Δεν συζητάμε πια πολύ για το Κυπριακό. Και ας ήταν ένα από τα θέματα που κάποτε λειτούργησαν καταλυτικά στον ίδιο τον τρόπο που εξελίχθηκε η σύγχρονη ελληνική ιστορία. Όμως, φαίνεται σαν να μη βαραίνει τόσο πια τόσο στη συλλογική μας σκέψη. Παρότι, ας μην το ξεχνάμε, η Κύπρος, μία χώρα μέλος του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραμένει διαιρεμένη, με ένα τμήμα της να συνεχίζει να βρίσκεται υπό συνθήκη παράνομης κατοχής, και με την προοπτική επανένωσης, σε οποιαδήποτε μορφή, να φαντάζει ακόμη μακρινή.

Πέραν των απλουστευτικών αφηγημάτων

Βεβαίως, η αλήθεια είναι ότι και τότε που το συζητούσαμε, το κάναμε συχνά με έναν τρόπο κάπως απλουστευτικό. Το αφήγημα ήταν απλό: κάποια στιγμή η Τουρκία, που πάντα θεωρούσε έδαφός της την Κύπρο, αποφάσισε να κάνει εισβολή.

Προφανώς και εν μέρει το αφήγημα ισχύει: πλευρά του τουρκικού εθνικισμού ήταν το «η Κύπρος είναι Τουρκική» και βέβαια ο Αττίλας 1 και ο Αττίλας 2 αποτέλεσαν εισβολή παράνομη και βάναυση.

Όμως, όπως συμβαίνει συχνά με τα «αφηγήματα», δεν λένε όλη την ιστορία…

Γιατί στην Κύπρο το αίτημα της Ένωσης, που ήρθε εκρηκτικά στο προσκήνιο με την εξέγερση του 1931, τα περίφημα «Οκτωβριανά» και την πυρπόληση του Κυβερνείου στη Λευκωσία, είχε μεν έναν έντονο αντιαποικιακό χαρακτήρα, αλλά ταυτόχρονα παράβλεπε ότι το νησί υπήρχαν και Τουρκοκύπριοι.

Έπαιξε ρόλο σε αυτό ότι οι δυνάμεις που ηγήθηκαν σε διάφορες στιγμές της διεκδίκησης της Ένωσης και έντονο εθνικισμό είχαν και αντικομμουνισμό. Στην Κύπρο, οι οπαδοί του Γρίβα τον θεωρούσαν μια φιγούρα του αγώνα, όμως δεν έπαυσε να είχε διατελέσει και αρχηγός της «Χ», μιας εθνικιστικής και αντικομμουνιστικής οργάνωσης με συγκεκριμένο ρόλο στην ελληνική εμφύλια σύγκρουση

Σε τελική ανάλυση η ΕΟΚΑ είχε στις τάξεις της τον Γρηγόρη Αυξεντίου και τον Ευαγόρα Παληκαρίδη, είχε όμως και τον Νίκο Σαμψών, τον μετέπειτα θλιβερό επικεφαλής της κυβέρνησης των πραξικοπηματιών. Άλλωστε, ο Γρίβας και η ΕΟΚΑ εξαρχής έκαναν επέλεξαν έναν διμέτωπο αγώνα και απέναντι στους Βρετανούς και απέναντι στους αριστερούς και τους κομμουνιστές. Από μέλη της ΕΟΚΑ δολοφονήθηκαν στις 21 Ιανουαρίου 1958 οι αριστεροί αγωνιστές Μιχάλης Πέτρου και Ηλίας Ττοφαρής.

Ουσιαστικά και η ανάγκη μιας συμπόρευσης με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα υποτιμήθηκε συστηματικά, αφήνοντας όλο το περιθώριο στην Τουρκία να εκμεταλλευτεί το γεγονός αυτό, αλλά ούτε καν η προοπτική της ανεξαρτησίας εξετάστηκε στο σύνολο των προϋποθέσεών της, παρότι στην πραγματικότητα η μόνη εφικτή λύση ρήξης με την αποικιοκρατία. Και ας γινόταν σταδιακά φανερό ότι αυτό προέκριναν και οι κυπριακές οικονομικές ελίτ καθώς εξασφάλιζαν ένα κράτους όπου θα είχαν τον πρώτο λόγο αντί να είναι σε μια υποδεέστερη θέση στην ελληνική κοινωνία.

Σε όλα αυτά ρόλο έπαιξε και η πολιτική της Βρετανίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τη βαναυσότητα της αποικιακής πολιτικής της. Τα «φυλακισμένα μνήματα» υπενθυμίζουν ότι δεν σέβονταν καν το δικαίωμα οι εκτελεσμένοι να έχουν μια κανονική κηδεία στους τόπου τους. Επιπλέον, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια διχόνοιας μεταξύ των κοινοτήτων (ποντάροντας στο «διαίρει και βασίλευε»), επενδύοντας στο να αποκτήσουν οι τουρκοκύπριοι ισχυρή εθνική συνείδηση και προφανώς επιμένοντας στη λογική των «εγγυήσεων» που τους εξασφάλιζε διηνεκή παρουσία μέσω στρατιωτικών βάσεων.

Η αντιφατική διαδρομή της Κυπριακής Δημοκρατίας

Το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε την πολύ προβληματική κατάσταση που διαμόρφωσαν οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου που διαμόρφωσαν το απαράδεκτο καθεστώς των εγγυήσεων, δηλαδή μιας εκ των πραγμάτων συνθήκης «μειωμένης κυριαρχίας» που ταυτόχρονα έδινε στις δύο «μητέρες πατρίδες» τη δυνατότητα – και τυπικά… – κάθε λογής παρεμβάσεων στα εσωτερικά της νεαρής Κυπριακής Δημοκρατίας.

Και μπορεί η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία να εντάχθηκε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, γέννημα των αγώνων κατά της αντιαποικιοκρατίας, και ο Μακάριος, παρότι προερχόμενος από ένα πολύ συντηρητικό και εθνικιστικό περιβάλλον, να απηχούσε ενίοτε την «αντιιμπεριαλιστική» ρητορική της εποχής, όμως την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η «εξώθηση» της Τουρκοκυπριακής κοινότητα στη δεκαετία του 1960 ξεκίνησε, όταν μετά τις συγκρούσεις του 1963-1964 οι Τουρκοκύπριοι συγκεντρώθηκαν στους «θύλακες» που είχαν διαμορφωθεί. Συγκρούσεις που ξεκίνησαν όταν ο Μακάριος με τα «13 σημεία», για τα οποία είχε και την αρχική υποστήριξη των Βρετανών, επεδίωξε να τροποποιήσει το συνταγματικό πλαίσιο με όρους που ουσιαστικά υποβάθμιζαν τη θέση των Τουρκοκυπρίων στη διακυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Τμήμα των αντιπαραθέσεων σε όλη την περίοδο μέχρι το 1974 και οι παραστρατιωτικές οργανώσεις που δεν διστάζουν να δολοφονήσουν ακόμη και μέλη της «δικής τους» κοινότητας. Από χέρι Τουρκοκυπρίων, της παραστρατιωτικής-τρομοκρατικής οργάνωσης ΤΜΤ, που ιδρύθηκε το 1958 ως αντίπαλο δέος στην ΕΟΚΑ, δολοφονείται ο αριστερός συνδικαλιστής Ντερβίς Καβάζογλου (μαζί με τον ελληνοκύπριο Κώστα Μισιαούλη). Από χέρι ελληνοκυπρίων της ΕΟΚΑ Β΄ ο μαθητής Κυριάκος Παπαλαζάρου στην Πάφο.

Ο δρόμος για την εισβολή

Προφανώς, από ένα σημείο και μετά η αλλαγή στρατηγικής από την Τουρκία παίζει ρόλο. Αυτό που αργότερα θα καταγραφεί ως «αναθεωρητισμός» ως προς τα γεωπολιτικά, δηλαδή ως αντίληψη ότι οι ισορροπίες της Συνθήκης της Λωζάνης και όσων ακολούθησαν «αδικούσαν» την Τουρκία εμφανίζεται ήδη στη δεκαετία του 1950, επηρεάζοντας άμεσα το Κυπριακό, αφού είναι σαφές ότι η Τουρκία πλέον προσανατολίζεται όχι μόνο στην αποτροπή της Ένωσης αλλά και στην εξασφάλιση ότι ακόμη και η ανεξαρτησία θα αποτελούσε προθάλαμο μίας παραλλαγής «διπλής ένωσης».

