ανθελλήνων, αντί να προσπαθή να φέρει την ενότητα και την ομόνοια στον τόπο. Έτσι, οι Τούρκοι, γνωρίζοντας τη διάσταση που υπήρχε μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, καθυστερούσαν και χρονοτριβούσαν στις Ενδοκυπριακές ακολουθώντας στάση αδιαλλαξίας και περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή του εμφυλίου μας σπαραγμού για να επέμβουν.
Και φτάσαμε στην περίφημη επιστολή Μακαρίου προς Γκιζίκην, όπου ο Πρόεδρος Μακάριος απεγνωσμένα καλούσε την ελληνική κυβέρνηση να σταματήσει την πολιτική της εθνικής μειοδοσίας και να ανακαλέσει τους Έλληνες αξιωματικούς που συνωμοτούσαν κατά του κυπριακού κράτους, ενώ της υπενθύμιζε πως οποιαδήποτε παράφρων ενέργεια θα οδηγήσει στη διχοτόμηση. Αλλά η Αθήνα ούτε τότε δεν δείλιασε. Με επί κεφαλής τους Έλληνες αξιωματικούς προχώρησε στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και έσπευσε να ανακοινώσει το θάνατο του Μακαρίου. Δεν πρόλαβαν όμως οι άνθρωποι της ΕΟΚΑ Β’ να διαμοιράσουν τα οφίκια της εξουσίας, και, αρνούμενοι την Ένωση, διαβεβαίωσαν τους Τούρκους για τη φιλία τους. Αλλά ήταν ήδη αργά. Το κυπριακό κράτος διελύετο και η Τουρκία πραγματοποιούσε την εισβολή, ενώ ακόμα τα τανκς της ΕΛΔΥΚ βρισκόντουσαν στην Πάφο, κυνηγώντας τους δημοκράτες.
Έτσι το δράμα της Κύπρου ολοκληρώνεται. Η ελληνική χούντα διέλυσε και αχρήστευσε το μεγαλύτερο όπλο που διέθετε ο ελληνισμός της Κύπρου: την υπόστασή του σαν ανεξαρτήτου κράτους. Ενός κράτους που για 14 χρόνια ήταν από πάσης απόψεως ελληνικό, οπωσδήποτε δε πιο ελληνικό από την Ελλάδα της σκοτεινής επταετίας. Αντί λοιπόν να υποστηρίξει το κράτος αυτό που έδιδε στον ελληνισμό μοναδικήν ευκαιρία να διαδραματίσει έναν αξιόλογο ρόλο μέσα στον Τρίτον Κόσμο και τους αδέσμευτους, το «εθνικό κέντρο» αναζητούσε συνεχώς λύσεις που θα στηριζόντουσαν στην εγκατάσταση του ΝΑΤΟ στην Κύπρο. Όπως όμως αναφέραμε, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ η Τουρκία έπαιζε πολύ πιο σημαντικό ρόλο από εκείνον που έπαιζε η Ελλάδα, και συνεπώς οι τουρκικές αξιώσεις στο νησί θα ήταν επικρατέστερες. Μ’ αυτόν τον τρόπο διαλύθηκε το κυπριακό ανεξάρτητο κράτος, και ο ελληνισμός του, που ανθούσε, κατέληξε στην προσφυγιά και στη δυστυχία.
Παράλληλα δόθηκε στους Τούρκους το νομικό πρόσχημα αλλά και η πολιτική ευκαιρία να εισβάλουν στο νησί, σε μια στιγμή που η Ελλάδα ήταν διεθνώς απομονωμένη, αποδυναμωμένη στρατιωτικά και χωρίς ηγεσία. Η Τουρκία καιροφυλακτούσε να πραγματοποιήσει τα διχοτομικά της σχέδια, προσπαθώντας να αποτελματώσει το κυπριακό κράτος και να υποβιβάσει τους Ελληνοκυπρίους σε μιαν απλήν κοινότητα, στην ίδια δηλαδή βάση με την τουρκική μειονότητα του 18%. Και αυτό το κατόρθωσε για χάρη της η χούντα της Αθήνας με τους δήθεν «ενωτικούς», που προτιμούσαν να δώσουν ένα κομμάτι της Κύπρου στην Τουρκία παρά νάναι Πρόεδρος ο Μακάριος και να υπάρχει δημοκρατία στην Κύπρο. Ο Ελληνικός Στρατός, κάτω από την κατήχηση του ΝΑΤΟ και την ηγεσία των ανοήτων δικτατόρων της επταετίας, αποδείχθηκε πως μόνο για πραξικοπήματα ήταν ικανός, και όχι για να προασπίσει τον ελληνισμό από τους εξωτερικούς κινδύνους. Μόνο για να υποδουλώσει τον ελληνικό και τον κυπριακό λαό ήταν εκπαιδευμένος, και όχι για να του προσφέρει την εθνική ασφάλεια που χρειαζόταν.
Η εθνική συμφορά της Κύπρου όμως έδωσε τη λευτεριά στην Ελλάδα: μια λευτεριά που πληρώθηκε ακριβά, με πολύ αίμα. Ο κυπριακός ελληνισμός πικράθηκε πολλές φορές με τη στάση της Αθήνας. Χάρηκε όμως τη δημοκρατία στην Ελλάδα, που πρέπει με τη σειρά της να βοηθήσει την Κύπρο στον αγώνα της για την ανεξαρτησία και την ελευθερία της, ώστε να μην καταντήσουν τελικά οι Κύπριοι οι «Παλαιστίνιοι» της Ελλάδας.
*Απόσπασμα από άρθρο του αειμνήστου διεθνολόγου, διπλωμάτη και πολιτικού Γιάννου Κρανιδιώτη (1947-1999), που έφερε τον τίτλο «Σφάλματα και προοπτικές του Κυπριακού» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» το Σάββατο 23 Νοεμβρίου 1974, λίγους μόλις μήνες μετά την ολοκλήρωση της Κυπριακής Τραγωδίας.
Ο Γιάννος Κρανιδιώτης
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις