Έχοντας μόλις επιζήσει βομβιστικής επίθεσης στη Νέα Υόρκη, μια ομάδα πολεμικών ανταποκριτών προσπαθεί να φτάσει στην Ουάσιγκτον για να πάρει συνέντευξη από τον βαλλόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ.

Η αμερικανική πρωτεύουσα έχει πια μετατραπεί σε πεδίο μάχης, σε μια πολωμένη υπερδύναμη που βυθίζεται στη δίνη του εμφυλίου.

Από τη μια είναι μια αυταρχική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, με επικεφαλής έναν πρόεδρο που έχει παρατείνει για τρίτη θητεία την παραμονή του στον Λευκό Οίκο.

Από την άλλη είναι οι αποσχιστικές «Δυτικές Δυνάμεις», υπό την ηγεσία του Τέξας και της Καλιφόρνια.

Προφανώς δεν πρόκειται για πραγματικότητα, αλλά για το σενάριο ταινίας.

Το δυστοπικό θρίλερ Civil War (Εμφύλιος Πόλεμος) του Άλεξ Γκάρλαντ κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες μόλις αυτή την άνοιξη.

Τώρα, στον απόηχο της σοκαριστικής απόπειρας δολοφονίας του Ντόναλντ Τραμπ πολλοί Αμερικανοί αναρωτιούνται τώρα εάν η ζωή θα αντιγράψει την τέχνη.

Παρά τις ένθεν κακείθεν εκκλήσεις για ενότητα στις ΗΠΑ, το κλίμα ακραίας πόλωσης κάνει τους τρεισήμισι μήνες που απομένουν μέχρι τις κρίσιμες εκλογές του Νοεμβρίου να φαντάζουν εφιάλτης.

Ήδη η παραλίγο δολοφονία του Ρεπουμπλικανού πρώην και πιθανότητα επόμενου προέδρου έφερε τη μεγαλύτερη οικονομική, στρατιωτική και πυρηνική δύναμη της Δύσης στο χείλος του γκρεμού, προτού κάνει αναπάντεχα ένα βήμα πίσω.

Όμως, όπως επισημαίνουν και οι Financial Times σε άρθρο τους, «Η Αμερική κοιτάζει επίμονα την άβυσσο».

Το περιέγραψε γλαφυρά ο (τυφλός) ανταποκριτής του BBC, Γκάρι Ο’ Ντονοχιου, σε επιτόπιο ρεπορτάζ του στη μοιραία προεκλογική συγκέντρωση του Τραμπ στο Μπάτλερ της Πενσιλβάνια, όπου αμέσως μετά την απόπειρα δολοφονίας ακούγονταν από το ανάστατο κοινό εμφατικά οι λέξεις «πόλεμος» και «εμφύλιος».

Αυτά, σε μια χώρα όπου κυκλοφορούν στα χέρια πολιτών 44 εκατομμύρια ημιαυτόματα όπλα AR-15 -το ίδιο που χρησιμοποίησε ο 20χρονος επίδοξος δολοφόνος του Τραμπ- και η οπλοκατοχή έχει αναχθεί από τους Ρεπουμπλικανούς σε ένα από τα κυρίαρχα σύμβολα ενός εν εξελίξει «πολιτιστικού πολέμου».

Το τρέιλερ της ταινίας «Civil War»

Σκηνικό εθνικού διχασμού

«Όταν μια δημοσκόπηση του Marist τον Μάιο αποκάλυψε ότι το 47% των Αμερικανών πιστεύει ότι θα υπάρξει εμφύλιος πόλεμος στις ΗΠΑ όσο είναι οι ίδιοι εν ζωή, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να σκεφτώ ότι οι άνθρωποι βλέπουν πολλές ταινίες πολιτικής μυθοπλασιάς», γράφει στην εφημερίδα The Miami Herald ο -βραβευθείς με Πούλιτζερ- αρθρογράφος της, Αντρές Οπενχάιμερ.

Όμως «κανείς δεν πρέπει να γελάει με τέτοιες δημοσκοπήσεις, μετά την απόπειρα δολοφονίας του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ», επισημαίνει.

«Κρίνοντας από τις πρώτες αντιδράσεις μετά τον πυροβολισμό, η πολιτική πόλωση είναι πιθανό να κλιμακωθεί σε επικίνδυνα επίπεδα καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές του Νοεμβρίου, σε μια εποχή που ο αριθμός των ημιαυτόματων όπλων στα χέρια των πολιτών έχει φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα».

Οι ενδείξεις ότι η πόλωση πιθανόν θα επιδεινωθεί ήρθαν αμέσως μετά την επίθεση κατά του Τραμπ, όταν μια «χορωδία» στελεχών των Ρεπουμπλικανών, συμπεριλαμβανομένου του γερουσιαστή του Οχάιο, Τζέι Ντι Βανς -τον οποίο επέλεξε ο Τραμπ ως υποψήφιο αντιπρόεδρό του- κατηγόρησαν ανοιχτά τη ρητορική του Δημοκρατικού προέδρου Μπάιντεν για την επίθεση εναντίον του προκατόχου του.

Ακόμη και μετά την επίσημη ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του ως αντιπροέδρου, ο Βανς δεν διέγραψε τη σχετική ανάρτησή του στο X.

Παρά το ενωτικό μήνυμα του Ντόναλντ Τραμπ -αυτοπροβαλλόμενου ως πολιτικά «αναγεννημένου» μετά την απόπειρα δολοφονίας- ο προβληματισμός περισσεύει ως προς εάν αυτό είναι βραχύβιο, για ψηφοθηρικούς λόγους.

«Τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι είναι πιθανό να παρουσιάσουν την άλλη πλευρά ότι ενθαρρύνει την πολιτική βία», σημειώνει ο Αντρές Οπενχάιμερ.

«Το αφήγημα του Τραμπ βασίζεται στους ψευδείς ισχυρισμούς ότι του έκλεψαν τις εκλογές του 2020 και ότι όλες οι ποινικές κατηγορίες εναντίον του είναι πολιτική δίωξη».

Οι δε Δημοκρατικοί, με ή χωρίς τον 81χρονο Τζο Μπάιντεν, «πιθανότατα θα συνεχίσουν την προεκλογική εκστρατεία τους παρουσιάζοντας τον Τραμπ ως τη μεγαλύτερη απειλή για την αμερικανική δημοκρατία».

Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από το πρόσφατο -καταστροφικό για τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν- προεδρικό ντιμπέιτ, στις 27 Ιουνίου (REUTERS/Brian Snyder/File Photo)

Η αμερικανική δημοκρατία σε αποσύνθεση

Αμέσως μετά την απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ, «το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα είναι ότι ουσιαστικά βρισκόμασταν μια ίντσα πριν από έναν πιθανό εμφύλιο πόλεμο» στις ΗΠΑ, δήλωσε στον ιστότοπο The Conversation ο Άρι Πέρλιτζερ, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης και ειδικός αναλυτής σε θέματα πολιτικής βίας και ακροδεξιού εξτρεμισμού.

«Η απόπειρα», επεσήμανε, «μπορεί να επικυρώσει την έντονη αίσθηση πολλών υποστηρικτών του Τραμπ και πολλών ανθρώπων της άκρας Δεξιάς ότι απονομιμοποιούνται, ότι βρίσκονται σε άμυνα και ότι υπάρχουν προσπάθειες να εμποδίσουν τον Τραμπ να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο».

Για την ακρίβεια, οι ΗΠΑ βυθίζονται στον διχασμό από την πρώτη προεδρία Τραμπ.

Έφτασε σε επικίνδυνα επίπεδα με την εισβολή φανατισμένου όχλου υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο του 2021, μετά την ήττα του στις προεδρικές εκλογες της προηγούμενης χρονιάς.

Τώρα δείχνει να κορυφώνεται επικίνδυνα πιά με την απόπειρα δολοφονίας του.

Κρίσιμα πολιτικά ζητήματα -από την οικονομία, τις αμβλώσεις, τα δικαιώματα της ΛΟΑΚΤΙ+ κοινότητας και την οπλοκατοχή, μέχρι την στήριξη της Ουκρανίας στον πόλεμο με τη Ρωσία- έχουν κάνει τις διαχωριστικές γραμμές ακόμη πιο βαθιές.

Και δη κατά μήκος των παλιών «συνόρων» του αμερικανικού εμφυλίου (1861-1865).

Όχι τυχαία, η προοπτική επανάληψής του απασχόλησε, ως δυνητική εξέλιξη, πρόσφατη έκθεση εκτίμησης κινδύνων της Policy Horizons Canada: μιας δεξαμενή σκέψης που εργάζεται για λογαριασμό της κυβέρνησης του Καναδά, του βόρειου γείτονα των ΗΠΑ.

«Οι ιδεολογικές διαιρέσεις των ΗΠΑ, η δημοκρατική διάβρωση και οι εγχώριες αναταραχές κλιμακώνονται, βυθίζοντας τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο», ανέφερε το σενάριο.

Αυτό που φαντάζει πλέον σίγουρο είναι ότι η πρώτη προεδρία Μπάιντεν θα ολοκληρωθεί όπως άρχισε. Σε κλίμα διχασμού και δημοκρατικής αποσύνθεσης.

Κλίμα αβεβαιότητας

Αναλυτές επισημαίνουν ότι, ανεξαρτήτως έκβασης, το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου δύσκολα θα λύσει τις εσωτερικές διαφορές.

Πολλώ μάλλον όταν οι Δημοκρατικοί διέρχονται βαθιάς κρίσης και λόγω της υποψηφιότητας Μπάιντεν, αλλά και εξαιτίας της πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης -από την οικονομία, μέχρι τον πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας-  που έχει αποξενώσει σημαντικό τμήμα της λαϊκής βάσης, ενώ ο τραμπισμός έχει πια εμποτίσει τους Ρεπουμπλικανούς.

«Είναι πάντα δελεαστικό να επισημαίνει κανείς ότι τα όπλα και οι πολιτικές δολοφονίες αποτελούν βασικό στοιχείο της αμερικανικής δημοκρατίας», σχολιάζουν οι Finacial Times.

«Όμως οι συνθήκες του 2024 είναι μοναδικές. Μια σφαίρα παραλίγο να σκοτώσει τον άνθρωπο που ορκίζεται αντίποινα, αν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Ένα πνεύμα εκδίκησης στοιχειώνει την Αμερική».