Ρόλο σε όλα αυτά παίζει και ο διεθνής παράγοντας. Όχι με τον απλουστευτικό τρόπο που συχνά το συζητήσαμε στην Ελλάδα, δηλαδή την αντίληψη ότι οι ΗΠΑ εξαρχής ήταν με την Τουρκία και ενορχήστρωσαν τους τουρκικούς χειρισμούς μέχρι την εισβολή. Αλλά, σίγουρα με τον τρόπο που μια ορισμένη καχυποψία απέναντι στην εξωτερική πολιτική της νεαρής Κυπριακής Δημοκρατίας δημιουργούσε ανησυχία για την κατεύθυνση που θα έπαιρνε το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο». Με αποτέλεσμα τόσο η ελληνική Χούντα, όταν μεθόδευσε το πραξικόπημα, αλλά και η τουρκική κυβέρνηση, όταν επέλεξε τον δρόμο της εισβολής, να πιστεύουν ότι θα έχουν εάν όχι στήριξη, τουλάχιστον ανοχή των ΗΠΑ απέναντι στις επιλογές τους.

Και μπορεί να πρέπει διαρκώς να υπογραμμίζουμε ότι η κατάσταση στην Κύπρο δεν είναι αποτέλεσμα μιας «αντιπαράθεσης κοινοτήτων», αλλά μιας βάναυσης και παράνομης εισβολής, όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το πρόσχημα για την εισβολή το έδωσε η απόφαση της Χούντας των Αθηνών και δη στη φάση που κυριαρχούσε ο «αόρατος δικτάτωρ» Ιωαννίδης να προχωρήσει σε συνεργασία με τους ακροδεξιούς της ΕΟΚΑ Β στο πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου.

Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε: το πραξικόπημα απέτυχε, πρωτίστως γιατί ο Μακάριος ξέφυγε και μπόρεσε να κάνει το ιστορικό διάγγελμα που ξεκινούσε με το «Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ, γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις», η Χούντα κατέρρευσε υπό το βάρος και της αδυναμίας της να απαντήσει στην εισβολή, η Τουρκία με τον Αττίλα 2 ολοκλήρωσε την Κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού και μπήκαμε στη φάση των διαπραγματεύσεων για μια πιθανή επίλυση.

Διαπραγματεύσεων που πολύ σύντομα συγκεφαλαιώθηκαν στην πολύσημη φόρμουλα της διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας που στην πραγματικότητα προσπαθούσε να υπερβεί τη ντε φάκτο διχοτόμηση με το να την κατοχυρώνει πλήρως.

Όλα αυτά επικαθορίζονταν και από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με τις περιόδους έντασης σε ορισμένες περιπτώσεις να μεταφράζονται και σε αντίστοιχη επιδείνωση της κατάστασης και στο Κυπριακό.

Την ίδια στιγμή γινόταν σαφές ότι το ζήτημα των εποίκων, δημιουργούσε ένα επιπλέον πρόβλημα, ιδίως μετά την ανακήρυξη και του «Ψευδοκράτους» το 1983, αυτού που σήμερα αποκαλείται «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Όμως, δεν ήταν μόνο αυτό, το πρόβλημα ήταν ότι σταδιακά διαμορφώνονταν στις δύο πλευρές της «πράσινης γραμμής» τάσεις που ακόμη και εάν δεν το ομολογούσαν κατέτειναν στη διχοτόμηση.

Η δύσκολη αναζήτηση λύσης

Οι προτάσεις που έρχονταν από τη «διεθνή κοινότητα» προσπαθούσαν να συνδυάσουν την υπέρβαση της διχοτόμησης με τις αντιθετικές δυναμικές που διαμορφώνονταν στις δύο κοινότητες. Αποκορύφωμα το «Σχέδιο Ανάν», που την ίδια στιγμή που φαινόταν να προσφέρει για πρώτη φορά μια φαινομενικά εφικτή λύση, ταυτόχρονα διαμόρφωνε μια συνθήκη «μειωμένης κυριαρχίας» και «κηδεμονίας» που οδήγησε στην απόρριψη του από την ελληνοκυπριακή πλευρά, παρά την αποδοχή του από την τουρκοκυπριακή. Στην πραγματικότητα, το Σχέδιο Ανάν έφτιαχνε ένα κράτος τόσο δύσκολο να διοικηθεί που αρκετοί προειδοποιούσαν ότι έβαζε τους σπόρους νέας έντασης, ενδεχόμενης ακυβερνησίας και νέων συγκρούσεων.

Βεβαίως τότε ήταν και η περίοδος αμέσως μετά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, που βεβαίως αποδείχτηκε ότι δεν αρκούσε από μόνη της για την επίλυση του προβλήματος. Αντιθέτως, μια αίσθηση ότι μπορούσε η Κύπρος να αποτελέσει ένα σημείο αναφοράς για την ίδρυση off-shore εταιριών εντός ΕΕ και για «παρκάρισμα» κεφαλαίων ολιγαρχών από χώρες όπως η Ρωσία αποτέλεσε την αφετηρία ψευδαισθήσεων που τόσο η οικονομική κρίση μετά το 2008 όσο και οι νέες γεωπολιτικές διαιρέσεις μετά το 2014 διέψευσαν.

Καθόλου τυχαία τα πράγματα άρχισαν, ιδίως μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά να κατατείνουν πολύ περισσότερο προς την τυπική επικύρωση της διχοτόμησης. Σε τελική ανάλυση αυτό επικύρωσε και η στροφή της τουρκικής και κατοχικής πολιτικής (σε σύγκρουση με τη διάθεση και σημαντικού τμήματος της τουρκοκυπριακής κοινότητας) προς την λογική της λύσης «δύο κρατών», που στην πραγματικότητα ακυρώνει ακόμη και αυτή την προοπτική της «διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας». Όμως, και στην ελληνοκυπριακή πλευρά υπήρξε η λογική ότι χρειάζονται λύσεις «έξω από το κουτί» της διζωνικής – δικοινοτικής ομοσπονδίας, κοντολογίς μια εκδοχή διχοτόμησης με συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων (αν και στον βαθμό που αυτά καταστούν εκμεταλλεύσιμα).

Ο δύσκολος δρόμος της συνύπαρξης

Σε όλη αυτή τη διαδρομή προφανώς και υπήρξαν και φωνές που κατέτειναν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτή που θα νοηματοδοτούσε το αίτημα της ανεξαρτησίας μέσα από την συνύπαρξη και κοινή πάλη των δύο κοινοτήτων πέρα από τις επιδιώξεις των «μητέρων πατρίδων» (και όπου έπρεπε ενάντια σε αυτές), αλλά και πέρα από τους διάφορους «στρατοπεδικούς» γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς. Όμως, δεν μπόρεσαν ποτέ να γίνουν ηγεμονικές ή να μετατραπούν σε ένα απτό σχέδιο, ακόμη και όταν πολιτικές δυνάμεις που προσπάθησαν να εκπροσωπήσουν τέτοιες θέσεις βρέθηκαν στη διακυβέρνηση.

Σημαίνει αυτό κάποια μοιρολατρία ότι τα πράγματα θα οδηγηθούν τελικά σε μια παραλλαγή της διχοτόμησης; Όχι, γιατί σε τελική ανάλυση αυτό θα αποτελούσε συμβιβασμό με κάτι που εξακολουθεί να αποτελεί μια κατάφωρη παραβίαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου, αλλά και γιατί θα άφηνε αδικαίωτη την αγωνία πάρα πολλών ανθρώπων για να μπορέσει κάποτε αυτό το νησί να γίνει τόπος συνύπαρξης ενός λαού με δυο κοινότητες αλλά κοινή διάθεση να χαράξει τη δική του αυτόνομη ιστορική πορεία.